Στο φίλο μου τον Άλκη
Ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο
«Εχει κάποιο νόημα η ζωή; Τι σημαίνει ο θάνατος; Είμαστε μία αιώνια ψυχή ή απλώς μία συσσώρευση μορίων από αλάτι και χώμα; Υπάρχει Θεός ή δεν υπάρχει; Αυτά είναι σίγουρα σημαντικά προβλήματα. Ολα τα υπόλοιπα, όπως ο νόμος της βαρύτητας, η ατμομηχανή, οι δορυφόροι του Δία, ώς και ο κύριος Καντ με τις περιβόητες κατηγορίες του, σωστά λέει ο Καμύ, είναι στο βάθος ένα παιχνίδι για μικρά παιδιά. Στο διάβολο η καθαρή σκέψη και η οικουμενικότητα των νόμων της! (...) Τι σημασία έχει αν η Καθαρή Σκέψη είναι οικουμενική και αφηρημένη, όταν Αυτός-που-διαλογίζεται δεν είναι ένας θεός, αλλά ένας φουκαράς που ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει και ότι από αυτόν το δικό του σαρκικό θάνατο δεν θα μπορέσει να τον σώσει ο Καντ με όλες του τις κατηγορίες; Τι σόι είναι αυτή η περίφημη γνώση που μας αφήνει μόνους απέναντι στο θάνατο;». Διερωτήσεις ενός φυσικού επιστήμονα που τολμά να κοιτάξει κατευθείαν τον ήλιο και το θάνατο, βιώνοντας το γεγονός του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ως την «κρίση ολόκληρου του πολιτισμού που βασίζεται στον ορθό λόγο και τη μηχανή». Ο Ερνέστο Σάμπατο βιώνει την οικουμενική κρίση ως βαθιά προσωπική· το 1938, θα βρεθεί στα πρόθυρα της τρέλας και αηδιασμένος από τον τεχνικό πολιτισμό, όπως λέει ο ίδιος, θα φύγει, με τη γυναίκα του και το παιδί τους, «από τη φωτεινή πόλη με τους πύργους -όπου βασιλεύουν η βεβαιότητα και η τάξη- προς αναζήτηση μιας ηπείρου γεμάτης κινδύνους, όπου κυριαρχεί η εικασία». Σε μια καλύβα στην οροσειρά της Κόρντοβας, αυτός ο θαυμαστής του Αρτό, αντί να αυτοκτονήσει ή να τρελαθεί, καταβυθίζεται στη συγγραφή και την απελπισμένη διερεύνηση της αλήθειας, της βαθιάς και πλούσιας σε αντιφατικότητα πραγματικότητας, καθώς και στην αναζήτηση της σωτηρίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πού θα έρθει όμως αυτή; Από τους ήρωες σαν τον Τσε Γκεβάρα, από τους ποιητές σαν τον Ρεμπό και τον Χέλντερλιν, από τους καλλιτέχνες σαν τον Βαν Γκογκ, τον Γκόγια και τον Μπραμς, απαντά ο ρομαντικός και βιωματικά αναρχικός Ερνέστο Σάμπατο.
Το ξόδι της αυστηρής επιστήμης
Το «Ον και το Σύμπαν», που θα γράψει χαμένος στα βουνά, είναι η επανάθεση της προβληματικής για την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως συμβαίνει στις εποχές που μια συγκεκριμένη θέαση του κόσμου χάνεται και όλα μοιάζουν εκ νέου ανοίκεια και ο άνθρωπος μένει άστεγος και μόνος, είναι το «αντίο» του Σάμπατο στη φυσική, ο επικήδειος της μαθηματικοποιημένης σκέψης που εξοβελίζει ό,τι είναι ανθρώπινο, όπως τα συναισθήματα, τα πάθη και τις αντιφάσεις της τραγικής γνώσης· είναι το ξόδι της αυστηρής επιστήμης που ομνύει στην ποσότητα και τους αριθμούς, θεωρώντας ψευδαίσθηση ό,τι δεν μπαίνει στη ζυγαριά της, όπως οι ηθικές αξίες, η συγκίνηση και το πάθος της ζωής· είναι η πλήρης εναντίωση στην επιστήμη-μαγεία και στη νέα λαϊκή θρησκεία της «Αφαίρεσης», βάσει της οποίας θα επέλθει, δήθεν, η συλλογική ευημερία και η ενοποίηση ανθρώπων και λαών μέσω της επιστήμης, ενώ στην πραγματικότητα αυτή χρησίμευσε μόνο για την αμοιβαία καταστροφή, για τις γκιλοτίνες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που χρησιμοποίησαν όλοι αυτοί «που θεωρούνται λάτρεις της Ανθρωπότητας». Οπως ο Πασκάλ, που εγκατέλειψε τα μαθηματικά για να γίνει στο τέλος μυστικιστής, έτσι και ο Σάμπατο από φυσικός θα γίνει λογοτέχνης. Αλλά πριν γίνει η μετάβαση αυτή και «η μεταμόρφωση των πεποιθήσεών του», θα εντοπίσει την αιτία των δεινών του σύγχρονου ανθρώπου στον «Τζένγκις Καντ, (αυτόν τον) βάρβαρο κατακτητή και Γερμανό φιλόσοφο». Η σημερινή κρίση, έγραφε ο Ερνέστο Σάμπατο στις αρχές της δεκαετίας του '40, δεν είναι μόνο κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά μιας αντίληψης για τη ζωή και τον άνθρωπο που εμφανίστηκε στη Δύση με την Αναγέννηση και η οποία δημιουργήθηκε από τρεις αντινομίες: ενα ατομικιστικό κίνημα που κατέληξε στη μαζικοποίηση, ένα νατουραλιστικό κίνημα που κατέληξε στη μηχανή και ένα ανθρωπιστικό κίνημα, που κατέληξε στην απανθρωποποίηση. Και οι τρεις περιπτώσεις δεν είναι παρά όψεις της μέγιστης αντίφασης που είναι η απανθρωποποίηση της ανθρωπότητας και η οποία είναι το αποτέλεσμα δύο δυναμικών, αμοραλιστικών δυνάμεων: του χρήματος και του ορθού λόγου. Με άλλα λόγια, μόλις η αστική τάξη φτάνει στη φάση της επιστήμης, χρειάζεται ένα ορθολογικό και αφηρημένο σχήμα, για να συνδέσει τα γεγονότα κι έτσι ιδιοποιείται το θέμα της Αφαίρεσης. Το Χρήμα και ο Ορθός Λόγος θα παραχωρήσουν την κοσμική εξουσία στον άνθρωπο, χάρη στην Αφαίρεση. Από τα ευκόλως αντιληπτά «μήλα του Νεύτωνα» φθάνουμε στους ακατάληπτους τανυστές και τις γεωδαισιακές του Αϊνστάιν, από το συγκεκριμένο προϊόν, όπως ένα δημητριακό, στην ισχύ του χρηματιστή που δεν έχει δει ποτέ του ένα κόκκο σταριού· οι λογάριθμοι θα αντικαταστήσουν τα ρόπαλα και οι συναλλαγματικές τις ράβδους χρυσού. Αλλά το παράδοξο είναι ότι, ενώ η τεχνική και ωφελιμιστική όψη της θετικής επιστήμης προέρχεται από την ίδια την αστική τάξη, η θεωρητική της πλευρά, η ιδέα δηλαδή για μια ορθολογική οργάνωση του Σύμπαντος, προέρχεται από την Εκκλησία και συγκεκριμένα το σχολαστικισμό. Η διαπλοκή που προκύπτει έχει ως αποτέλεσμα όλα τα αρχικά θέματα να περιπλακούν, πλέον, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διακρίνονται ευκρινώς οι πρακτικές ανησυχίες από τις μεταφυσικές, ο Πλάτωνας από τον Αριστοτέλη και η σχολαστική ξηρασία από τη συγκεκριμένη διαίσθηση. Οι θεμελιωτές της θετικής επιστήμης από τον απέραντο πλούτο του υλικού κόσμου απομόνωσαν μόνο «τα ποσοτικά μετρήσιμα μεγέθη» και έτσι ό,τι δεν δύναται να υπολογιστεί με βάση τη μάζα, το βάρος, το γεωμετρικό σχήμα, τη θέση και την ταχύτητά του θα βρεθεί έξω από τη σφαίρα του πραγματικού. Με αυτό τον τρόπο σχηματίσθηκε η πεποίθηση ότι η φύση «είναι γραμμένη με μαθηματικούς χαρακτήρες», ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τη φύση, αλλά για τη μαθηματική δομή της. Ετσι, η «μαθηματική γλώσσα», αντί να εκφράσει τον απέραντο πλούτο της φύσης, εξέφρασε εν τέλει το «πυθαγόρειο φάντασμά της», σύμφωνα με το οποίο ένας εκ γενετής κωφάλαλος μπορεί να απολαύσει μια μουσική εξετάζοντας την παρτιτούρα της. Οι συγκινήσεις, τα συναισθήματα, τα βιώματα και οι μεταφυσικές αγωνίες, ο έρωτας και η ομορφιά έγιναν παγωμένα σύνολα ημιτόνων, λογαρίθμων και τριγώνων, για να εξοβελιστούν, τελικά, στο χώρο των αυταπατών από τη, «φυσικο-μαθηματικής νοοτροπίας», φιλοσοφία του Καρτέσιου, κατά την οποία ο άνθρωπος θα μπορεί να ζει μόνο «με την παρότρυνση της νόησης»! Η ελεύθερη βούληση κατέστη ψευδαίσθηση οφειλόμενη «στην άγνοια των άπειρων αιτιών που διέπουν την κίνηση του Παγκόσμιου Ρολογιού» και έτσι ο «μηχανικός ντετερμινισμός» επεκτάθηκε και στην ανθρώπινη ψυχή. Εν τέλει, ο Ορθός Λόγος, αυτή η κινητήρια δύναμη της επιστήμης, για να «δει» και να κατακτήσει το Σύμπαν εκτόπισε παντελώς το Εγώ και γέννησε μια νέα ανορθολογική πίστη, καθώς ο άνθρωπος, χαμένος μέσα στο χάος των αφηρημένων συμβόλων, αντικατέστησε την κατανόηση με το θαυμασμό της νέας μαγείας. Στον 20ό αιώνα, γράφει ο Σάμπατο στο «Ανθρωποι και γρανάζια», που είναι η δεύτερη συλλογή δοκιμίων του (1951), ο κόσμος θα φτάσει στις έσχατες συνέπειες του τεχνολατρικού πολιτισμού, καθώς «η αφαιρετική ενοποίηση», που οδήγησε «στο μαθηματικό φάντασμα της πραγματικότητας», καταλήγει τώρα στη «φαντασιακή κοινωνία» που αποτελείται από «ανθρώπους-πράγματα», ενώ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα προσφερθεί η ψευδαισθησιακή, «συλλογική πραγματοποίηση του Μεγάλου Ονείρου» που θα ενταφιάσει τον αναγεννησιακό άνθρωπο και θα αφήσει στη θέση του τον «άνθρωπο-εξάρτημα».
Συμφιλίωση με την κοινότητα
Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι ούτε μαριονέτα ούτε πιόνι, αλλά ούτε και κάτι που είναι μόνο αφηρημένο: «το ανθρώπινο είναι κάτι παραπάνω από αυτό: είναι το αφηρημένο και το συγκεκριμένο, το ορθολογικό και ανορθολογικό, η μηχανή και η φύση, η επιστήμη και η Τέχνη»· η λογική ισχύει για τις στατικές οντότητες και όχι για τη ζωή που είναι μια μόνιμη μεταμόρφωση και συνεπώς μια μόνιμη άρνηση. Και η ελπίδα, σήμερα, βρίσκεται στον αγώνα για μια νέα σύνθεση: «όχι μια απλή ανάσταση του ατομικισμού, αλλά τη συμφιλίωση του ατόμου με την κοινότητα· όχι τον εκτοπισμό του ορθού λόγου και της μηχανής, αλλά στον αυστηρό περιορισμό στα εδάφη που τους αναλογούν (...) Το βασίλειο του ανθρώπου δεν είναι ο στενόχωρος και αγχωτικός χώρος του ίδιου του εγώ, ούτε η αφηρημένη κυριαρχία της συλλογικότητας, αλλά εκείνη η ενδιάμεση ζώνη στην οποία συνηθίζουν να λαμβάνουν χώρα ο έρωτας, η φιλία, η κατανόηση, η συμπόνια. Μόνο η παραδοχή αυτής της αρχής θα μας επιτρέψει να θεμελιώσουμε αυθεντικές κοινότητες, αντί για κοινωνικές μηχανές».
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ Ανθρωποι και γρανάζια
ΜΤΦΡ.: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», ΣΕΛ. 357
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/09/2001
15 σχόλια:
Τζιβαέρια μου!
Σας καλωσορίζω στο ταξίδι μας με ένα γλυκό φιλί..
Μια σταγόνα χαράς από εδώ σου στέλνω Άλκη μου..έστω να ξαποστάσεις για μια στιγμή..
Εύχομαι αυτή τη χρονιά.. σε λιγότερα παιδιά να κόψουν τη ζωή οι άκαρδοι του κόσμου..
Τι είμαστε..πως καλλιεργείται ο άνθρωπος για να μη μπορεί να σηκώσει το χέρι του και να σκοτώσει παιδιά..;
Τι είναι ζωή;
Το σπιτάκι μας ζεστό και η σούπα μας αχνίζει..φρέσκοψημένα ψωμάκια..κεράκια κόκκινα αναμμένα για την ημέρα..Θεοφάνια..; των Φώτων; όλα μου φαίνονται τόσο παράδοξα..
τα παιδιά άρχισαν να διαβάζουν..κι εγώ προσπαθώ να κρατηθώ έξω από το χιόνι..και το σκοτάδι..
αυτά τα Χριστούγεννα..
ας τα ξεχάσουμε..
Ο Χάρης ακούει Μητροπάνο..κάποιες νύχτες είν΄αστέρια που μας πέσαν απ΄τα χέρια..
Βρήκα αυτό το υπέροχο κομμάτι και τι άλλο από το να το μοιραστώ μαζί σας..
Το τελευταίο ραντεβού με την άλλη γυναίκα
Μετά από 21 χρόνια γάμου βρήκα ένα καινούργιο τρόπο να κρατήσω ζωντανή τη σπίθα της αγάπης.
Πριν από λίγο καιρό βγήκα έξω μ' άλλη γυναίκα και μάλιστα ήταν ιδέα της συζύγου μου!
«Ξέρω πως την αγαπάς», μου είπε μια μέρα!
"Όμως, εγώ αγαπώ εσένα», διαμαρτυρήθηκα.
«Το ξέρω, αλλά αγαπάς κι εκείνην».
Η άλλη γυναίκα που η σύζυγος μου ήθελε να βγω μαζί της ήταν η μητέρα μου, που ήταν χήρα τα τελευταία 19 χρόνια και την οποία επισκεπτόμουν πολύ σπάνια λόγω των πολλών υποχρεώσεων μου με τη δουλειά μου και τα τρία παιδιά μου.
Εκείνο το ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στη μητέρα μου και την κάλεσα έξω για φαγητό.
«Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους εκείνους που ένα τηλεφώνημα αργά τη νύχτα ή μια απρόσμενη επίσκεψη, σημαίνουν πως τα νέα δεν είναι και τόσο καλά. Γι' αυτό την καθησύχασα.
«Τίποτα, μαμά! Σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί. Μόνο οι δυο μας». Σκέφτηκε για λίγο και είπε:
«Πολύ θα μου άρεσε αυτό, παιδί μου». Εκείνη την Παρασκευή του ραντεβού, καθώς μετά την δουλειά πήγαινα για να την πάρω. ήμουνα λίγο νευρικός! Όταν έφτασα στο σπίτι της, είδα πως κι εκείνη ήταν λίγο νευρική μ' αυτήν την απρόσμενη συνάντηση μας.
Με περίμενε στην πόρτα έτοιμη. Είχε χτενίσει τα μαλλιά της ωραία, και φορούσε το φόρεμα που για τελευταία φορά είχε φορέσει στην επέτειο του γάμου της. Το χαμόγελο της ήταν υπέροχο και το πρόσωπο της έλαμπε! «Είπα στις φίλες μου πως θα βγω έξω με το γιο μου. Κι εντυπωσιάστηκαν», μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο. «Περιμένουν να τους πω. πως πέρασα!»
Πήγαμε σ' ένα ωραίο και άνετο εστιατόριο. Η μητέρα μου μ' έπιασε από το μπράτσο γεμάτη καμάρι. Αφού καθίσαμε, έπρεπε να της διαβάσω το μενού, γιατί δεν βοηθούσαν και πολύ τα μάτια της.
Καθώς τρώγαμε σήκωσα τα μάτια μου και είδα τη μητέρα μου να με κοιτάζει μ' ένα νοσταλγικό χαμόγελο.
«Εγώ ήμουνα εκείνη που σου διάβαζε το μενού όταν ήσουν μικρός».
«Ε, τότε, μαμά είναι καιρός να ηρεμήσεις κι εγώ να σου το ανταποδώσω», απάντησα.
Σ' όλη τη διάρκεια του δείπνου συζητούσαμε για διάφορα θέματα. Ιδιαίτερα θέλαμε να μάθουμε τα νέα ο ένας για τον άλλο, έτσι δεν μπορέσαμε να πάμε κάπου αλλού που σχεδιάσαμε. Όταν λίγο αργότερα φτάναμε στο σπίτι της, μου είπε: «Θα ήθελα πολύ, να ξαναβγούμε μαζί, με την προϋπόθεση όμως να σε καλέσω εγώ αυτή τη φορά».
Συμφώνησα.
«Πώς ήταν το δείπνο;» με ρώτησε η σύζυγος μου. όταν γύρισα στο σπίτι.
«Πολύ ωραίο! Καλύτερο κι απ' ό,τι το περίμενα».
Λίγες μέρες αργότερα, η μητέρα μου πέθανε από καρδιακή προσβολή. Έγινε τόσο ξαφνικά, που δεν είχα την ευκαιρία να κάνω τίποτα για εκείνη.
Μετά από λίγο καιρό έλαβα ένα φάκελο που περιείχε μια απόδειξη πληρωμής από το ίδιο εστιατόριο που είχαμε φάει μαζί. Υπήρχε κι ένα σημείωμα που έλεγε:
«Προπλήρωσα για ένα δείπνο δύο ατόμων. Ήμουνα σχεδόν σίγουρη πως δεν θα τα καταφέρω να είμαι εκεί. Πάρε τη γυναίκα σου και πηγαίνετε μαζί. Ποτέ δεν θα μάθεις, παιδί μου. τι σήμαινε για μένα εκείνη η βραδιά που περάσαμε μαζί.
Σ' αγαπώ, παιδί μου!
Σ' αγαπώ πολύ. Η μάνα σου!" .
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να λες
«σ' αγαπώ» στην ώρα του.
τότε που πρέπει. Και πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος που ξοδεύουμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, χρόνος που άλλωστε τον αξίζουν.
"Το Γράμμα" (τεύχος 70, Δεκέμβριος 2005)
Μετάφραση από τα αγγλικά Αλίκη Οικονόμου
Είμαι δίπλα σ'ένα τζάκι που μπουμπουνίζει, με την οικογένειά μου τριγύρω ,τα παιδιά μου τιτιβίζουν με την ανεμελιά που τους προσφέρει η ηλικία τους.Είμαι καλά.Είμαι χαρούμενη.
Διαβασα το γράμμα.Δάκρυσα.Σκέφτηκα.
Πήγα χρόνια μπροστά...
Τότε που τα παιδιά θα τρέχουν πίσω απ'τα όνειρά τους και εμείς;
Εμείς θέλω να πιστεύω καλά,
μα σίγουρα ένα τηλέφωνο
ή μια επίσκεψη απρόσμενη απ'τα παιδιά μας
θα μας δίνει φτερά στην ψυχή.
Ναι,το σ'αγαπώ δεν γεννήθηκε για να ζήσει μόνο του.
Δεν θα είχε νόημα η ύπαρξή του.
Το σ'αγαπώ είναι για να μοιράζεται.
Να χαρίζεται και να χαρίζει οξυγόνο...
Φιλιά καρδιά μου.
Σ'αγαπώ πολύ.
ΑΠΊΣΤΕΥΤΟ ειλικρινά δεν έχω λόγια .....άφωνος
Σαν σχόλιο στο post σου θα ήθελα να καταθέσω μια ερώτηση που μου προέκυψε χθες βράδυ, μετά το τέλος της προβολής της ταινίας AUSTRALIA. Θέλησα να ρωτήσω εκείνον τον aboriginal King George: "τι δουλειά κάνεις;"
Πόσο γελοίος θα φαινόταν ο πολιτισμός που θα με οδηγούσε να κάνω αυτήν την ερώτηση;
Όσο για την χαρά της καθημερινής "κατάθεσης" του σ'αγαπώ... τι να πω! Είναι τόσο πολύτιμο που χρειάζεται απλόχερη φειδώ και φειδωλή απλοχεριά στην μοιρασιά του. Δηλαδή απέραντη ευθύνη για τον Άλλον και προς τον εαυτό μας. Παρανάλωμα φλογερό της ύπαρξης μας, ως αυτοπαράδοση, στην άνθιση του άλλου μέσα μας. Μακριά απο την "κατανάλωση" του αγαπημένου-ης που κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων.
Εκεί, στο βάθος που γεννάει τις άκρες τ'ουρανού.
Σε φιλώ Mareld
Αγαπημένα μου τζιβαέρια!
Σας φιλώ!
Βασίλι Καντίνσκι
«Σε ηλικία δεκατριών-δεκατεσσάρων ετών, μπόρεσα, επιτέλους, να αγοράσω ένα κουτί λάδια, με τα λεφτά του κουμπαρά μου. Κι ακόμη και σήμερα, μπορώ να νοιώσω το συναίσθημα εκείνο, όταν πρωταντίκρυσα τη φρέσκια μπογιά να βγαίνει από το σωληνάριο. Πρέπει απλώς να πιέσεις απαλά με τα δάχτυλά σου και να σου! αυτά τα περίεργα, μυστηριώδη πράγματα που ονομάζουμε μπογιές.»
Σε ηλικία δεκατριών- δεκατεσσάρων χρονών, ένα παλικαράκι ρούσο με αίμα πριγκιπικό, που το έλεγαν Βασίλι Βασίλιεβιτς Καντίνσκι, ανακάλυπτε τη ζωγραφική. Γεννημένος στις 4 Δεκέμβρη του παλιού ημερολογίου, εν έτει 1866, στη Μόσχα, ήταν παιδί μεγαλωμένο μες στη μουσική. Ο ευγενής - Μογγόλος πρίγκηψ- πατέρας του ήταν μαϊστορας των παραδοσιακών μουσικών οργάνων της μακρινής ρώσικης Ανατολής και έπαιρνε πάντα το μικρό Βασίλι ταξίδια στην Κιάτκα της Σιβηρίας, τη μακρινή πατρίδα απ' όπου κάποτε ξεκίνησε η φημισμένης καλλονής νόνα του για να κατακτήσει την Ρωσία. Η μητέρα του, μουσικός και εκείνη, πιανίστα, αγαπούσε να ταξιδεύουν στη Δύση, και κυρίως την αγαπημένη της Ιταλία.
Λαμπρινή Χ. Θωμά
Για τη φαμίλια των Καντίνσκι, αφορμή και αιτία περηφάνιας ήταν η μουσική φλέβα του Βασίλι, λοιπόν. Χαίρονταν να τους συνοδεύει στο πιάνο και το τσέλο, όσο χαίρονταν και τις επιτυχίες του στα μαθήματα. Πίστευαν ότι, όπως άρμοζε στη θέση του, το αγόρι τους, καλοαναθρεμμένος ευγενής της επαρχίας - μετά τα πέντε, μεγάλωνε στην Οδέσσα- με γερές διασυνδέσεις στην Μόσχα, θα ακολουθούσε νομικές σπουδές και θα γινόταν ένας ακόμη αριστοκράτης δικηγόρος με καλλιτεχνικές κλήσεις. Έτσι και έγινε. Ολοκλήρωσε τις νομικές του σπουδές, έκανε και το διδακτορικό του.
Στη Μόσχα, ο Βασίλι ανακαλύπτει πόση χαρά κρύβεται στη ζωγραφική. Ειδικά, η ορθόδοξη λειτουργική ζωγραφική. Παίρνει σβάρνα τις εκκλησιές και τα μοναστήρια για να λατρέψει τις εικόνες. «Στις αγιογραφίες και τη ρώσικη λαϊκή ζωγραφική βρίσκονται οι ρίζες της ζωγραφικής μου» εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα, στη Γερμανία, όπου του έλειπαν οι εικόνες στον πραγματικό τους χώρο, παρ' ότι τον συνόδευε πάντα η μεγάλη του προσωπική συλλογή.
Η ακαδημαϊκή παιδεία του Βασίλι δεν πήγαινε πίσω - απλώς, οι ρίζες της ζωγραφικής του ήταν στην καρδιά και στην νικηφόρα παράδοση του τόπου του. Όπως είχε δηλώσει, τον είχαν πείσει ότι η εικαστική Τέχνη "ήταν μια πολυτέλεια, απαγορευμένη σε ένα Ρώσο". Οι λαϊκές ζωγραφιές και οι αγιογραφίες ήταν η απόδειξη πως η Τέχνη ήταν καθημερινότητα και ζωή για το Ρώσο, επ' ουδενί πολυτέλεια.
Λαμπρινή Χ. Θωμά
Διδάσκων στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, ανακαλύπτει πως δεν αντλεί καμμία χαρά από τα νομικά. Είναι, ακόμη, ξένος στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Παρ ότι οι άλλοι τον θεωρούν επιτυχημένο και πανεπιστήμια του προσφέρουν έδρες Νομολογίας, εκείνος ασφικτυά. Στα 30 του χρόνια αφήνει τα πάντα γιατί ανακαλύπτει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Θέλει να ζωγραφίσει.
Σπουδάζει στο Μόναχο, αποφοιτά της Ακαδημίας Καλών Τεχνών το 1900. Για λίγα χρόνια παγιδεύεται στον ακαδημαϊσμό. Τον απελευθερώνει το χρώμα. Παιδί ακόμη είχε πει πως τα χρώματα "τον μάγευαν, έμοιαζαν να έχουν δική του ζωή το καθένα". Τώρα τη δανείζουν σε κείνον. Είναι χαρακτηριστικό πως, σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιεί το μαύρο, το πένθιμο, το μόνο "χρώμα" που δεν είχε ζωή.
Λαμπρινή Χ. Θωμά
Η πρώτη του χρωματιστή έκθεση γίνεται στη Μόσχα το 1903. Ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική, γεμίζει χρώματα, ζωγραφίζει, ερωτεύεται, παντρεύεται, χωρίζει, ζωγραφίζει, ζωγραφίζει, ζωγραφίζει. Μες από την τριβή, τη χαρά της ανακάλυψης, γεννιέται η νέα ζωγραφική, αυτή που οι κριτικοί θα ονομάσουν "αφηρημένη". Μισούσε τον όρο, τον θεωρούσε στρεβλό. Έλεγε πως κάνει "συμπαγή", συμπυκνωμένη τέχνη. Μόνο που οι θεωρητικοί έχουν τον τρόπο τους με τις ορολογίες και τον νίκησαν...
«Βάζω πινελιές και στάλες χρώμα στους καμβάδες με τη σπάτουλα και τις κάνω να τραγουδούν με όση σφοδρότητα αντέχω».
Ο Βασίλι Καντίνσκι είναι λάθος άλλοθι για τους οπαδούς του "η Τέχνη για την Τέχνη". Υπήρξε δημιουργός του διαλόγου των τεχνών, ειδικά των δύο αγαπημένων του, της μουσικής και της ζωγραφικής. Δεν είναι τυχαίο πως στα θεωρητικά του έργα συνέκρινε χρωματικές κλίμακες με μουσικά όργανα ή ότι βαφτίζει τους πίνακές του "Ιντερμέτζο" και "Παραλλαγή". Όπως δεν είναι τυχαία και η βαθιά, δημιουργική σχέση του με το Φραντς Μαρκ: ο πρίγκιπας της Στέπας και ο γεροφτιαγμένος Γερμανός είχαν την ίδια ιδιαίτερη ανάγκη της πνευματικής εμπειρίας του κόσμου, αληθινής και καθαρής από ψιμύθια ή βαρβαρισμούς, τόσο βαθιάς που να ξαναγεννά σύμβολα, ιερογλυφικά και μυστικές διαλέκτους στο έργο του Βασίλι.
Λαμπρινή Χ. Θωμά
Το 1917 ο Βασίλι γύρισε στη Μόσχα, δέσμιος του έρωτά του για την συμπατριώτισσά του Νίνα Αντρέβσκαγια - τρίτη και παντοτεινή γυναίκα της ζωής του. Οι μπολσεβίκοι τον αγκαλιάζουν. Από το 1918 ως το 1922 αναλαμβάνει το μόνο ακαδημαϊκό ρόλο που του άξιζε: διδάσκει ζωγραφική στην ακαδημία καλών τεχνών της Μόσχας και συμβουλεύει σε θέματα εικαστικής μουσειακής παιδείας την κυβέρνηση.
Το 1922, τον κλέβει από τη Μόσχα η σχολή Μπάουχαους. Τον καλεί ένας αγαπημένος παλιόφιλος από την πρώτη του γερμανική περίοδο, ο Πολ Κλέε. Καθηγητής στη Βαϊμάρη, ο Βασίλι "διδάσκει ότι θέλει" και γράφει τα - σημαντικής ιστορικής και παιδευτικής σημασίας- βιβλία του "Σχετικά με το πνευματικό στην Τέχνη" και "Σημείο και Γραμμή".
Ο δάσκαλος γίνεται "καλλιτεχνης της παρακμής" όταν οι ναζί κλείνουν τη σχολή το 1933. Στη Μόσχα τα πράγματα ανάλογα: έχει αναλάβει ο Στάλιν. Φεύγει στη Γαλλία, εγκαθίσταται στο Παρίσι. Όμως και κει τον βρίσκουν οι ναζί. Δεν είδε την χώρα ελεύθερη. Πέθανε τον Ιούνιο του 1944, ενώ δούλευε με το χρώμα του θανάτου - άπλωνε πάνω στο έργο του, με τι πινέλο, με τη σπάτουλα, το μαύρο άγριο, από το σωληνάριο. Ακόμη μια απόδειξη ότι η τέχνη δεν ήταν ποτέ "για την τέχνη". Τουλάχιστον όχι η μεγάλη τέχνη.
Λαμπρινή Χ. Θωμά
Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943)
ΓΕΝΙΚΑ
Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943) : Πρόκειται για έναν "όψιμο" εκφραστή της Ρωσικής εθνικής σχολής που κινήθηκε σαφώς σε καθαρά ρομαντικά πλαίσια ακολουθώντας όμως πιο "δυτικούς" δρόμους στην έκφραση από άλλες φιγούρες της εθνικής σχολής της πατρίδας του. Κατανικώντας διάφορες δυσκολίες - προσωπικές και μη - που παρουσιάζονταν στην αρχή της καριέρας του και στην ζωή του γενικά, κατάφερε τελικά να καταξιωθεί σαν δεξιοτέχνης πιανίστας, διευθυντής ορχήστρας, αλλά και σαν ρομαντικός συνθέτης, διαμένοντας τελικά μόνιμα εκτός Σοβιετικής Ένωσης λόγω της πολιτικής κατάστασης που υπήρχε τότε εκεί.
ΣΤΥΛ
Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943) : Το στυλ του είναι πολύ ρομαντικό και μάλιστα την εποχή που πολλοί άλλοι δημιουργοί είχαν περάσει σε εντελώς διαφορετικές οπτικές γωνίες όσον αφορά τη μουσική τεχνοτροπία. Οι συνθέσεις του γενικά περιλαμβάνουν πιάνο και είναι πολύ δεξιοτεχνικές - ειδικά τα κοντσέρτα του για πιάνο μερικά από τα οποία εκτελούνται σπάνια λόγω της εξαιρετικής τους δυσκολίας ! Το γράψιμο και η υφή της ορχήστρας παραπέμπουν σε αρκετά μοντέρνο ήχο, η αρμονία είναι αρκετά προχωρημένη σε σχέση με τους ρομαντικούς αλλά παραμένει σε αυστηρά τονικά πλαίσια. Πολλά κομμάτια του για πιάνο είναι μόνιμο - και αναντικατάστατο - μέρος του διεθνούς πιανιστικού ρεπερτορίου.
ΕΡΓΟ
Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943) : Το έργο του είναι αρκετά εκτεταμένο - Φωνητική μουσική : 6 όπερες ("Φραντζέσκα ντα Ρίμινι"), διάφοροι ύμνοι, μία λειτουργία και διάφορα κοσμικά τραγούδια. Ορχηστρική μουσική : 3 συμφωνίες, 4 κοντσέρτα για πιάνο, διάφορα συμφωνικά ποιήματα. Μουσική Δωματίου : αρκετά κομμάτια για διάφορους συνδυασμούς οργάνων (συνήθως και με πιάνο). Μουσική για πιάνο : Πρελούδια, Νυχτερινά, Σουίτες, Σονάτες, Διάφοροι Χοροί, Βαριασιόν (παραλλαγές) και διάφορα άλλα.
«Πριν το τέλος» Η «διαθήκη» του Ερνέστο Σάμπατο
Του K. Ξ. Γιαννόπουλου
Ernesto Sabato: «Πριν το τέλος» Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκη. Εκδόσεις Γκοβόστης, 2000, σελ. 240.
Αυτοβιογραφία ή διαθήκη, απολογία ή μανιφέστο, το «Πριν το τέλος» είναι ένα προσωπικό κείμενο ενός συγγραφέα αλλά κι ενός ανθρώπου που δοκιμάστηκε ως γιος, σύζυγος και πατέρας. Ο Ερνέστο Σάμπατο γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1911. Μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες εκτελώνισε πρώιμα τη λογοτεχνία της χώρας του. Η δημοφιλία της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στην Ευρώπη ήρθε δεκαετίες αργότερα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, πράγμα που δεν έχει να κάνει με την καθ' αυτό αξία των συγγραφέων.
Σπούδασε Φυσική και Φιλοσοφία. Εγκατέλειψε μια λαμπρή ακαδημαϊκή και ερευνητική καριέρα για την τέχνη του μυθιστορήματος. Προτίμησε μια αβέβαιη τέχνη από τη σιγουριά μιας επιστήμης. Αντί να γίνει λήμμα στο λεξικό των φυσικών επιστημόνων μόχθησε να δημοσιεύσει το 1949 μια νουβέλα με τίτλο «Το τούνελ» και μέσα σε 30 χρόνια καθιερώθηκε με μερικά μυθιστορήματα και δύο συλλογές δοκιμίων.
Ο Σάμπατο έχει ιταλοϊσπανική καταγωγή. Εζησε και έδρασε για χρόνια στην Ευρώπη. Kέρδισε την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό του Τόμας Μαν και του Kαμί. Ο Ε. Μ. Σιοράν επέμενε να τον περιμένει στην είσοδο του σπιτιού του, στο Παρίσι, για να μη χαθεί στα δαιδαλώδη βουλεβάρτα.
Είχε έναν αυταρχικό πατέρα και μια μητέρα που τον έκρυβε με αποτέλεσμα να τον απομονώσει. Ο Ερνέστο έγινε ένας αλαφροΐσκιωτος μικρούλης που ένιωθε την αγωνία του Πεσόα, «έμεινε πάντα εκείνος που περίμενε να του ανοίξουν, μπροστά σε ένα τοίχο δίχως πόρτα». Αυτή τη μητέρα την έχασε. Εχασε και την αγαπημένη του σύζυγο και τον γιο του. Από εκείνη τη μέρα ο κόσμος του θρυμματίστηκε.
Με το «Πριν το τέλος» αποφάσισε να μιλήσει στους νέους άμεσα σαν πατέρας. Σε 240 σελίδες αφηγείται τα πρώτα χρόνια του και την απόφασή του ν' ακούσει τη βουή και το πάθος του Μπουένος Αιρες και να οδηγηθεί στην αγκαλιά της αφηγηματικής τέχνης.
Στο Παρίσι γνώρισε τον Μπρετόν. Το 1961 καθιερώθηκε με το «Περί ηρώων και τάφων». Οταν οι γιατροί του απαγόρευσαν την ανάγνωση και τη γραφή, στράφηκε στη ζωγραφική. Στο μεταξύ είχε περάσει στη χορεία των μεγάλων μυθιστοριογράφων του 20ού αιώνα. Την ιστορία αυτού του αιώνα αφηγείται στο «Πριν το τέλος», βεβαιώνοντας πως είχε δίκαιο η Χάνα Αρεντ όταν τη δεκαετία του '50 έγραφε για την αξεπέραστη σκληρότητα που τον διαπερνούσε.
Ο Σάμπατο δεν είναι συγγραφέας του ελεφάντινου πύργου. Πιστεύει μαζί με τον Λεόν Φελίπε πως: «Δεν υπάρχουν πια τρελοί, πέθανε εκείνος από τη Μάντσα, εκείνο το αλλόκοτο φάντασμα στην ερημιά. Ολος ο κόσμος είναι λογικός, τρομερός, τερατωδώς λογικός». Πιστεύει λοιπόν πως ο κόσμος αυτός δεν αλλάζει, αλλά μεταμορφώνεται μόνο από γενναίους σαν τον Γκεβάρα. Η Αγγελική Βασιλάκου αποδεικνύει με τη μετάφρασή της τη βαθιά γνώση της στην ισπανόφωνη λογοτεχνία.
«Απευθύνομαι σε σένα και, μέσω εσού, σε όλα αυτά νέα παιδιά που μου γράφουν ή με σταματούν στο δρόμο, ακόμα και σε κείνα που με παρατηρούν από τα άλλα τραπέζια σε κάποιο καφέ και που θέλουν να με πλησιάσουν, αλλά δεν τολμούν.
Δε θέλω να πεθάνω χωρίς να σας πω αυτά τα λόγια. Εχω πίστη σε σας. Σας έχω περιγράψει σκληρά περιστατικά και για ένα μεγάλο διάστημα δεν ήξερα αν θα σας ξαναέκαναν λόγο για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Τον κίνδυνο που διατρέχουμε όλοι οι άνθρωποι, πλούσιοι ή φτωχοί. Γιατί τούτο είναι που αγνοούν οι εξουσιαστές μας. Δεν ξέρουν ότι και τα δικά τους παιδιά βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση».
Ένα μικρό απόσπασμα από το «Πριν το τέλος»,
Mareld πως είσαι?
Χαθήκαμε..
Τρέχω συνέχεια..
Σε σκεφτόμουν όμως μέσα στη μέρα άσχετες στιγμές, να ξέρεις..
Εύχομαι να είσαι καλά, πολλά φιλάκια..
Xairomai, koritsi mou, gia ola!
Mono o... mpelas me thn DELL! Akomh!
Se skeptomai, omws,
Yiwta, NY
Δημοσίευση σχολίου