Animated Graphics, Animated Gif,  Animated Gifs,  Animated Flowers, Color Splash, Flowers, Keefers Pictures, Images and Photos
Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, χώμα, αέρας, φως, είναι μέρος της αιωνιότητας. Αιωνιότητα δεν είναι ό,τι αντέχει στο χρόνο - γιατί τότε θα’χαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες - αλλά ό,τι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα.Λιλή Ζωγράφου

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Είναι αυτοί που, χωρίς την παραμικρή νοσταλγία για τον εκλιπόντα «υπαρκτό σοσιαλισμό», φέρουν την αληθινή ελπίδα της Αριστεράς Slavoj Ζizek

















Δεν ονειρεύονταν τον καπιταλισμό πίσω από το Τείχος
Slavoj Zizek

Eίναι κοινός τόπος να επιμένουμε στο «θαυμαστό» των γεγονότων όπως αυτό της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Ενα όνειρο έγινε πραγματικότητα, συνέβη κάτι το οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί μερικούς μήνες νωρίτερα: ελεύθερες εκλογές, το τέλος των κομμουνιστικών καθεστώτων που κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα.

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, στην Πολωνία, τον Λεχ Βαλέσα πρόεδρο της Δημοκρατίας; Αυτό το θαύμα όμως αντιπαρατίθεται σε ένα ακόμη μεγαλύτερο που συντελέστηκε μερικά χρόνια αργότερα: την επιστροφή των πρώην κομμουνιστών στην εξουσία μέσω δημοκρατικών εκλογών, την περιθωριοποίηση του ίδιου του Βαλέσα, ο οποίος ήταν πλέον πολύ λιγότερο δημοφιλής από τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι που με το πραξικόπημά του είχε συντρίψει, δεκαπέντε χρόνια πριν, την «Αλληλεγγύη».

Η κλασική ερμηνεία αυτής της δεύτερης ανατροπής προτάσσει τις «παιδιάστικες» φιλοδοξίες ενός λαού ο οποίος είχε μια μη ρεαλιστική άποψη για τον καπιταλισμό: ήθελε το βούτυρο και το χρήμα από το βούτυρο, την ελευθερία της αγοράς και τη δημοκρατία, την ευημερία χωρίς τα προβλήματα της «κοινωνίας του ρίσκου», χωρίς την απώλεια της ασφάλειας και της σταθερότητας που εγγυώνταν (λίγο- πολύ) τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Οπως παρατήρησαν σαρκαστικά ορισμένοι Δυτικοί, ο ευγενής αγώνας για τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη κατέληξε σε μπανανία και πορνογραφία. Την επομένη της νίκης ο λαός απογοητεύθηκε: αναγκάστηκε να υποκύψει στους κανόνες της νέας πραγματικότητας και να πληρώσει το τίμημα της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας.



Η επανεμφάνιση του αντικομμουνισμού

Μετά την αναπόφευκτη απογοήτευση εμφανίστηκαν τρεις αντιδράσεις (άλλοτε αντιφάσκουσες, άλλοτε συμπληρωματικές): η νοσταλγία των κομμουνιστικών «παλιών καλών καιρών»· ο δεξιός εθνικιστικός λαϊκισμός· η καθυστερημένη αντικομμουνιστική παράνοια. Οι δύο πρώτες είναι εύκολα κατανοητές. Τη νοσταλγία δεν αξίζει να την πάρουμε πολύ στα σοβαρά: δεν εκφράζει μια αληθινή επιθυμία επιστροφής στο σοσιαλιστικό γκρίζο, αλλά μάλλον μια διεργασία πένθους, έναν τρόπο να θάψει κανείς το παρελθόν. Οσο για την άνοδο του λαϊκισμού, δεν αποτελεί ανατολικοευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα αλλά κοινό χαρακτηριστικό όλων των χωρών που έχουν βρεθεί στη δίνη της παγκοσμιοποίησης.

Πιο ενδιαφέρουσα είναι η παράξενη επανεμφάνιση του αντικομμουνισμού είκοσι χρόνια μετά. Το φαινόμενο αυτό έρχεται ως απάντηση στην ερώτηση: «Αν ο καπιταλισμός είναι τόσο καλύτερος από τον σοσιαλισμό, γιατί η ζωή μας εξακολουθεί να είναι τόσο μέτρια;» Γιατί; Επειδή, απαντούν, δεν έχουμε μπει πραγματικά στον καπιταλισμό, επειδή οι κομμουνιστές βρίσκονται ακόμη στην εξουσία, κρυμμένοι κάτω από τη μάσκα των ιδιοκτητών και των μάνατζερ.

Η τεράστια πλειονότητα των διαφωνούντων των ανατολικών κρατών δεν διαδήλωνε εξάλλου υπέρ του καπιταλισμού. Ηθελαν περισσότερη αλληλεγγύη και μια επίφαση δικαιοσύνης, ήθελαν να είναι ελεύθεροι να ζήσουν τη ζωή τους χωρίς να ελέγχονται αδιάκοπα από το κράτος, ελεύθεροι να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ανοιχτά, ήθελαν μια ζωή τίμια και αξιοπρεπή, απαλλαγμένη από την πλύση εγκεφάλου, την υποκρισία και τον κυνισμό. Οπως είδαν πολλοί παρατηρητές, τα ιδανικά που υποστήριζαν την εξέγερσή τους εμπνέονταν σε μεγάλο βαθμό από την κυρίαρχη ιδεολογία: ήθελαν «έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Είναι όμως ο πραγματικός καπιταλισμός η μόνη απάντηση στη σοσιαλιστική ουτοπία; Ανοιξε η πτώση του Τείχους πραγματικά τον δρόμο σε έναν καπιταλισμό ώριμο, ο οποίος καθιστούσε κάθε ουτοπία αναχρονιστική; Η 9η Νοεμβρίου του 1989 ανήγγειλε τη «χαρούμενη δεκαετία του 1990», το «τέλος της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα, την πεποίθηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε θριαμβεύσει και ότι ο στόχος της φιλελεύθερης παγκόσμιας κοινότητας είχε επιτευχθεί.




Η Ιστορία πέθανε δύο φορές

Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήλθε να σημάνει το τέλος της εποχής Κλίντον: εγκαινίασε μια εποχή που βλέπει να υψώνονται καινούργια τείχη, ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Δυτική Οχθη, γύρω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μεξικό, ακόμη και στο ίδιο το εσωτερικό των κρατών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία του Φουκουγιάμα πέθανε δύο φορές. Η κατάρρευση της πολιτικής ουτοπίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 δεν είχε επηρεάσει την άλλη ουτοπία, την οικονομική, που έτρεφε ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός. Αν η οικονομική κρίση του 2008 έχει μια ιστορική σημασία, αυτή είναι ότι ανέτρεψε την οικονομική πλευρά των «φουκουγιαμικών» ονειροπολήσεων. Ο φιλελευθερισμός ήθελε μια αντιουτοπία. Ο νεοφιλελευθερισμός γύριζε την πλάτη στις ιδεολογίες που ήταν υπεύθυνες για την ολοκληρωτική φρίκη του 20ού αιώνα. Καταλαβαίνει όμως κανείς σήμερα ότι η κατ΄ εξοχήν ουτοπική περίοδος ήταν η δεκαετία του 1990, η οποία νόμιζε ότι η ανθρωπότητα είχε επιτέλους βρει την τέλεια κοινωνικοοικονομική συνταγή. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ξεκάθαρα ότι η αγορά δεν είναι ένας αθώος μηχανισμός που λειτουργεί καλύτερα όταν τον αφήνει κανείς ελεύθερο. Για να δημιουργηθούν οι συνθήκες λειτουργίας του απαιτείται να προηγηθεί μεγάλη βία. Απέναντι στις καταστροφές που προκάλεσαν οι ίδιοι, οι φονταμενταλιστές της αγοράς ξαναβρίσκουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της ολοκληρωτικής νοοτροπίας: επιρρίπτουν την αποτυχία τους στους συμβιβασμούς που έκαναν εκείνοι οι οποίοι μετέφρασαν τα οράματά τους σε πολιτική (υπερβολικός κρατικός παρεμβατισμός κτλ.) και απαιτούν μια ακόμη πιο ριζοσπαστική εφαρμογή του δόγματος της αγοράς.





Η «απειλή» των νέων Κραβτσένκο

Πού βρισκόμαστε σήμερα; Ας θυμηθούμε εδώ τη μοίρα του Βίκτορ Κραβτσένκο (1905-1966), του σοβιετικού διπλωμάτη που το 1944 επωφελήθηκε από ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να αυτομολήσει. Υπό τον τίτλο «Επέλεξα τη δημοκρατία» δημοσίευσε αργότερα τα απομνημονεύματά του, πρώτη μαρτυρία των φρικωδιών του σταλινισμού. Η επίσημη βιογραφία του τελειώνει το 1949, όταν κέρδισε θριαμβευτικά τη δίκη που ξεκίνησαν εναντίον του φιλοσοβιετικοί του Παρισιού οι οποίοι έφεραν τη σύζυγό του να καταθέσει για τη διαφθορά, τον αλκοολισμό και τον βίαιο χαρακτήρα του. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι αμέσως μετά, ενώ επευφημείτο ως ήρωας του Ψυχρού Πολέμου, ο Κραβτσένκο άρχισε να ανησυχεί για τον μακαρθισμό. Κατά τη γνώμη του αυτός ο λυσσαλέος αντικομμουνισμός κινδύνευε να μιμηθεί τα παραπτώματα των αντιπάλων του. Συνειδητοποίησε επίσης την αδικία που επικρατεί στη Δύση και θέλησε να καταπιαστεί με τη ριζική μεταρρύθμιση των δυτικών δημοκρατικών κοινωνιών.

Σε έναν δεύτερο, λιγότερο διαφημισμένο τόμο των απομνημονευμάτων του, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Επέλεξα τη δικαιοσύνη», ξεκίνησε μια σταυροφορία για έναν νέο τρόπο παραγωγής με λιγότερη εκμετάλλευση. Βρέθηκε έτσι στη Βολιβία όπου επένδυσε (και έχασε) όλη την περιουσία του στην οργάνωση συνεταιρισμών των φτωχών αγροτών. Καταπτοημένος από αυτό το φιάσκο, αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή και αυτοκτόνησε στη Νέα Υόρκη.

Σήμερα νέοι Κραβτσένκο ακούγονται παντού στον κόσμο, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την Ινδία, από την Κίνα ως την Ιαπωνία, από τη Λατινική Αμερική ως την Αφρική, από τη Μέση Ανατολή ως την Ευρώπη, Δυτική και Ανατολική. Είναι όλοι τους πολύ διαφορετικοί, δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, είναι όμως πολύ περισσότεροι απ΄ ό,τι νομίζει κανείς και οι ισχυροί δεν φοβούνται παρά ένα πράγμα, μήπως οι φωνές τους βρουν απήχηση και ενισχυθούν.

Εχοντας συνείδηση ότι οδεύουμε στην καταστροφή, είναι έτοιμοι να δράσουν με κάθε κόστος. Απογοητευμένοι από τον κομμουνισμό του 20ού αιώνα, δεν διστάζουν να ξαναρχίσουν από το μηδέν και να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της δικαιοσύνης. Οι αντίπαλοί τους τούς αποκαλούν «επικίνδυνους ουτοπιστές», είναι όμως οι μόνοι που έχουν ξυπνήσει πραγματικά από το όνειρο που εξακολουθεί να μας τυφλώνει σχεδόν όλους. Είναι αυτοί που, χωρίς την παραμικρή νοσταλγία για τον εκλιπόντα «υπαρκτό σοσιαλισμό», φέρουν την αληθινή ελπίδα της Αριστεράς.

Ο κ. Slavoj Ζizek είναι φιλόσοφος.
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
Το Βήμα













Τζιβαέρια μου!
Είμαι στο δρόμο για τη
Ροή
Σας περιμένω..

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ο κόσμος των αξιών αποκαλύπτεται χάρις στην ικανότητα του ανθρώπου να διακινδυνεύει γι’αυτές..







WHITE, Paul William
Australian artist


Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

του Francois Ewald

Η διακινδύνευση (risque) στις σύγχρονες κοινωνίες καταλαμβάνει μια αξιοσημείωτη θέση. Βρίσκεται παντού: στον κόσμο της οικονομίας, όπου προσδιορίζει το προφίλ του επιχειρηματία, στον κόσμο του χρηματιστηρίου όπου ταυτίζεται με τη μεγάλη απειλή του κραχ, στον κοινωνικό περίγυρο, όπου οι θεσμοί των ιδιωτικών ή κοινωνικών ασφαλίσεων ασχολούνται με την κάλυψή της, στο δικαστικό κόσμο, όπου χρησιμεύει στην απόδοση των ευθυνών, στον κόσμο της ηθικής, όπου διαμαρτυρόμαστε που η κοινωνία μας είναι υποβοηθούμενη, στον ιατρικό κόσμο, υπό τη μορφή της απροσδιόριστης θεραπευτικής τύχης, στο στρατιωτικό κόσμο, που επινόησε τη στρατηγική του «μηδενικού κινδύνου» (risque zero). Βρίσκεται, επίσης, στην ίδια τη φύση με τη μορφή των μεγάλων οικολογικών απειλών, στην επιστημονική έρευνα, όπου προσπαθούμε να την περιορίσουμε με τη βοήθεια της δεοντολογίας, όπως γίνεται για παράδειγμα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και των βιομηχανικών εφαρμογών της για τις οποίες αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο η θέληση εξουσίας τους.

Η πανταχού παρουσία της διακινδύνευσης την έχει μετατρέψει σε μία λέξη-σύνθημα που προσδιορίζει κάθε τύπο συμβάντος, ατομικού ή συλλογικού, ελάσσονος σημασίας ή καταστροφικού. Η διακινδύνευση αποτελεί , στη σύγχρονη κοινωνία μας, τη μοντέρνα μορφή του συμβάντος, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε αυτό που μας ανησυχεί και μας προβληματίζει. Η διακινδύνευση είναι το μοναδικό σημείο για το οποίο η σύγχρονη κοινωνία προβληματίζεται, αυτοαναλύεται, αναζητά το σύστημα αξιών της και ίσως αναγνωρίζει τα όριά της.

Μια τέτοια συστηματική και ευρεία χρήση της έννοιας της διακινδύνευσης είναι πρόσφατη. Η έννοια της διακινδύνευσης πρωτοεμφανίζεται στη δυτική πολιτιστική ιστορία στα τέλη του Μεσαίωνα για να καθορίσει το αντικείμενο ενός ασφαλιστικού συμβολαίου. Θα περιοριστεί σ’αυτό για ένα μεγάλο διάστημα. Θα πρέπει να περιμένουμε την αντιμετώπιση του ζητήματος των εργατικών ατυχημάτων ,στα τέλη του 19ου αιώνα, για να αποκτήσει η έννοια της διακινδύνευσης πλήρη νομική υπόσταση με την κατηγορία της "επαγγελματικής απειλής", που στη συνέχεια διευρύνθηκε σ΄αυτή της "κοινωνικής απειλής". Και μόνο στη δεκαετία του 1970 πλέον, αναμφίβολα λόγω οικολογικών διεκδικήσεων , η έννοια της διακινδύνευσης θα πάρει τη διάσταση με την οποία είναι γνωστή σήμερα, όπου μερικοί, όπως ο Urlich Bech, φτάνουν στο σημείο να μιλούν ακόμα και για μια "κοινωνία διακινδύνευσης". Αυτή η ευρύτατη χρησιμοποίηση της συνιστά από μόνη της ένα γεγονός που έχει ενδιαφέρον να αναλυθεί. Δια μέσου της σύγχρονης χρήσης της έννοιας του κινδύνου, τι βιώνουμε ως "εμπειρία" με τη φιλοσοφική έννοια του όρου; Ποια μορφή εμπειρίας του εαυτού μας βιώνουμε, από τη στιγμή που θέτουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας και τις πράξεις μας υπό αμφισβήτηση διακινδυνεύοντας;





Θα ήθελα να προσεγγίσω τρεις μορφές αυτής της εμπειρίας: την ηθική, την κοινωνική και τη νομική.


Η διακινδύνευση ως ηθική εμπειρία

Η διακινδύνευση, στην κοινωνία που ζούμε, αποτελεί την πηγή των ηθικών αξιών. Είναι το πρώτο πράγμα που αναφέρεται όταν μιλάμε για κίνδυνο: η διακινδύνευση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αξίας όλου του συστήματος αξιών της κοινωνίας μας.

Όλοι θα θυμούνται τη σκηνή στο έργο " Επαναστάτης χωρίς αιτία ", όπου ο James Dean προκαλεί τον αντίπαλό του σε μια κούρσα θανάτου, στην οποία νικητής θα είναι αυτός που θα πηδήξει τελευταίος από το αυτοκίνητο που ορμάει με ταχύτητα στο χείλος του γκρεμού. Σ΄αυτή την περίπτωση αξιολογείται θετικά η διακινδύνευση, με ένα σχήμα υπερβατικό και παράλογο συγχρόνως. Μέσω αυτής της αντιμετώπισης, που αφορά στη γνώση τού μέχρι ποιού σημείου είμαστε διατεθειμένοι να ριψοκινδυνεύσουμε τη ζωή μας, αυτό που διακυβεύεται είναι η δυνατότητα ελέγχου, που θα δημιουργήσει το νόμο, που θα θέσει το σύστημα αξιών. Αυτή η σκηνή στο έργο "Επαναστάτης χωρίς αιτία", είναι η αμερικάνικη εκδοχή ενός γνωστού σημείου της "Φαινομενολογίας του πνεύματος" του Χέγκελ: της διαλεκτικής μεταξύ του αφέντη και του σκλάβου. Διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή, ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως ανθρώπου, του οποίου η αξία δεν ανάγεται στη βιολογική του υπόσταση και ο οποίος, μάλιστα, είναι ικανός να τη θέσει σε κίνδυνο για κάποιον άλλο λόγο. Ο κόσμος των αξιών αποκαλύπτεται χάρις στην ικανότητα του ανθρώπου να διακινδυνεύει γι’αυτές. Ο κίνδυνος αποτελεί, ταυτόχρονα, αρχή ιεραρχίας: αυτός που ριψοκινδυνεύει να αντιμετωπίσει το θάνατο κυριαρχεί έναντι αυτού που δεν έχει το κουράγιο. Ο εξανθρωπισμός του ανθρώπινου είδους διεξάγεται μέσω της διακινδύνευσης και, πιο συγκεκριμένα, μέσω του κινδύνου της ίδιας της ζωής του. Τα ζώα, αντίθετα, είναι αποκλεισμένα από την εμπειρία της διακινδύνευσης. Με άλλα λόγια, αν δε μπορείς να διακινδυνεύσεις, τότε ζείς σαν ζώο.

Πράγματι, σύμφωνα με την παράδοσή μας, η έννοια της διακινδύνευσης συνδέεται με αυτές του θάρρους, του ηρωισμού και της ικανότητας να ρισκάρει κανείς τη ζωή του, να θυσιάζεται. Εκτός από το «ρίσκο» που παίρνω, μετράει και η αξία την οποία προσδίδω σ΄αυτό για το οποίο παίρνω το «ρίσκο»: η πατρίδα σε περίπτωση πολέμου, η ελευθερία σε περίπτωση αντίστασης, η αγάπη σε περίπτωση θυσίας της προσωπικής βολής. Αυτό που δίνει αξία σε μια αξία, είναι ο,τιδήποτε είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύσουμε γι΄αυτή.

Αν η επικινδυνότητα αποτελεί έναν τρόπο αξιολόγησης, δεν έχει ,ωστόσο, μια απόλυτη αξία. Αν το θάρρος είναι μια αρετή, δεν είναι ,ωστόσο, αρετή το θράσος . Η έξαψη του επικίνδυνου είναι ικανή να οδηγήσει στους χειρότερους αποτροπιασμούς, όπως φάνηκε καλά στον XXο αιώνα. Το εγκώμιο της αυτοθυσίας προσεγγίζει έναν φανατισμό που μπορούμε δικαίως να αμφισβητήσουμε. Η επικινδυνότητα δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό για την ύπαρξή μας. Εξάλλου, στη διαλεκτική σχέση μεταξύ του αφέντη και του σκλάβου, ο Hegel δικαιώνει το σκλάβο που με την εργασία του θα αποκτήσει την πραγματική κυριαρχία. Στην ηθική της διακινδύνευσης, υπάρχει πάντα ένα όριο που είναι η ίδια η ζωή. Μπορούμε να αξιολογήσουμε θετικά τη διακινδύνευση, αλλά μόνο στο μέτρο που υπηρετεί τη ζωή. Η επικινδυνότητα αποτιμά τη ζωή, υπό την προϋπόθεση ότι τη διαφυλάσσει. Έτσι, η ηθική της διακινδύνευσης έχει ένα όριο: την εξυπηρέτηση της ζωής. Δεν έχει απόλυτη αξία. Όλοι οι ηρωισμοί δεν είναι άμεμπτοι. Η ηθική της διακινδύνευσης ταλαντεύεται ανάμεσα στον παροξυσμό του ηρωισμού, για τον οποίο δεν έχει πλέον τίποτα αξία, και στη δειλή υποχώρηση ή συστολή κάποιου, που σε κάθε περίπτωση προτιμά να διασφαλίζεται, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω του. Η αξία της επικινδυνότητας βρίσκεται στο μέτρο, στην αναλογία. Ούτε υπερβολικά πολύς, ούτε υπερβολικά λίγος. Η ηθική της διακινδύνευσης είναι μια ηθική ισορροπίας.

Αυτός ο προβληματισμός γύρω από την αξία του κινδύνου είναι σήμερα παρών με πολλές μορφές. Έτσι , μπορούμε να αναρωτηθούμε σχετικά με τη στρατηγική του πολέμου με "μηδενικό κίνδυνο". Ποια αξία δίνουμε στις αξίες μας αν δε δεχόμαστε να τις υπερασπιστούμε παρά μόνο υπό την προϋπόθεση να μην πεθάνουμε γι΄αυτές;





Η διακινδύνευση ως κοινωνική εμπειρία

Πρόκειται για το πεδίο της ασφάλισης. Εδώ η επικινδυνότητα παίρνει τη μορφή ενός συμβάντος μελλοντικού, δυνατού να γίνει, ενδεχόμενου, πιθανού, ευτυχούς ή δυστυχούς, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δημιουργεί φόβο για τις συνέπειες που θα κληροδοτήσει. Σ΄ αυτό το πεδίο, ο κίνδυνος είναι πλασματικός. Παρόλα αυτά η ασφάλιση του προσδίδει μια αξία επίκαιρη, μια τιμή: το ασφάλιστρο της ασφάλισης. Έτσι, συνδεμένος με την ασφάλιση, ο κίνδυνος δεν εγκαταλείπει τον κόσμο των αξιών. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος στην ασφάλιση δεν αποτελεί ποτέ τίποτα άλλο παρά το μέτρο μιας αξίας. Η ασφάλιση είναι αυτή που δίνει μια οικονομική τιμή στον κίνδυνο, μια νομισματική εκτίμηση, το δεδομένο που προσδίδει μια μορφή ύπαρξης σε μια αξία.

Πώς μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια η τιμή του κινδύνου; Υπάρχουν δύο θεωρίες διαθέσιμες: η πρώτη, περισσότερο ψυχολογικού χαρακτήρα, υποστηρίζει πως η τιμή του κινδύνου μετριέται με βάση την αποστροφή που δείχνει απέναντί του εκείνος που επιζητά να τον αποφύγει. Για το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται ανάγκη στατιστικής. Η τιμή του κινδύνου αποτελεί το σύνολο του ποσού του ασφαλίστρου στο οποίο θα συμφωνήσουν αυτός που θα τον μεταβιβάσει και αυτός που δέχεται να τον επιβαρυνθεί. Είναι όπως το παρουσιάζει το παρακάτω ανέκδοτο: ο πρόεδρος της φίρμας Cutty Sark, για να διαφημίσει το ουίσκι του, είχε προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον πρώτο που θα έβλεπε το τέρας του Λοχ Νες. Ίσως μια νύχτα να είδε κάποιον εφιάλτη, να είχε κάποιες τύψεις; Όφειλε να κρατήσει την τρελή του υπόσχεση, αυτή που θα έβαζε σε κίνδυνο την επιχείρησή του. Έψαξε λοιπόν και βρήκε έναν ασφαλιστή, κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει τον κίνδυνο τον οποίο είχε τόσο απερίσκεπτα επωμισθεί. Βρήκε ένα συνδικάτο των Lloyds με το οποίο συμφώνησε ένα ασφάλιστρο. Για να καλυφθεί αυτός ο κίνδυνος, ο πλέον πλασματικός και απίθανος, του δόθηκε μια τιμή, έγινε μια μεταβίβαση κινδύνου, έγινε μια ασφάλιση χωρίς να χρειαστεί καμιά στατιστική. Η έννοια της επικινδυνότητας στην ασφάλιση δε συνδέεται τόσο με την έννοια του κινδύνου, όσο με εκείνη της ελπίδας ή του φόβου. Η επικινδυνότητα αποτελεί το μέτρο μιας ελπίδας, μιας μαθηματικής ελπίδας η οποία, σύμφωνα με τον Pascal, αντιστοιχεί στο αποτέλεσμα της πιθανότητας του γεγονότος προς την ίδια την αξία του, μιας ηθικής ελπίδας (ή χρηστικής) σύμφωνα με τον Dαniel Bernoulli , η οποία αντιστοιχεί σ΄αυτό που είμαι διατεθειμένος να πληρώσω περισσότερο από εκείνο που θα όφειλα, υπό αυστηρά κριτήρια μαθηματικής ελπίδας, για να απαλλαγώ από τον κίνδυνο. Και αυτό το "περισσότερο" είναι που μετράει με ακρίβεια ποια είναι για μένα η αξία του κινδύνου.

Αυτή η καθαρά συμβολαιογραφική θεώρηση της ασφάλισης αντιστοιχεί , για να επαναλάβουμε μια διάκριση που εισηγήθηκε ο Michel Albert, σε μια θεώρηση περισσότερο των ναυτικών χωρών παρά των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, και ως επί το πλείστον στη Γαλλία, επικρατεί μια θεώρηση της ασφάλισης που περιέχεται στην έννοια της αμοιβαιότητας- αλληλοασφάλισης, δηλαδή στην ιδέα της στατιστικής και της πιθανότητας. Αυτό οφείλεται στο ότι η ασφάλιση στη Γαλλία, για να μπορέσει να αναγνωριστεί, αναγκάστηκε να αποδεσμευτεί από το παιχνίδι και το στοίχημα. Στην προοπτική αυτή, η διακινδύνευση αντιστοιχεί στην πιθανότητα να συμβεί κάποιο γεγονός σε ένα πληθυσμό. Με δεδομένο τον πληθυσμό των Γάλλων αυτοκινητιστών, την κατάσταση των δρόμων, τη φύση των προφυλακτήρων των αυτοκινήτων, σήμερα χάνονται στην άσφαλτο περίπου 8.000 ζωές. Και για να επαναλάβουμε την έκφραση του μεγάλου κοινωνιολόγου Adolphe Quetelet, είναι ο «φόρος» τιμής που οι Γάλλοι αφιερώνουν κάθε χρόνο προκειμένου να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι από χρονιά σε χρονιά ο αριθμός αυτός θα διατηρηθεί σταθερός, με κάποιες αποκλίσεις, τις οποίες μπορούμε εξάλλου να υπολογίσουμε. Αυτό μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το μέσο ασφάλιστρο αυτοκινήτου ανά κάτοικο ή ανά οδηγό. Και μπορούμε ταυτόχρονα να υπολογίσουμε την πιθανότητα που έχει το τάδε ή το δείνα άτομο να συμπεριληφθεί στα 8.000 θύματα. Αυτό εξαρτάται από την ιπποδύναμη του αυτοκινήτου, την εμπειρία του οδηγού, τους δρόμους στους οποίους κυκλοφορεί, κ.λ.π.., κριτήρια που χρησιμεύουν στον προσδιορισμό του ατομικού ασφάλιστρου της οδικής ασφάλισης. Ο καθένας, ωστόσο, δεν αντιπροσωπεύει τον ίδιο κίνδυνο για την ομάδα. Μερικοί οδηγούν πιο ριψοκίνδυνα από τους άλλους. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να προσδιορίσει κανείς την τιμή της επικινδυνότητας: αντιστοιχεί στη μικρότερη ή μεγαλύτερη πιθανότητα δυστυχήματος, με βάση αναφοράς το μέσο όρο. Ονομάζουμε αυτή την τιμή , δίκαια τιμή (le prix equitable).

Με αυτή την περισσότερο κοινωνιολογική παρά ψυχολογική θεώρηση, η ομάδα υπερέχει εις βάρος του ατόμου. Ο κίνδυνος χαρακτηρίζει την ομάδα. Την προσβάλλει με μια καταθλίβουσα και αγγίζει τα άτομα ως μέλη της ομάδας. Ο κίνδυνος χαρακτηρίζει την ομάδα, την ενώνει, την προσωποποιεί και της δίνει μια ταυτότητα. Παράδοξο της ελευθερίας: ο καθένας μπορεί να αισθάνεται όσο ελεύθερος θέλει, θα συνεισφέρει δε, όπως κι αν έχει το πράγμα ,δια μέσου των πράξεών του, στην αναπαραγωγή της κοινής στατιστικής. Μια παρόμοια ομάδα, προσδιορισμένη από τον κίνδυνο που διατρέχει, αποτελεί αυτό που ονομάζουμε αλληλοασφαλιστικό σύστημα (une mutualité).

Δίνοντας στον κίνδυνο μια τιμή, τέτοια ώστε να μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ενός συμβολαίου, η ασφάλιση δίνει υπόσταση στο μη υφιστάμενο, αληθοφάνεια στο μη πραγματικό, παρουσία στο ενδεχόμενο. Αντιστρέφει τη ροή του χρόνου : το επίφοβο γεγονός είναι παρόν, έστω κι αν δεν έχει συμβεί, έστω κι αν δεν πρόκειται να συμβεί. Είναι παρόν, έχοντας πάρει υπόσταση από το συμβόλαιο, υπό τη μορφή ενός κλάσματος απειροστοελάχιστου σε σχέση με αυτό που θα γίνει. Μ΄άλλα λόγια, είναι παρόν με έναν τέτοιο τρόπο, εντούτοις ρεαλιστικό, που η παρουσία του παραμένει πρακτικά αδιόρατη. Είναι αυτό που προσδίδει διπλή αποτελεσματικότητα στην ασφάλιση. Κατ΄αρχάς, διαιρώντας τον κίνδυνο σε κλάσματα, κάνει το επίφοβο γεγονός όχι επίφοβο πλέον. Η ασφάλιση διαλύει, συντρίβει τα εμπόδια και τα κάνει υποφερτά. Μερικές φορές, μάλιστα, σε υπερβολικό βαθμό.

Η αρετή, όμως, της ασφάλισης έγκειται στο ότι ξεπερνά μια απλή λογική βοήθειας. Η ασφάλιση μεταβάλλει τη φύση των πραγμάτων με τέτοιο τρόπο, ώστε το να μην ασφαλίζεσαι να αποτελεί σφάλμα. Αυτό το τελευταίο διατυπώθηκε με επιτυχία τον περασμένο αιώνα από τον Edmond About, σε ένα μικρό βιβλίο που το είχε αφιερώσει στην Ασφάλιση (L’Assurance): "Γνωρίζετε ότι τα λάστιχα των αυτοκινήτων χρησιμοποιούμενα στο οδόστρωμα διασκορπίζουν πάνω από είκοσι κιλά σίδηρο την ημέρα στους δρόμους του Παρισιού. Αυτά τα είκοσι κιλά μετάλλου, πολύτιμα ανάμεσα στ΄άλλα, δεν εξαφανίζονται, αλλά χάνονται. Η απειροελάχιστη διαίρεσή τους, τα καθιστά άχρηστα, γιατί δε μπορεί να τα πιάσει κανείς. Υποθέστε ότι ένας υπομονετικός και επινοητικός εργάτης κατορθώνει να συλλέξει τα «άτομα» του σιδήρου, να τους επαναφέρει τη συνοχή τους, την αντοχή τους και όλες τις χρήσιμες ιδιότητές τους. Τα βάζει στο σιδηρουργείο και φτιάχνει ένα μοχλό. Αυτός ο εργάτης δε δημιούργησε ένα κεφάλαιο προς χρήση των ανθρώπων; Ένα λεπτό του φράγκου δεν αποτελεί περισσότερο κεφάλαιο, απ’ό,τι τα ρινίσματα σιδήρου συνιστούν ένα μοχλό. Πρόκειτα μετά βίας για μια αξία. Με μεγάλη δυσκολία θα βρείτε άτομα που θα τους ένοιαζε η απώλεια ή το κέρδος ενός λεπτού, γιατί από ένα λεπτό απομονωμένο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μα εκείνος που με τίμιο τρόπο θα αποκτούσε από τους συμπατριώτες του αυτό το μικρό άχρηστο κέρμα, θα δημιουργούσε ένα κεφάλαιο δέκα εκατομμυρίων, μ΄άλλα λόγια έναν καταπληκτικό μοχλό ικανό να κινήσει ακόμα και βουνά." Το να δίνει κανείς τιμή στην ελπίδα, το να ενεργοποιεί το ενδεχόμενο περικλείει, στο εξής, και το ότι αυτός που δεν ενεργοποιεί στην πορεία του το ενδεχόμενο της διακινδύνευσης είναι ένας παράγοντας ατομικής και συλλογικής ζημίας: ατομικής σε ό,τι αφορά στην κατάσταση στην οποία θα βρεθεί αν ο κίνδυνος πραγματοποιηθεί, συλλογικής, εφόσον στερεί την κοινωνία από τη δυνατότητα να μετακινήσει βουνά. Η ασφάλιση προσδίδει οικονομική αποτελεσματικότητα στο γεγονός της αλληλεγγύης. Η ασφάλιση, επειδή ενεργοποιεί το ενδεχόμενο, είναι ο μηχανισμός με τον οποίο μετατρέπεται μια πιθανή απώλεια σε κεφάλαιο, είναι, συγχρόνως, ένας συνδυασμός προστασίας και ένας οικονομικός μηχανισμός που αντιστρέφει τους όρους και δημιουργεί από μια απώλεια, μια αρχή επένδυσης. Η αξία του έγκειται στο ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν απλό μηχανισμό ανακατανομής του βάρους της επιβάρυνσης.

Η ασφάλιση προτείνει μια κοινωνική εμπειρία της διακινδύνευσης συνδεμένη ταυτόχρονα με το φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία. Με το φιλελευθερισμό γιατί είναι μια πολιτική φιλοσοφία που δημιουργεί μέσα από τη διαχείριση της διακινδύνευσης μια αρχή διακυβέρνησης. Πρέπει τα άτομα να έρθουν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο, για να αποκτήσουν απόλυτη συνείδηση της πραγματικής τους ταυτότητας, υποβοηθούμενα από τη δική τους προνοητικότητα από τον εθελοντικό συνεταιρισμό με τους άλλους. Η ασφάλιση, όμως, είναι ταυτόχρονα και γέννημα θρέμμα της δημοκρατίας, στην οποία δίνει το χαρακτηριστικό της αλληλεγγύης. Γι΄αυτό, εδώ και δύο αιώνες, καλούμαστε ασταμάτητα να αποκτήσουμε συνείδηση του εαυτού μας, άλλοτε ατομικά κι άλλοτε συλλογικά, υπό τη μορφή της ασφάλισης.

Αυτή η λογική της διακινδύνευσης γνώρισε μια μοναδική κάμψη, όταν θελήσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ασφάλιση στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων συνδεμένων με τη εξέλιξη της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας. Με τις κοινωνικές ασφαλίσεις ,η ασφάλιση γίνεται υποχρεωτική. Πρόκειται για τη μέριμνα προστασίας των ατόμων από ορισμένους κινδύνους που θα ονομάζαμε κοινωνικούς. Η ιδέα είναι διπλή: ανεξαρτήτως του εισοδήματός του, κάθε άτομο πρέπει να προστατεύεται από τους κινδύνους αυτούς για το λόγο του ότι αυτοί δεν είναι δίκαια κατανεμημένοι μέσα στην κοινωνία. Πρόκειται γι’αυτό που εκφράζει το επίσημο κοινωνικό δόγμα της 3ης Δημοκρατίας: την κοινωνική αλληλεγγύη. Το αν υπάρχουν κοινωνικοί κίνδυνοι, οφείλεται στο ότι η ίδια η κοινωνία τους δημιουργεί κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της χωρίς ωστόσο να είναι δίκαιος ο καταμερισμός τους. Η εξισορρόπηση των ανισοτήτων εν όψει του κινδύνου και η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, αυτό είναι το πρόγραμμα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η κοινωνική ασφάλιση με την εξασφάλιση απόδοσης χρημάτων με την κάλυψη των κοινωνικών κινδύνων δημιουργεί όχι πλέον έναν θεσμό αλλά ένα δικαίωμα, ένα δικαίωμα καταρχάς του μισθωτού και στη συνέχεια ένα δικαίωμα του πολίτη ως προς την κοινωνική Ασφάλεια. Η ιδέα της ενεργοποίησης του ενδεχόμενου, η οποία μεταφράζεται με οικονομικούς όρους σε κεφαλαιοποίηση, υποχωρεί μπροστά σε μια μορφή γενικευμένης ασφάλισης, που λειτουργεί με βάση τον καταμερισμό.

Αυτή η λογική της ασφάλισης γνώρισε εξαιρετική εξάπλωση. Ο κοινωνικός προϋπολογισμός του έθνους ξεπερνά στο εξής τον προϋπολογισμό του Κράτους. Και η απόσταση μεταξύ τους διαρκώς μεγαλώνει με βάση μια λογική σύμφωνα με την οποία η φύση των κινδύνων που πρέπει να καλυφθούν (υγεία, συντάξεις) δεν προεικάζει ότι πρόκειται να υπάρξει κάμψη. Εν τούτοις, έχουμε προσεγγίσει το όριο πέρα από το οποίο οι δαπάνες προφύλαξης φαίνεται ότι τείνουν να καταστρέψουν τις ίδιες τις πηγές απ’ όπου προμηθεύονται πόρους: τα κοινωνικά βάρη εξαντλούν την οικονομία. Ένας οικονομικός λόγος, που επαυξάνεται λόγω ενός ηθικού λόγου: αντί να βοηθούν στο να διακινδυνεύει κανείς, οι ασφαλιστικοί θεσμοί προκαλούν αντιπαραγωγικά φαινόμενα που οδηγούν στο “να χάνει κανείς το ηθικό του”: η ασφάλιση δε χρησιμεύει πλέον στο να διακινδυνεύει κανείς, εξουσιοδοτεί το να μη χρειάζεται ποτέ να διακινδυνεύσει.

Προηγουμένως, αναρωτιόμασταν για το ποιο είναι το αναγκαίο όριο της ανάληψης διακινδύνευσης, για τους κινδύνους που εγκυμονεί ο φανατισμός της διακινδύνευσης× τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίστροφη κατάσταση: αυτό που πρέπει να μας τρομάζει δεν είναι η υπερβολή στην ανάληψη της διακινδύνευσης, αλλά αντίθετα η έλλειψή της. Πρόκειται εκ νέου για ένα πρόβλημα ισορροπίας.





Ο κίνδυνος ως νομική εμπειρία

Η νομική μορφή της διακινδύνευσης είναι η ευθύνη. Αντιλαμβανόμαστε την διακινδύνευση σαν απειλή, κίνδυνο, δυστυχία, καταστροφή. Η ευθύνη είναι ένας μηχανισμός αν όχι της μεταφοράς της διακινδύνευσης, τουλάχιστον της μεταφοράς της επιβάρυνσης του κινδύνου. Δια μέσω των νόμων της νομικής ευθύνης οργανώνεται ο καταμερισμός του φόρτου αυτού στην κοινωνία. Ακριβώς όπως κάθε αιτία ακολουθείται από ένα αποτέλεσμα, κάθε ατομική δραστηριότητα δεν παύει να επηρεάζει την δραστηριότητα των άλλων ατόμων κατά τρόπο που δεν παύει να τροποποιεί την κατάσταση είτε θετικά είτε αρνητικά. Αυτό ισχύει στους κόλπους της οικογένειας, στη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών και στη σχέση του άνδρα με τη γυναίκα. Αυτό ισχύει στον οικονομικό τομέα όπου ο ανταγωνισμός δίνει το δικαίωμα να βλάπτουμε ατιμώρητα. Δεν παύουμε να επηρεάζουμε οι μεν τους δε. Η ευθύνη με τη νομική έννοια, καθορίζει εκείνες τις αλληλεπιδράσεις που δεν πρέπει να παραμείνουν σαν ευθύνη αυτού που τις υπομένει και συγχρόνως οργανώνει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να πραγματοποιηθεί η μεταφορά της ευθύνης. Φυσικά οι περισσότερες επιπτώσεις της κοινωνικής ζωής δεν δίνουν διέξοδο σε μια διαδικασία επανόρθωσης, ειδάλλως η ζωή θα ήταν αδύνατη. Κατ’αρχήν, αυτό που αφορά στην ευγένεια ή την κοινωνικότητα δεν ρυθμίζεται από τα δικαστήρια, όπως εξάλλου και οι οικογενειακές φιλονικίες. Η οικονομία της αγοράς δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει καθόλου εάν οι συντελεστές της μπορούσαν να εκφράζουν παράπονα για όλα τα κακά που προκαλούν συνεχώς ο ένας στον άλλο. Έτσι το άρθρο 1382 του Α.Κ. ορίζοντας ότι ένα αδίκημα δεν μπορεί να επανορθωθεί παρά μόνο στην περίπτωση που έχει προκληθεί κατά λάθος, είχε περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα της δικαστικής επιδίκασης αποζημίωσης. Αλλά το φαινόμενο του τυχαίου ατυχήματος που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία οδήγησε προοδευτικά στο να εδραιωθεί η ευθύνη πάνω στην έννοια της διακινδύνευσης.

Η διακινδύνευση είναι η «εκβιομηχανοποιημένη» εκδοχή της αντίληψής μας για την ευθύνη. Η έννοια αυτή δεν εισάγεται στο δίκαιο παρά μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα με τους νόμους για τα εργατικά ατυχήματα, δηλαδή με την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ακριβώς ότι η έννοια της διακινδύνευσης επιβλήθηκε για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τα προβλήματα του καταμερισμού των ευθυνών στη βιομηχανική κοινωνία. Πώς όμως να αναλογιστούμε την ευθύνη ως κίνδυνο;

Ας επιστρέψουμε στον Αριστοτέλη. Γι’ αυτόν, οι άνθρωποι είναι προορισμένοι για τη φρόνηση. Θα πρέπει να είμαστε φρόνιμοι, γιατί ο κόσμος είναι ατελής και αόριστος, το μέλλον είναι άδηλο. Αυτή είναι η μοίρα που οι θεοί έχουν ορίσει για τους ανθρώπους: θα πρέπει με τις πράξεις τους να τελειοποιήσουν αυτό τον ατελή κόσμο. Ο προορισμός του ανθρώπου στη γη είναι να άρει την αβεβαιότητα μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε, χάρη στις επιλογές του, ο κόσμος να βρει το μονοπάτι της τελειότητας. Στον κόσμο των θεών, με την αστρονομική κανονικότητα ή τους αμετάβλητους μαθηματικούς νόμους, δεν υπάρχει θέση για την ευθύνη γιατί δεν υπάρχει αβεβαιότητα. Αντιθέτως, ο κλήρος των ανθρώπων είναι ν’ αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα μέσα σ’ αυτόν τον ατελή κόσμο και ο προορισμός τους είναι να την άρουν. Για να το επιτύχουν αυτό, δεν μπορούν να εφαρμόσουν νόμους, γιατί ακριβώς αυτοί δεν υφίστανται. Θα πρέπει να κάνουν επιλογές, να αποφασίσουν, να προκαταλάβουν το μέλλον με ένα τρόπο αμετάκλητο, που θα δεσμεύει τις μελλοντικές γενιές. Γι’ αυτό το λόγο, οι επιλογές τους θα πρέπει να είναι «φρόνιμες» ή σύμφωνα με το λεξιλόγιο μας υπεύθυνες.

Σύμφωνα με το αριστοτελικό μοντέλο της φρόνισης, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στην ιστορία της Δύσης τις γενικές δομές που καθοδηγούν επιλογές ή αποφάσεις διά μέσω των οποίων ένας κόσμος με τις δικές του ιδιαιτερότητες εξελίχτηκε και συγχρόνως αναλογίστηκε τα όρια του. Η βιομηχανική επιλογή ήταν μία από αυτές. Και είναι στο πλαίσιο αυτό που η ευθύνη πήρε ρητά τη μορφή της διακινδύνευσης: κατά τη διάρκεια του 18ου αι. με τον κίνδυνο του επιχειρηματία, τον 19ο αι. με τον επαγγελματικό κίνδυνο των εργατικών ατυχημάτων και με τους κοινωνικούς κινδύνους που βιώνουν οι μισθοσυντήρητοι καθώς επίσης και με τους υγειονομικούς, τεχνολογικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους.





Αυτή η αντίληψη της διακινδύνευσης περιλαμβάνει τρεις διαστάσεις.


Πρώτον, τη διάσταση της ισχύος. Τα προβλήματα της ευθύνης και του κινδύνου σήμερα δημιουργούνται από τα εκπληκτικά τεχνολογικά επιτεύγματα που πραγματώνονται. Η βιομηχανική «θέληση για δύναμη» , όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, επιβεβαιώνεται μέσω των διαθέσιμων τεχνικών που έχουν αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα. Αυτό έχει επανειλημμένα υπογραμμιστεί, αναπαραστασθεί, περιγραφεί ή παρουσιαστεί. Είναι άλλωστε γεγονός ότι στο τέλος αυτού του αιώνα, η βιομηχανική δύναμη δεν έχει βασιστεί μόνο στο ατύχημα αλλά στην καταστροφή. Ζούμε τη βιομηχανική υπόσχεση που εγκυμονεί μια καταστροφική απειλή. Από τότε που οι μεγάλες εταιρείες που κατασκευάζουν τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (Ο.G.M.) μας ανακοινώνουν ότι, χάρη σε αυτές, η πείνα στον κόσμο θα εξαφανιστεί σε μικρό χρονικό διάστημα και ότι τα προβλήματα του περιβάλλοντος στον αγροτικό τομέα αποτελούν ήδη παρελθόν, καθένας αντιλαμβάνεται αυτές τις ανακοινώσεις ως προειδοποίηση του κινδύνου. Αυτό στηρίζεται στο ότι πρόκειται για μια εκπληκτική επίδειξη δύναμης. Αυτή είναι η θέση που ανέπτυξε ο Hans Jonas στο βιβλίο του «Η αρχή της ευθύνης»9: η σύγχρονη βιομηχανική δύναμη είναι μια υπερδύναμη, μια τέτοια δύναμη που δεν μπορεί παρά να κάνει τον ορίζοντα της ευθύνης μας να εκτείνεται μακροπρόθεσμα. Είμαστε υπεύθυνοι για τις μελλοντικές γενιές. Οι Στωικοί φιλόσοφοι προκειμένου να απελευθερώσουν τους ανθρώπους από την αγωνία, τους προτείνουν να διακρίνουν ανάμεσα «σε αυτό που εξαρτάται από μας και σε αυτό που δεν εξαρτάται από μας», με δεδομένο ότι έχουμε να απαντήσουμε μόνο για ό,τι εξαρτάται από εμάς. Το πρόβλημα είναι ότι με τη βιομηχανική δύναμη φαίνεται ότι δεν έχει μείνει τίποτα που να μην εξαρτάται από μας. Απ’ αυτό προκύπτει το απεριόριστο της ευθύνης που μας ανησυχεί τόσο. Δεν χωρεί πλέον η έννοια της αθωότητας, όπως καταδεικνύεται από την περιορισμένη αναφορά στο δίκαιο των εννοιών του τυχαίου και της ανωτέρας βίας. Αυτό το απεριόριστο, ωστόσο, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της συνείδησης που έχουμε για τη σύγχρονη βιομηχανική δύναμη.

Η δεύτερη διάσταση στην αντίληψη της ευθύνης ως διακινδύνευσης αφορά στη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους. Η τεχνική δεν είναι μονάχα μια σχέση με τη φύση αλλά είναι επίσης και μια κοινωνική σχέση. Η δύναμη της βιομηχανικής κοινωνίας υλοποιείται επακριβώς διά μέσω των σχέσεων ισχύος – εξουσίας. Οι σχέσεις αυτές είναι θεμελιωδώς ασύμμετρες. Οι μοντέρνες τεχνολογίες οδηγούν σε εξάρτηση και όχι σε ισότητα. Όσο περισσότερο οι κοινωνίες αναπτύσσονται τεχνολογικά τόσο λιγότερο φαίνεται να εξαρτώνται από ένα μοντέλο κοινωνικού συμβολαίου. Η ασυμμετρία ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο καθιερώνεται από τις συμβάσεις εργασίας που οργανώνουν την «υποτέλεια» και τον επιμερισμό του επαγγελματικού κινδύνου. Επιπροσθέτως, η ασυμμετρία ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, τον επαγγελματία και τον μη επαγγελματία βρίσκεται στη βάση του δικαιώματος της κατανάλωσης. Σήμερα, τα προβλήματα της ευθύνης αφορούν σε ένα σημαντικό βαθμό στην διαχείριση αυτών των ασυμμετριών. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ένας από λόγους για τους οποίους το πρόβλημα των ιατρικών λαθών βρίσκεται στο επίκεντρο των σύγχρονων αντιπαραθέσεων σχετικά με την ευθύνη. Η σχέση του γιατρού με τον άρρωστο είναι θεμελιωδώς ασύμμετρη, ενώ συνεχίζουμε να τη θεωρούμε από νομικής απόψεως ως μία σύμβαση από την οποία να προκύπτει ζήτημα καταμερισμού του κινδύνου. Είναι αυτή η διάσταση της ασυμμετρίας μαζί με το αίσθημα της εξάρτησης που την ακολουθεί, που αποτελούν την ουσία των μεγάλων υποθέσεων, οι οποίες στη Γαλλία είναι στην επικαιρότητα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90: μολυσμένο αίμα, αμίαντος, τρελές αγελάδες. Τα θύματα συνειδητοποιούν ότι βρέθηκαν σε μια κατάσταση που εμπεριέχει κίνδυνο, τον οποίο γνώριζε εκείνος που είχε τον έλεγχό της βιομηχανικής διαδικασίας και επέλεξε να τα βάλει σε κίνδυνο χωρίς απαραίτητα να τα ενημερώσει. Η εξάρτηση αποκαλύπτεται από το κατοπινό πεπρωμένο. Η διακινδύνευση δεν είναι μόνο η επικινδυνότητα, είναι και μία κοινωνική σχέση: Είναι η σχέση μεταξύ αυτού που έχει την τεχνολογική δύναμη και αυτού που ωφελείται ή πιθανόν υπόκειται σ’αυτή.

Δύναμη σε σχέση με τη φύση, εξουσία στη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους. Απομένει η τρίτη διάσταση της νομικής αντίληψης του κινδύνου: αυτή της βλάβης. Στη βιομηχανική κοινωνία θεωρείται ότι δεν μπορεί να υπάρξει δραστηριότητα, επιχείρηση χωρίς κίνδυνο. Αυτό υπογράμμιζε πριν από έναν αιώνα ο Raymond Saleilles σχολιάζοντας την καινούργια νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη των εργατικών ατυχημάτων: «Η σύγχρονη ζωή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά θέτει ζήτημα διακινδύνευσης10». Εννοείται: ο κίνδυνος είναι δεδομένος, δεν αμφισβητείται καθεαυτός, το θέμα είναι απλώς να οργανώσουμε τον καταμερισμό του. «Το ζήτημα δεν είναι να επιβάλλουμε μια ποινή αλλά να γνωρίζουμε ποιος πρέπει να ανεχτεί τη ζημία, αυτός που την προκάλεσε ή αυτός που την υπέστη. Δεν τίθεται θέμα ποινικής ευθύνης, διακυβεύεται μόνο η κοινωνική αντίληψη. Δεν πρόκειται κατ’ουσία για ένα θέμα που αφορά στην ευθύνη αλλά στους κινδύνους: ποιος θα πρέπει να τους υπομείνει; Αναπόφευκτα, λογικά και δίκαια, πρέπει να είναι αυτός που δρα ο οποίος αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεων και των δραστηριοτήτων του11». Δεν φανταζόμαστε καν να θέσουμε ως συνθήκη για την αποδοχή μιας πράξης ή μιας επιχείρησης, ότι θα πρέπει αυτή να μην εμπεριέχει κινδύνους για τους άλλους. Αλλά θέτουμε τη συνθήκη ότι δεν αφήνουμε το βάρος μόνο σε αυτούς που τους υφίστανται και ότι αυτός που εκθέτει τους άλλους σε κίνδυνο αναλαμβάνει και την ευθύνη τους. Είναι αυτές οι μεταβάσεις που οργανώνονται από το δικαίωμα της ευθύνης στη βάση της διακινδύνευσης. Έτσι, θα δημιουργήσουμε αντικειμενικές ευθύνες, τεκμήρια ευθύνης των οποίων η φιλοσοφία συνίσταται στο να φέρει το φορτίο του κινδύνου αυτός που τον δημιούργησε ή αυτός που τον εκμεταλλεύεται. Η ανταπόκριση στον κίνδυνο είναι επομένως η αποζημίωση περισσότερο απ’ ότι η πρόληψη. Γι’ αυτό το λόγο η ασφάλιση έχει γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη με τον πολλαπλασιασμό των υποχρεωτικών ασφαλίσεων (στη Γαλλία υπάρχουν γύρω στις εκατό). Κανένας μέχρι πρόσφατα δεν ανησύχησε γι’ αυτό το καινούριο κοινωνικό συμβόλαιο ―είναι το συμβόλαιο της αλληλεγγύης― σύμφωνα με το οποίο ο κίνδυνος είναι αποδεκτός από τη στιγμή που αποζημιώνεται και το βάρος δεν πέφτει στο θύμα.

Είμαστε μάρτυρες σήμερα μιας αξιοσημείωτης αλλαγής σε αυτό το σχήμα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο να πολλαπλασιάσουμε τις ευθύνες για τον κίνδυνο και να οργανώσουμε μέσω της ασφάλισης τη φερεγγυότητα των υπευθύνων αλλά να αποτρέψουμε κάποιους κινδύνους. Η πρόληψη (prévention) όχι μόνο έχει το προβάδισμα έναντι της αποζημίωσης, αλλά επιχειρούμε να προλάβουμε και τους κινδύνους που δεν έχουν ακόμα παρουσιαστεί. Πρόκειται για προφύλαξη (précaution). Και αυτό για πολλούς λόγους: πρώτον, αναμφίβολα ένας μετασχηματισμός στη φύση των ζημιών που δεν αφορούν πλέον τόσο στα μεμονωμένα ατυχήματα όσο στις καταστροφές. Φτάνουμε σε χρηματικά ποσά που ξεπερνούν τόσο τα όρια του ασφαλίσιμου όσο και του αποζημιώσιμου. Υπάρχει επίσης ένα είδος επαναξιολόγησης του τιμήματος του κινδύνου. Έχουμε μία σωστή κλίμακα για να αξιολογήσουμε αυτό το καινούριο μέτρο κινδύνου: στον πόλεμο του 1914, ένας στρατηγός έστελνε να σκοτωθούν 300.000 άνδρες κατά δεκάδες, όπως στη μάχη του Chemin des Dames. Σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε πόλεμο παρά με «μηδενικό κίνδυνο». Οι αξίες έχουν μεταλλαχτεί με μοναδικό τρόπο: Παραδοσιακά, στο ισοζύγιο κέρδους- ζημιών αρκούσε τα πλεονεκτήματα να υπερισχύουν επαρκώς σε σχέση με τους κινδύνους, ώστε να εξουσιοδοτείται κάποιος να τους αναλάβει και επομένως να χάσει κάτι διακινδυνεύοντας. Σήμερα τείνουμε να μετράμε τον κίνδυνο ξεκινώντας από αυτό το χαμένο μέρος: ποιος θα άξιζε να θυσιαστεί; Αυτοί που θα έχουν τη δυστυχία να αποτελούν μέρος όσων θυσιαστούν, δεν έχουν την ίδια αξία όπως και οι άλλοι; Τέτοιος είναι ο τρόπος εκτίμησης που βρίσκεται πίσω από τον προβληματισμό για τον μηδενικό κίνδυνο.

Η φιλοσοφία της προφύλαξης δεν οδηγεί, όπως είπαμε, στο να περάσουμε και πάλι από την διακινδύνευση στο λάθος. Απορρέει από μια διπλή επαναξιολόγηση των κινδύνων: κατ’αρχάς, σε συνάρτηση με τα υλοποιούμενα τεχνολογικά επιτεύγματα και για τα οποία συνειδητοποιούμε πλέον ότι δεν τα ελέγχουμε. Είμαστε αντιμέτωποι μ’ένα είδος υπερβολής της δύναμης σε σχέση με την εξουσία, που δεν ξέρουμε πολύ καλά πώς να αξιολογήσουμε νομικά: κίνδυνος της ανάπτυξης ή αρχή της προφύλαξης, ανάλογα με το αν τοποθετούμαστε σε επίπεδο νομικό ή πολιτικό. Στη συνέχεια, επειδή συνεργούμε σε ένα είδος επανάστασης των θυμάτων που δεν αποδέχονται πλέον τον κυνισμό της παραδοσιακής ισοτιμίας στην αποδοχή του «ρίσκου». Τα θύματα δεν αμφισβητούν τόσο την τιμή των αξιολογήσεων όσο τις σχέσεις εξουσίας που εμπεριέχονται στους τεχνολογικούς κινδύνους. Η εξέγερσή τους από δω και στο εξής συντελεί στο να αξιολογούμε τον κίνδυνο ξεκινώντας από αυτό που θα θεωρούσαμε μέχρι τώρα μάλλον επουσιώδες.

Εδώ επιπλέον μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η εμπειρία του κινδύνου είναι μια εμπειρία ορίων. Απέναντι στην υπερδύναμη που είναι εφεξής η δική μας (και η οποία μετριέται από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε τα αποτέλεσματά της), από τις σχέσεις ασυμμετρίας και εξάρτησης που συνεπάγεται (μαζί με το αίσθημα της απώλειας αυτονομίας που αυτή προκαλεί) και από το έκταση των κινδύνων που διατρέχουμε, δεν θα άρμοζε, αν όχι να σταματήσουμε, τουλάχιστον να κάνουμε μία παύση που θα μας επιτρέψει να ανακτήσουμε τον έλεγχο της διαδικασίας που κυριαρχεί πάνω μας; Ο χρόνος της προφύλαξης είναι αυτός της συμφωνημένης αναστολής (moratoires).

Αυτές οι τρεις διαστάσεις, ηθική, κοινωνική και νομική της σύγχρονης αντίληψης για την διακινδύνευση, δεν την εξαντλούν. Αν θα θέλαμε να το αντιμετωπίσουμε πιο σφαιρικά, θα έπρεπε να προσθέσουμε τη στρατιωτική εμπειρία που είναι χωρίς αμφιβολία μία από τις πιο παλιές μορφές αντίληψης του κίνδυνου, την εμπειρία του παιγνίου η οποία από τον Pascal μέχρι τον Von Neumann και τον Morgenstern, έλαβε μία τόσο σημαντική θέση στη διαμόρφωση των συμπεριφορών απέναντι στο κίνδυνο και παραμένει τόσο επίκαιρη στον κόσμο της οικονομίας, την ιατρική εμπειρία που λόγω της προόδου της ιατρικής και της ιατρικοποίησης της κοινωνίας έχει αποκτήσει κυρίαρχη θέση στη θεώρηση μας για τη διακινδύνευση. Θα έπρεπε να προσθέσουμε επίσης το ψυχολογικό βίωμα, όπου η διακινδύνευση εμφανίζεται ως μια συνισταμένη του σύγχρονου ατομικισμού.

Δεν ήταν στις προθέσεις μου να είμαι διεξοδικός. Επιχείρησα απλώς να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο η διακινδύνευση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης κοινωνίας. Και αυτό, όχι μόνο λόγω των απειλών που βαραίνουν επάνω μας, αλλά ακόμα βαθύτερα, επειδή πρόκειται για μια γενική αρχή αξιολόγησης. Βασίζοντας τις αξίες της στον κίνδυνο, η σύγχρονη κοινωνία είναι ταυτόχρονα καταδικασμένη να υπομείνει τη διαλεκτική της διακινδύνευσης: την ηθική του κινδύνου την ίδια στιγμή που ενθαρρύνει τη θυσία, ως όριο αυτής.

Η αντίληψη του κινδύνου αποτελεί για τη σύγχρονη κοινωνία μια οριακή εμπειρία: μέχρι ποιού σημείου δεν υπερβαίνουμε τα όρια; Η σύγχρονη κοινωνία, την ίδια στιγμή που αξιοποιεί τον κίνδυνο, την περιπέτεια, την επιχείρηση, ζητά να της βάλει κάποιο μέτρο. Κατ’αυτό τον τρόπο, ο κίνδυνος καθίσταται την ίδια στιγμή μια αρχή αξιολόγησης, προτροπής, δράσης και μία αρχή περιορισμού, περιστολής, απαγόρευσης. Μαζί με την υπερτίμηση του κινδύνου, όπως και μαζί με την υποτίμησή του, το ανθρώπινο κλίνει προς το μη ανθρώπινο. Άρα δεν αντιτίθεται μία ηθική της διακινδύνευσης σε μία ηθική της προστασίας: είναι η ίδια η ηθική της διακινδύνευσης που είναι ταυτόχρονα μία ηθική της προστασίας. Κίνδυνος και ασφάλεια δεν αντιτίθενται ως δύο ανεξάρτητες ουσίες. Η διακινδύνευση είναι ταυτόχρονα κατάφαση και άρνηση. Βρίσκεται στην ανάγκη να ξεπεραστεί μέσα στο αναγκαίο σχέδιο της υπέρβασης του κεκτημένου ορίου, όπως και στην κριτική συνείδηση του κινδύνου της υπέρβασης των ορίων. Γι’ αυτό ο σύγχρονος άνθρωπος, συνδεδεμένος όπως είναι με τον κίνδυνο έχει μία διαρκώς ανήσυχη συνείδηση, ή καλύτερα, είναι προορισμένος για την ανησυχία που συνδέεται με την ευθύνη.

«…Η ακαθόριστη ανησυχία

αυτό που κάνει τον άνθρωπο να φοβάται τον εκπληρωμένο πόθο του».





"Ο εξανθρωπισμός του ανθρώπινου είδους διεξάγεται μέσω της διακινδύνευσης και, πιο συγκεκριμένα, μέσω του κινδύνου της ίδιας της ζωής του. Τα ζώα, αντίθετα, είναι αποκλεισμένα από την εμπειρία της διακινδύνευσης. Με άλλα λόγια, αν δε μπορείς να διακινδυνεύσεις, τότε ζείς σαν ζώο"

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

COMANDANTE CHE GUEVARA HASTA LA VICTORIA SIEMPRE!!




Canto a Fidel
por Ernesto Guevara
(1956)

Vámonos
ardiente profeta de la aurora
por recónditos senderos inalámbricos
a liberar el verde caimán que tanto amas.
Cuando suene el primer disparo y se despierte
en virginal asombro la manigua entera
allí, a tu lado, seremos combatientes,
nos tendrás.
Cuando tu voz derrame hacia los cuatro vientos
reforma agraria, justicia, pan, libertad,
allí, a tu lado, con idéntico acento,
nos tendrás.
Y cuando llegue el final de la jornada
la sanitaria operación contra el tirano,
allí, a tu lado, aguardando la postrer batalla,
nos tendrás...
Y si en nuestro camino se interpone el hierro,
pedimos un sudario de cubanas lágrimas
para que se cubran los guerrilleros huesos
en el tránsito de la historia americana. Nada más.







ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Γράφτηκε: 28 Ιουλίου 1960

Πολλοί από σας, με διάφορες πολιτικές τάσεις θ’ αναρωτηθούν σήμερα όπως αναρωτήθηκαν χθες κι όπως ίσως θ’ αναρωτηθούν κι αύριο, τι είναι η κουβανέζικη επανάσταση, ποια είναι η ιδεολογία της; Κι αμέσως θα προκύψει η ερώτηση που εχθροί και φίλοι κάνουν πάντα σ’ αυτή την περίπτωση. «Είναι κομμουνιστική η κουβανέζικη Επανάσταση;». Άλλοι θ’ απαντήσουν με ελπίδα ναι, ή ότι βρίσκεται σ’ αυτό το δρόμο κι άλλοι, απογοητευμένοι ίσως θα σκεφτούν το ναι και θα υπάρξουν και κείνοι που απογοητευμένοι σκέφτονται το όχι, όπως όχι ελπίζουν και κάποιοι άλλοι. Αν με ρωτούσαν εμένα, αν αυτή η Επανάσταση που έχετε μπροστά στα μάτια σας είναι μια επανάσταση κομμουνιστική, αφού θα καθόριζα ακριβώς τι είναι κομμουνισμός αγνοώντας τις κατηγόριες που εξύφανε ο ιμπεριαλισμός και οι αποικιοκρατικές δυνάμεις που τα ανακατεύουν όλα, θα κατέληγα να πω πως αυτή η Επανάσταση, στην περίπτωση που θα θεωρηθεί μαρξιστική —και ακούστε καλά πως λέω μαρξιστική θα είναι, γιατί ανακαλύψαμε εμείς καθώς κι’ αυτή με τις δικές της μεθόδους τους δρόμους που υπέδειξε ο Μαρξ.

Μια από τις μεγάλες προσωπικότητες της Σοβιετικής Ένωσης, ο αντιπρόεδρος υπουργός Μικόγιαν, πιστός μαρξιστής, αναγνώρισε πρόσφατα, ευχόμενος επιτυχία στην κουβανέζικη Επανάσταση ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που ο Μαρξ δεν πρόβλεψε. Και βεβαίωνε πως η ζωή διδάσκει πολύ περισσότερα από το σοφότερο βιβλίο και από τον πιο βαθύ στοχαστή.

Αυτή η κουβανέζικη επανάσταση χωρίς να προσηλωθεί σε συνθήματα και αγνοώντας τα όσα λεγόντουσαν γι’ αυτήν, φροντίζοντας όμως συνεχώς για κείνο που ο λαός της περίμενε απ’ αυτήν, προχώρησε μπροστά για να διαπιστώσει ξαφνικά, πως όχι μόνο είχε συντελέσει στην ευτυχία του λαού της (ή ότι πλησίαζε συνεχώς στην πραγματοποίηση της). Αλλά ότι επί πλέον ήταν στραμμένα επάνω σ’ αυτό το νησί τα περίεργα βλέμματα έχθρων και φίλων, βλέμματα γεμάτα ελπίδες από μια ολόκληρη ήπειρο καθώς και τα λυσσασμένα βλέμματα του βασιλιά των μονοπωλίων.

Αλλά ολ’ αυτά δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη. Επιτρέψετε μου να σας μιλήσω λίγο για την πείρα μου που μπορεί να γίνει πολύ χρήσιμη σε λαούς που ζουν σε παρόμοιες συνθήκες, για να έχετε μια δυναμική ιδέα του τρόπου με τον οποίο γεννήθηκε η σημερινή επαναστατική ιδέα. Στην πραγματικότητα η σημερινή κουβανέζικη Επανάσταση δεν είναι η κουβανέζικη Επανάσταση του χθες, ακόμα και η μετά τη νίκη. Ανάμεσα σε κείνους τους ογδόντα δυο νέους που διέσχιζαν μ’ ένα καράβι που έκανε νερά, την άγρια θάλασσα του κόλπου του Μεξικού για να διεκπεραιωθεί στις ακτές της Σιέρρα Μαέστρα και τους σημερινούς εκπρόσωπους της Κούβας, η απόσταση δεν μετριέται με χρόνια, τουλάχιστον με τον καθιερωμένο τρόπο, με μέρες είκοσι τεσσάρων ωρών και ώρες εξήντα λεπτών. Όλα τα μέλη της κουβανέζικης Κυβέρνησης ήταν νέα, τόσο στην ηλικία όσο και στον ενθουσιώδη χαρακτήρα. Αλλά ωρίμασαν στο υπέροχο πανεπιστήμιο της πείρας και από τη ζωντανή επαφή με το λαό, τις ανάγκες και τις ελπίδες του. Είχαμε όλοι ονειρευτεί να φτάσουμε μια μέρα στη Κούβα και να πάρουμε την εξουσία ανάμεσα σε κραυγές και ηρωισμούς, λόγους και διαδηλώσεις διώχνοντας τον δικτάτορα Μπατίστα. Η ιστορία μας έμαθε πως ήταν που δύσκολο να νικήσεις μια ολόκληρη κυβέρνηση που είχε την υποστήριξη ενός στρατού δολοφόνων που συνεργάζονταν με αυτή τη κυβέρνηση που και αυτός με τη σειρά του στηριζόταν στη μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη όλης της γης.

Έτσι άλλαξαν σιγά σιγά, όλες μας οι γνώμες. Μάθαμε, εμείς, παιδιά των πόλεων να σεβόμαστε τον χωρικό, το αίσθημα της ανεξαρτησίας του και την εντιμότητα του. Μάθαμε να αναγνωρίζουμε τις εκατόχρονες ελπίδες του για τη γη που του είχαν αρπάξει και εκτιμήσαμε την πείρα του για τα χιλιάδες μονοπάτια του βουνού. Από μέρος τους και οι χωρικοί διδάχτηκαν από μας τι αξίζει ένας άνθρωπος με ένα τουφέκι στα χέρια και ότι αυτό το τουφέκι είναι έτοιμο να τραβήξει πάνω σε κάποιον, όποιος κι αν είναι ο αριθμός των τουφεκιών που τον συνοδεύουν. Οι χωρικοί μας διδάξαν τη σοφία τους και εμείς τους διδάξαμε την ιδέα μας για την επανάσταση. Από τότε και για πάντα οι χωρικοί της Κούβας και οι αντάρτικες δυνάμεις της Κούβας, μαζί και η σημερινή επαναστατική κουβανέζικη κυβέρνηση είναι ενωμένοι σε έναν άνθρωπο.

Η Επανάσταση λοιπόν προόδεψε: διώξαμε τις συμμορίες της δικτατορίας από τις απόκρημνες πλάγιες της Σιέρρα Μαέστρα κι ύστερα χρειάστηκε να συγκρουστούμε με μια άλλη κουβανέζικη πραγματικότητα: τον εργάτη, τον εργαζόμενο, είτε για εργάτη γεωργό επρόκειτο ή για εργάτη των βιομηχανικών κέντρων. Κι απ’ αυτόν κάτι μάθαμε αλλά του μάθαμε επίσης πως έρχεται μια στιγμή που μια τουφεκιά με σωστό στόχο είναι πολύ πιο δυνατή και πιο αποτελεσματική από την πιο δυνατή και την πιο αποτελεσματική ειρηνική διαμαρτυρία. Μάθαμε την άξια της οργάνωσης αλλά διδάξαμε την άξια της επανάστασης κι απ’ αυτό τον συνδυασμό γεννήθηκε η οργανωμένη ανταρσία σ’ όλη τη γη της Κούβας.

Πέρασε καιρός και ήδη αρκετοί νεκροί, άλλοι πολεμιστές κι άλλοι αθώοι χάραζαν το δρόμο μας προς τη νίκη. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως στα υψώματα της Σιέρρα Μαέστρα βρισκόταν πολύ περισσότεροι από μια ομάδα τυχοδιώκτες, κάτι παραπάνω από μια ομάδα φιλοδοξών που απόβλεπε να καταλάβει την εξουσία. Τότε πρόσφεραν γενναιόδωρα στη δικτατορία τις μπόμπες τους, τις σφαίρες τους, τα αεροπλάνα και τα τανκ τους. Και με τέτοια εμπροσθοφυλακή φιλοδόξησαν να αναρριχηθούν ξανά και για τελευταία φορά τη Σιέρρα Μαέστρα.

Ο καιρός έχει περάσει και τα αντάρτικα στρατεύματα μας είχαν φύγει με τον προορισμό να κατακτήσουν άλλες περιοχές της Κούβας. Το Δεύτερο Ανατολικό Μέτωπο «Φρανκ Παίς», είχε ήδη οργανωθεί υπό την διοίκηση του κυβερνήτη Κάστρο. Παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλη τη δύναμη που εξασκούσαμε στην Κοινή Γνώμη, παρ’ όλο που ο διεθνής τύπος μας αφιέρωνε καθημερινά τις γραμμές του, η κουβανέζικη Επανάσταση διέθετε διακόσα τουφέκια. Όχι διακόσιους άντρες, μα διακόσια τουφέκια για να κάνουμε την άμυνα μας ενάντια στο καθεστώς που έριχνε απάνω μας δέκα χιλιάδες στρατιώτες και κάθε είδος όπλα θανάτου. Η ιστορία του καθενός απ’ αυτά τα διακόσα όπλα ήταν μια ιστορία θυσιών και αίματος, γιατί ήταν ιμπεριαλιστικά τουφέκια που το αίμα και η αποφασιστικότητα των μαρτύρων μας είχαν τιμήσει και μεταβάλει σε τουφέκια του λαού. Έτσι εξελίχθηκε το τελευταίο στάδιο της μεγάλης επίθεσης του στρατού, αυτήν που ονόμασαν «περικύκλωση και εξολόθρευση».

Φοιτητές όλης της Αμερικής, για όλους αυτούς τους λόγους, εάν κάνουμε εδώ κάτι που λέγεται μαρξισμός, το κάνουμε γιατί το ανακαλύψαμε μέσα εδώ. Όταν τρέψαμε σε φυγή το στρατό της δικτατορίας και αφού του προξενήσαμε απώλειες χιλίων ανδρών, το πενταπλάσιο δηλαδή, από τις δικές μας μαχόμενες δυνάμεις και κυριέψαμε και εξακόσια όπλα, μας έπεσε τυχαία στα χέρια μια μπροσούρα του Μάο Τσε Τουγκ. Μέσα σ’ αυτή τη μπροσούρα, που αφορούσε κατά σύμπτωση προβλήματα στρατηγικής του ανταρτοπόλεμου στην Κίνα, περιγράφονταν επίσης και οι μάχες του Τσανγκ Κάι Σεκ εναντίον των λαϊκών δυνάμεων, που ο δικτάτορας αποκαλούσε όπως και εδώ «εκστρατείες κύκλωσης κι εξολόθρευσης». Δεν επαναλαμβάνονταν μόνο τα ονόματα με τα οποία βάφτιζαν τις εκστρατείες τους οι δυο δικτάτορες στα δυο άκρα του κόσμου, αλλά επαναλαμβανόταν επίσης και ο τύπος της εκστρατείας που οι δυο αυτοί δικτάτορες επιχειρούσαν προκείμενου να καταστρέψουν τις λαϊκές δυνάμεις. Όσο για τις λαϊκές δυνάμεις αυτές, χωρίς να έχουν ιδέα για τα κείμενα τα γραμμένα σχετικά με την στρατηγική και την τακτική του ανταρτοπόλεμου επανέλαβαν όλα όσα εκθειάζανε στην άλλη άκρη του κόσμου. Πράγματι, συμβαίνει να εκθέτει κάποιος την πείρα του και να επωφελείται οποιοσδήποτε απ’ αυτήν αλλά μπορεί να δημιουργηθεί και μόνη της, χωρίς η προηγούμενη πείρα να της είναι αναγκαστικά γνωστή.

Δεν γνωρίζαμε τις εμπειρίες του κινέζικου στρατού από τα είκοσι χρόνια που αγωνίστηκε στη χώρα του, αλλά ξέραμε τη χώρα μας, εδώ, γνωρίζαμε τον εχθρό μας και χρησιμοποιήσαμε κάτι που όλοι οι άνθρωποι φέρουν στους ώμους τους και που είναι πολύ πολύτιμο όταν ξέρουν να το χρησιμοποιήσουν: για να πολεμήσουμε τον εχθρό χρησιμοποιήσαμε το κεφάλι μας. Και μ’ αυτό τον τρέψαμε σε φυγή.

Ακολούθησε μετά η πορεία δυτικά, η καταστροφή των μέσων επικοινωνίας και η μεγαλοπρεπής κατάρρευση της δικτατορίας που κανείς δεν περίμενε. Κι έπειτα ήρθε η 1η του Γενάρη. Και η Επανάσταση για μια ακόμη φορά, χωρίς να σκεφτεί όσα είχε διαβάσει, έμαθε από το στόμα του λαού εκείνο που όφειλε να κάμει: αποφάσισε, πριν απ’ όλα, να τιμωρήσει τους ενόχους και τους τιμώρησε.

Αμέσως οι αποικιοκρατικές δυνάμεις σκηνοθέτησαν αυτό το επεισόδιο της τιμωρίας σε έγκλημα και προσπάθησαν αμέσως να σπείρουν τη διχόνοια, αυτό πάντα επιχειρούν να κάνουν οι ιμπεριαλιστές: «Υπήρχαν εδώ δολοφόνοι κομμουνιστές που σκότωναν, ενώ υπήρχε κι ένας αθώος πατριώτης, ονομαζόμενος Φιντέλ Κάστρο, που δεν είχε καμία σχέση μαζί τους και που μπορούσε να σωθεί». Προσπάθησαν ακόμη να διχάσουν τους ανθρώπους που είχαν αγωνιστεί για ένα κοινό σκοπό, με ευτελή προσχήματα και επιχειρήματα. Για ένα διάστημα νόμισαν πως θα πετύχαιναν. Αλλά κάποτε αντιλήφτηκαν πως ο νόμος " Μεταρρυθμίσεις" ήταν πολύ αυστηρότερος και πολύ βαθύτερος απ’ όσο είχαν διατάξει οι εμπνευσμένοι σύμβουλοι της Κυβέρνησης (βρίσκονται όλοι τους τώρα στο Μαϊάμι, ή αλλού στις Ηνωμένες Πολιτείες) ο Ρεπεν Ριβερι ή ο Νταριά ντε λα Μαρίνα ή Μεντράνο υπήρχε μάλιστα στην κυβέρνηση μας ένας πρωθυπουργός που συνιστούσε πολλή μετριοπάθεια γιατί «σε κάτι τέτοια πράγματα πρέπει να φέρεσαι με πολλή μετριοπάθεια».

Η «μετριοπάθεια» είναι μια ακόμη από τις λέξεις που οι πράκτορες των αποικιοκρατών συνηθίζουν πολύ να χρησιμοποιούν: όλοι όσοι φοβούνται είναι μετριοπαθείς ή όλοι όσοι σκέπτονται μ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο να προδώσουν. Ο λαός, αυτός, δεν είναι καθόλου μετριοπαθής. Συμβούλευαν να διανέμουν τα ζιζάνια που φυτρώνουν στα χωράφια μας και που οι χωρικοί μας δεν είχαν παρά να ξεριζώσουν. Οι χωρικοί μπορούσαν ακόμη να εγκαταστούν στους βάλτους ή και να επωφεληθούν από κανένα κομμάτι κρατικής γης που θα ’χε ξεφύγει από την αρπακτικότητα των λατιφουντιστών. Αλλά ν’ αγγίξεις στη γη των λατιφουντιστων αυτό ήταν ένα αμάρτημα που το θεωρούσαν αδιανόητο. Και όμως αυτό έγινε.

Θυμάμαι μια κουβέντα που έκανα εκείνη την εποχή με έναν κύριο που μου έλεγε πως δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα με την επαναστατική Κυβέρνηση, γιατί δεν είχε στην κατοχή του παρά 900 καμπαλλερίες. Εννιακόσιες καμπαλλερίες αντιπροσωπεύουν πάνω από χίλια εκτάρια. Και φυσικά αυτός ο κύριος είχε προβλήματα με την Επαναστατική Κυβέρνηση. Οι εκτάσεις του κατασχέθηκαν και διανεμήθηκαν σε μικρά τμήματα σε αγρότες. Επί πλέον δημιουργήθηκαν κοοπερατίβες σε εκτάσεις γης που ο αγρότης - εργάτης είχε συνηθίσει να εργάζεται σε κοινόβια με μισθό.

Εδώ παρουσιάζεται και μια από τις ιδιομορφίες που πρέπει να μελετηθεί σχετικά με την κουβανέζικη επανάσταση: αυτή η επανάσταση έφερε την Αγροτική της Μεταρρύθμιση, για πρώτη φορά στην Αμερική, σε σύγκρουση με κοινωνικά προβλήματα ιδιοκτησίας που δεν ήσαν φεουδαρχικά. Υπήρχαν αρκετά φεουδαρχικά ίχνη στα καπνά και στον καφέ. Και αυτές οι καλλιέργειες δόθηκαν σε μικρούς ατομικούς καλλιεργητές που ζούσαν χρόνια σ’ αυτό το κομμάτι της γης και που ήθελαν να ’χουν μια γη δική τους. Αλλά το ζαχαροκάλαμο, το ρύζι, ακόμα και η κτηνοτροφία τα διαχειρίζονται από κοινού οι εργάτες, που εργάζονται από κοινού και κατέχουν από κοινού όλα αυτά τα εδάφη. Αυτός είναι ο τρόπος διαχείρισης αυτών των προϊόντων στην Κούβα. Οι αγρότες στην περίπτωση αυτή δεν κατέχουν μια λουρίδα γης, μα σύνολο μεγάλων εκτάσεων που λέγεται κοοπερατίβα. Αυτά τα μέτρα συντελέσανε πολύ στην γρήγορη εξέλιξη της αγροτικής μας μεταρρύθμισης. Καθένας από σας πρέπει να καταλάβει σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια ότι καμία επαναστατική κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί εδώ στην Αμερική επαναστατική κυβέρνηση, αν δεν εφαρμόσει, σαν πρώτο της μέτρο, την αγροτική μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση επίσης που θα ισχυριστεί πως θα κάνει μια περιορισμένη αγροτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ονομαστεί επαναστατική. Επαναστατική κυβέρνηση είναι κείνη που κάνει μια αγροτική μεταρρύθμιση τροποποιώντας το σύστημα της ιδιοκτησίας της γης, όχι μονάχα με το να παραχωρήσει στον χωρικό το πλεόνασμα της γης αλλά με το να του δώσει ακριβώς εκείνη που δεν πλεονάζει, αυτήν που έχουν στα χέρια τους οι λατιφουντιστες, την καλύτερη την πιο αποδοτική και που εξάλλου την έχουν κλέψει στο παρελθόν από τους χωρικούς.

Αυτό θα πει αγροτική μεταρρύθμιση κι από κει πρέπει να αρχίσουν όλες οι επαναστατικές κυβερνήσεις. Με βάση την αγροτική μεταρρύθμιση θα δοθεί και η μάχη της βιομηχανοποίησης της χώρας, που είναι λιγότερο απλή. Εκεί πρέπει ν’ αγωνιστούμε εναντίον πολύπλοκων φαινομένων και θα είχαμε εύκολα ναυαγήσει, αν δεν υπήρχαν στον κόσμο πολύ μεγάλες φιλικές δυνάμεις μικρών χωρών. Χώρες σαν την Κούβα αυτή τη στιγμή, χώρες επαναστατικές και καθόλου μετριοπαθείς μπορεί ν’ αναρωτηθούν αν η Σοβιετική Ένωση και η Λαϊκή Κίνα είναι φίλες της. Στην ερώτηση αυτήν δεν πρέπει ν’ απαντήσουμε χλιαρά, αλλά να βεβαιώσουμε με όλη μας τη δύναμη ότι η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα και όλες οι σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και όλες οι αποικίες ή ημιαποικιες που έχουν απελευθερωθεί είναι φίλες μας. Σ’ αυτή τη φιλία επάνω μπορεί να θεμελιωθεί η πραγματοποίηση μιας αμερικανικής επανάστασης. Στην πραγματικότητα θα ’χαν χρειαστεί τεράστιες δυνάμεις κι απέραντη αφοσίωση του λαού μας για ν’ αντέξουμε αν η Σοβιετική Ένωση δεν είχε βρεθεί αυτή την ώρα για να μας δώσει πετρέλαιο και ν’ αγοράσει ζάχαρη. Οι δυνάμεις του διχασμού θα ’χαν βρει την ευκαιρία να δουλέψουν ενισχυμένες από το αποτέλεσμα που θα είχε το χτύπημα στο επίπεδο της ζωής ολόκληρου του κουβανέζικου λαού, παράλληλα με τα μέτρα της «βόρειο-αμερικανικής δημοκρατίας». Μερικές κυβερνήσεις της Αμερικής μας συμβουλεύουν ακόμη να γλείφουμε το χέρι εκείνου που θέλει να μας χτυπήσει και να φτύνουμε τα πρόσωπα εκείνων που θέλουν να μας υπερασπιστούν. Απαντούμε σ’ αυτούς που συνιστούν την ταπείνωση στον 20ο αιώνα, πρώτα ότι η Κούβα δεν ταπεινώνεται μπροστά σε κανέναν και επί πλέον η Κούβα, που γνωρίζει από πείρα τις αδυναμίες αυτών των καθεστώτων, δεν καταδέχτηκε ποτε να συμβουλέψει αυτές τις χώρες να τουφεκίσουν όλους τους προδότες τους και να εθνικοποιήσουν όλα τους τα μονοπώλια.

Ο λαός της Κούβας τουφέκισε τους δολοφόνους του και διέλυσε το δικτατορικό στρατό, αλλά δεν πήγε να πει σε καμία κυβέρνηση της Αμερικής να την μιμηθεί. Και όμως η Κούβα ξέρει πως υπάρχουν δολοφόνοι σ’ όλες αυτές τις χώρες. Για να μη μιλήσουμε για τους σμπίρους που επιζήσανε από την παλιά δικτατορία και που δολοφόνησαν σε μια φιλική χώρα Κουβανούς, μέλη του κινήματος μας...

Δεν ζητήσαμε την εκτέλεση του δολοφόνου των αγωνιστών μας κι όμως εδώ θα τον είχαμε εκτελέσει... Θέλουμε να μην μας επαναλάβουν ποτε πως πρέπει να συμμαχήσουμε με τον μεγάλο μας εκμεταλλευτή, γιατί πρόκειται για το πιο δειλό και το πιο εξευτελιστικό ψέμα που μπορεί να πει μια κυβέρνηση της Αμερικής. Εμείς που κάνουμε την κουβανέζικη Επανάσταση, που είμαστε σύσσωμος ο κουβανέζικος λαός, λέμε τους φίλους μας φίλους μας και τους εχθρούς μας εχθρούς μας. Εμείς ο λαός της Κούβας δεν εξηγούμε σε κανένα λαό της γης τι πρέπει να κάνει με το Διεθνές Νομισματικό Κεφάλαιο, π.χ. και δεν ανεχόμαστε να έρχονται να μας δίνουν συμβουλές.

Ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Αν θέλουν να το κάνουν τόσο το καλύτερο. Αν δεν θέλουν, δικαίωμα τους. Αλλά δεν ανεχόμαστε συμβουλές, γιατί είμαστε μόνοι εδώ ως την τελευταία στιγμή. Περιμέναμε όρθιοι την άμεση επίθεση της πιο ισχυρής καπιταλιστικής δύναμης του κόσμου και δεν ζητήσαμε τη βοήθεια κανενός. Και είμαστε έτοιμοι, εμείς και ο λαός μας να υποστούμε ως το τέλος τις συνέπειες της ανταρσίας μας.

Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να μιλήσουμε με το μέτωπο ψηλά και τη φωνή καθαρή σ’ όλα τα Συνέδρια κι όλα τα Συμβούλια όπου συγκεντρώνονται τα αδέλφια μας από τον κόσμο. Όταν η Κουβανέζικη Επανάσταση εκφράζει την αλήθεια των γιων της γης της και την εκφράζει πάντα κατά πρόσωπο στους φίλους της ή εχθρούς της. Δεν κρύβεται Ποτέ για να πετάξει μια πέτρα και δεν δίνει Ποτέ συμβουλές που κρύβουν μια γροθιά κρυμμένη στο βελούδο. Μας επιτίθενται πολύ γι’ αυτό που είμαστε αλλά μας επιτίθενται ακόμη περισσότερο, γιατί δείχνουμε στον καθένα από τους λαούς της Αμερικής αυτό που μπορεί να γίνει. Και αυτό ενδιαφέρει πολύ περισσότερο τον ιμπεριαλισμό παρά τα μεταλλεία του νίκελ ή τα κέντρα ζάχαρης της Κούβας, το πετρέλαιο της Βενεζουέλας, το μπαμπάκι του Μεξικού, το χαλκό της Χιλής, την κτηνοτροφία της Αργεντινής ή τον καφέ της Βραζιλίας. Κι όμως το σύνολο αυτών των πρώτων υλών που τρέφουν τα μονοπώλια είναι πολύ σημαντικά για τον ιμπεριαλισμό. Οι ιμπεριαλιστές βάζουν επίσης εμπόδια στο δρόμο μας κάθε φορά που μπορούν. Κι όταν δεν μπορούν να το κάνουν απ’ ευθείας, υπάρχουν δυστυχώς στην Αμερική εκείνοι που προσφέρονται γι’ αυτό. Τα ονόματα τους δεν ενδιαφέρουν. Κανείς δεν είναι ένοχος. Δεν μπορούμε να πούμε εδώ ότι ο Πρόεδρος Μπετανκουρ είναι ένοχος του θανάτου του συμπατριώτη μας. Είναι απλά αιχμάλωτος ενός καθεστώτος που λέγεται δημοκρατικό. Αυτό το δημοκρατικό καθεστώς που θα μπορούσε να είναι ένα άλλο παράδειγμα για την Αμερική έκαμε το μεγάλο σφάλμα να μην χρησιμοποιήσει έγκαιρα το δικαίωμα των εκτελέσεων. Σήμερα η δημοκρατική κυβέρνηση της Βενεζουέλας είναι αιχμάλωτος των παλιών σμπίρων, όπως είναι και το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικής, κι όπως συνέβαινε άλλοτε και στην Κούβα.

Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Πρόεδρο Μπετανκούρ υπεύθυνο ενός εγκλήματος. Το μόνο που μπορούμε να πούμε εδώ, στηριζόμενοι στην ιστορία μας των επαναστατών και στην επαναστατική μας πίστη είναι πως την ημέρα που ο Πρόεδρος Μπετανκούρ εκλεγμένος από το λαό του θα αισθανθεί αιχμάλωτος σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην μπορεί να προχωρήσει, και θα ζητήσει τη βοήθεια ενός λαού αδελφού, η Κούβα θα είναι παρούσα για να διδάξει στη Βενεζουέλα μια από τις εμπειρίες της σε επαναστατικό έδαφος. Ο πρόεδρος Μπετανκούρ πρέπει να γνωρίζει πως δεν είναι βέβαια ο διπλωματικός μας εκπρόσωπος που προκάλεσε το σκάνδαλο που κατέληξε μ’ ένα θάνατο. Είναι δουλειά αυτών των Βόρειο-αμερικανών στην άλλη άκρη ή της βόρειο-αμερικανικής κυβέρνησης. Λίγο πλησιέστερα είναι οι παρτιζάνοι του Μπατίστα κι ακόμη πιο κοντά όλοι εκείνοι που αποτελούσαν τη ρεζέρβα της βόρειο-αμερικανικής κυβέρνησης σ’ αυτή τη χώρα και που μεταμφιέζονταν σε εχθρούς του Μπατίστα. Εκείνοι που ήθελαν να διώξουν τον Μπατίστα και να διατηρήσουν το σύστημα: οι Μιρο, οι Κεβέντο, οι Ντιάζ Λάντζ, οι Χούμπερτ Ματός... Και προφανώς οι αντιδραστικές δυνάμεις που δρουν στη Βενεζουέλα. Είναι θλιβερό που το λέμε, αλλά η κυβέρνηση της Βενεζουέλας είναι καταδικασμένη να τσακιστεί από τον ίδιο της το στρατό, όπως συνέβη πρόσφατα με ένα παγιδευμένο αμάξι. Για την ώρα ο πρόεδρος της Βενεζουέλας είναι φυλακισμένος από τις καταπιεστικές του δυνάμεις.

Μας στοιχίζει γιατί η Βενεζουέλα πρόσφερε στον λαό της Κούβας την απόλυτη αλληλεγγύη της και τεραστία βοήθεια όταν ήμασταν στη Σιέρα Μαέστρα. Λυπούμαστε γιατί η Βενεζουέλα είχε πετύχει να ελευθερωθεί πολύ ενωρίτερα από μας, από το πλέον θρασύ καταπιεστικό σύστημα που εκπροσωπούσε ο Περέζ Χιμένεθ. Και λυπούμαστε ακόμα βαθιά γιατί η Βενεζουέλα δέχτηκε την αντιπροσωπεία μας με εκδηλώσεις μεγάλης φιλίας, όταν την επισκέφτηκε ο Φιντέλ Κάστρο στην αρχή, κι ο Πρόεδρος μας Ντορτικος μετά.

Ένας λαός που κατάκτησε την υψηλή πολιτική συνείδηση και την μεγάλη αγωνιστική πίστη, σαν το λαό της Βενεζουέλας, δεν γίνεται να μείνει για πολύ αιχμάλωτος σε μερικές μπαγιονέτες ή και σε λίγες σφαίρες: σφαίρες και μπαγιονέτες μπορούν ν’ αλλάξουν χέρια κι οι δολοφόνοι να μεταβληθούν σε θύματα.

Δεν είναι ο ρόλος μου εδώ ν’ απαριθμήσω τα καθεστώτα, ούτε τα άθλια χτυπήματα που μας έδωσαν, ούτε και να ρίξω λάδι στη φωτιά της ανταρσίας. Δεν είναι ο ρόλος μου κατ’ αρχήν, γιατί η Κούβα δεν είναι ακόμα εκτός κινδύνου, αλλά και γιατί εξακολουθεί να παραμένει ο στόχος των ιμπεριαλιστών σ’ αυτή τη γωνία του κόσμου. Κι επί πλέον γιατί έχει ανάγκη από την αλληλεγγύη όλων μας. Είναι σίγουρο πως οι αποικιοκράτες τρόμαξαν, κι αυτοί επίσης, όπως κι όλοι φοβούνται τις μπόμπες και τα βλήματα. Διαπίστωσαν για πρώτη φορά πως οι καταστρεπτικές μπόμπες μπορούν να πέσουν στις φαρμες και στα παιδιά τους και σ’ όλα όσα έφτιαξαν με τόση αγάπη. Άρχισαν να κάνουν υπολογισμούς με τις ηλεκτρονικές τους μηχανές και είδαν πως το σύστημα δεν ήταν καλό. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως εγκαταλείψανε την ιδέα να εξαφανίσουν την κουβανέζικη δημοκρατία. Θα ξαναρχίσουν δραστήριους υπολογισμούς για να βρουν την καλύτερη μέθοδο απ’ όσες διαθέτουν, για να επιτεθούν ενάντια στην Κουβανέζικη Επανάσταση. Έχουν την μέθοδο Ιντιγκορας, την μέθοδο Νικαράγουα, την μέθοδο Αϊτής. Για την ώρα έχουν εγκαταλείψει την μέθοδο του Αγίου Δομίνικου, έχουν όμως εκείνη των μισθοφόρων της Φλωριδας, την μέθοδο Ο.Ε.Α. Διαθέτουν πολλές μέθοδες και πολλή δύναμη για να τις τελειοποιήσουν.

Ο πρόεδρος Αρμπεντζ και ο λαός του έκαναν το πείραμα. Δυστυχώς για τη Γουατεμάλα που διέθετε ένα στρατό παλιού συστήματος και δεν είχε αντιληφτεί αρκετά πως η αλληλεγγύη των λαών μπορεί να ανατρέψει οποιαδήποτε επίθεση.

Αυτή η αλληλεγγύη, που παραμερίζει όλες τις πολιτικές διχόνοιες για να αμυνθεί, υπήρξε μια από τις μεγάλες δυνάμεις στην δεδομένη στιγμή για την Κουβανέζικη Επανάσταση. Τολμω να πω, πως είναι καθήκον για την νεολαία της Αμερικής να μελετήσει βαθιά αυτό που συμβαίνει εδώ γιατί είναι κάτι το τελείως καινούργιο. Δεν θέλω να σας πω ποια είναι τα καλά του, θα τα δείτε μόνοι σας.

Πως υπάρχουν πολλά άσκημα... το ξέρω. Ότι μας χρειάζεται πολύ η οργάνωση εδώ, το ξέρω. Και το ξέρετε ασφαλώς όλοι όσοι έχετε περάσει από τη Σιέρρα. Πως υπάρχει ακόμη «φιλανταρτισμος», το ξέρω. Ξέρω πως έχουμε τεραστία έλλειψη τεχνικών σε σχέση με τις ανάγκες μας. Ξέρω ότι ο στρατός μας δεν κατάκτησε ακόμα το επίπεδο της αναγκαίας ωριμότητας και πως οι εθνοφρουροί δεν είναι ακόμα επαρκώς συντονισμένοι για να συγκροτηθούν σε στρατό. Αλλά αυτό που ξέρω, αυτό που θέλω να ξέρετε όλοι σας, είναι ότι αυτή η Επανάσταση έγινε υπολογίζοντας πάντα στην από κοινού επιθυμία του κουβανέζικου λαού και πως ο κάθε χωρικός, ο κάθε εργάτης δεν χειρίζεται ίσως καλά το τουφέκι, αλλά ασκείται καθημερινά για να μάθει να το χειρίζεται τελειότερα, προκείμενου να υπερασπιστεί την Επανάσταση του. Κι αν δεν μπορεί για την ώρα να καταλάβει τον πολυσύνθετο μηχανισμό της λειτουργίας μιας μηχανής, που ο τεχνίτης της έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μελετά καθημερινά για να τον μάθει και για να δουλεύει καλύτερα το εργοστάσιο του. Και ο χωρικός θα μελετήσει το τρακτέρ του για να λύσει τις τεχνικές του δυσκολίες και να πετύχει καλύτερη παραγωγή στα χωράφια της κοοπερατίβας του. Όλοι οι Κουβανοί, των πόλεων και της υπαίθρου, ενωμένοι με μια αδελφική πνοή, προχωρούν στο μέλλον, ενωμένοι κάτω από μια κοινή σκέψη, κατευθυνόμενοι από έναν αρχηγό που τους εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί απόδειξε σε χίλιες μάχες και χίλιες ευκαιρίες το αίσθημα της θυσίας, της δύναμης και της διαύγειας της σκέψης του.

Ο λαός που έχετε σήμερα μπροστά σας, σας δηλώνει πως, ακόμα κι αν έπρεπε να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης, ακόμα κι αν εξ αιτίας του επρόκειτο να εκραγεί ένας ατομικός πόλεμος του οποίου θα αποτελούσε τον πρώτο στόχο, ακόμα κι αν αυτό το νησί κι οι κάτοικοι του εξαφανίζονταν οριστικά, αυτός ο λαός θα εθεωρείτο απόλυτα ευτυχής και θα πίστευε πως είχε ανταμειφτεί, αν ο καθένας από σας επιστρέφοντας θα μπορούσε να πει:

Να μας. Το πετρέλαιο φτάνει ως εμάς υγρό από τα κουβανέζικα δάση. Ανεβήκαμε στη Σιέρρα Μαέστρα και γνωρίσαμε την αυγή. Το μυαλό και τα χέρια μας είναι γεμάτα από τους σπόρους της αυγής κι είμαστε έτοιμοι να τους σπείρουμε σ’ αυτήν εδώ τη γη και να την υπερασπιστούμε για να φέρει τους καρπούς της. Και απ’ όλες τις αδελφές χώρες της Αμερικής, της γης μας, αν έχει μείνει ακόμη το παράδειγμα, η φωνή των λαών θ’ απαντήσει από τώρα κι έπειτα και για πάντα: «Αμήν! Έτσι να κατακτηθεί η λευτεριά σε κάθε πατουσιά της Αμερικής».


Πηγή: «Κείμενα», Σύγχρονη Εποχή 1988
Μετάφραση: Χρ. Πάντζου






Χρονολόγιο

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γεννήθηκε στην πόλη Ροσάριο της Αργεντινής, γόνος οικογένειας που ανήκε στην ολιγαρχία της εποχής. Με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές, η οικογένειά του δεν είχε πρόβλημα στο να έρχεται σε επαφή με τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, προκαλώντας έτσι την αστική τάξη.

Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Μπουένος Αϊρες, χωρίς όμως να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού

Μετά την αποφοίτηση του ο Τσε Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς όπως η Βολιβία, το Περού, ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα, η Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ.

Κάπου μεταξύ του 1954 και 1955 γνωρίστηκε με την Περουβιανή οικονομολόγο Ιλδα Γκαδέα. Η επαφή τους άνοιξε στον Τσε Γκεβάρα το δρόμο για επαφές με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων.

Το καλοκαίρι του 1955 η συνάντηση με τον Kάστρο είναι καταλυτική για τη μετέπειτα πορεία του κινήματος της 26ης Ιουλίου. Ο Αργεντίνος είδε στο πρόσωπο του Κάστρο έναν ηγέτη που θα μπορούσε να στηρίξει την Κουβανική επανάσταση.

1958. Η κατάληψη της Σάντα Κλάρα έπειτα από δύο χρόνια ανταρτοπόλεμου στην οροσειρά Σιέρα Μαέστρα ενάντια στο δικτάτορα Μπατίστα, ήταν ένα κομβικό σημείο για τον Τσε Γκεβάρα και την επανάσταση.

1η Ιανουαρίου 1959 και ο Μπατίστα αποχωρεί από την Αβάνα προς τη Δομινικανή Δημοκρατία. Ο Τσε Γκεβάρα αναλαμβάνει να εξετάσει τις εφέσεις των δύο επαναστατικών δικαστηρίων που λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πολίτες.

Στις 7 Οκτωβρίου του 1959 ο Κάστρο του αναθέτει την αρχηγία του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης καθώς και του Τμήματος Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1961 διορίζεται Υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας για να οργανώσει τις βιομηχανικές μονάδες και το κύμα κρατικοποιήσεων που έχει επέλθει στη χώρα. Έχει ήδη συναντηθεί με τον Χρουτσώφ στη Μόσχα και με τον Μάο Τσε- Τουνγκ στο Πεκίνο και έχει συμφωνήσει σε τιμή υψηλότερη από τις τιμές της αγοράς την εξαγωγή 4 εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης.

Το 1961, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής του Κόλπου των Χοίρων τίθεται επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων στην επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο. Το στράτευμα του παρέμεινε ανενεργό αλλά πέτυχε με αντιπερισπασμό να αποπροσανατολίσει τις αμερικανικές δυνάμεις. Η κουβανική πολιτοφυλακή και αεροπορία αντιστάθηκαν επιτυχώς στην αμερικανική εισβολή.

11 Δεκεμβρίου 1964. Η ομιλία του στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών χαρακτηρίζεται από τη διαμαρτυρία του εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες που αυτές υποθάλπτουν.

1η Απριλίου 1964 και ο Τσε Γκεβάρα αποχωρεί από την Κούβα λόγω διαφωνιών με την οικονομική πολιτική του Κάστρο.

Επόμενος σταθμός το Κογκό όπου ο Τσε Γκεβάρα είδε την Αφρική ως τον αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η αδυναμία σύνταξης των Κογκολέζικων δυνάμεων τον οδηγεί σε απογοήτευση και αποτυχία της επανάστασης.

Κύκνειο άσμα για τον Αργεντίνο επαναστάτη στην Βολιβία. Χωρίς την υποστήριξη του κομμουνιστικού κόμματος της Βολιβίας και με την CIA να τον παρακολουθεί, ο Τσε συλλαμβάνεται και σκοτώνεται στις 9 Οκτωβρίου του 1967 από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού, Μάριο Τεράν.
www.kathimerini.gr








¡Lo sé! ¡Lo sé!
Si me voy de aquí me traga el río.
Es mi destino: "hoy voy a morir".
Pero no, la fuerza de voluntad todo lo puede.
Están los obstáculos, lo admito.
No quiero salir.
Si tengo que morir, será en esta cueva.
Las balas, qué me pueden hacer las balas
si mi destino es morir ahogado, pero voy
a superar mi destino. El destino se puede
alcanzar con la fuerza de voluntad.
Morir sí, pero acribillado por
las balas, destrozado por las bayonetas,
si, no, no, ahogado no...
un recuerdo más perdurable que mi nombre
es luchar, morir luchando.

Poesía escrita a los 19 años, Ernesto Guevara, 1947




"Πιστεύουμε ότι η μόρφωση και η δημόσια υγεία είναι υπηρεσίες που στις οποίες ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι ξοδεύουμε αρκετά για το λαό μας. Και όσο περισσότερα δίνουμε, τόσο καλύτερα θα είναι για όλους. Και έτσι θα συνεχίσουμε να δίνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα. Αλλά να θυμάστε, οι καθηγητές που διδάσκουν τους μαθητές-εργάτες κρατιούνται εκτός παραγωγής και καταναλώνουν, συνεπώς, κρατικά χρήματα που πρέπει να ανταποδοθούν στην κοινωνία εις διπλούν"


«Στον τάφο θα φέρω μονάχα την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού»