Animated Graphics, Animated Gif,  Animated Gifs,  Animated Flowers, Color Splash, Flowers, Keefers Pictures, Images and Photos
Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, χώμα, αέρας, φως, είναι μέρος της αιωνιότητας. Αιωνιότητα δεν είναι ό,τι αντέχει στο χρόνο - γιατί τότε θα’χαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες - αλλά ό,τι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα.Λιλή Ζωγράφου

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Teoría y juego del duende Federico García Lorca
























eva la yerbabuena flamenco baile





Κυρίες και Κύριοι

Από το 1918 που έγινα δεκτός στο "Σπίτι των Φοιτητών" στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ' αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που 'φερνε μαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ.
Με τη βαθιά μου ανάγκη για το φως του ήλιου και τον αέρα, η ψυχή μου γέμισε τόση πλήξη, που φεύγοντας από κει μέσα ένιωσα να με σκεπάζει ένα λεπτό στρώμα στάχτης που λίγο έλειπε να γίνει καυτερό πιπέρι εκνευρισμού. Ε, λοιπόν, όχι. Σήμερα, σ' αυτή την αίθουσα, δε θέλω να μπει η τρομερή αλογόμυγα της βαρεμάρας που δένει κάθε κεφάλι με την άϋλη κλωστή του ύπνου και ρίχνει στα μάτια των ακροατών χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες.
Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας.
Όποιος ταξιδεύει σε κείνο το τεντωμένο πετσί ταύρου που απλώνεται ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σίλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ ντουέντε". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε". Σ' ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ' το βράχο του Χαέν μέχρι τα όστρακα του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. Ο θαυμάσιος τραγουδιστής του φλαμένκο, Ελ Λεμπριχάνο, δημιουργός του ντέμπλα, παραλλαγής του Ανδαλουσιανού κάντε χόντο (βαθιού τραγουδιού) είπε: "Όταν τραγουδώ με ντουέντε κανείς δεν παραβγαίνει μπρος μου!". Η γρια τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπάχ: ";Όλε! Αυτό έχει ντουέντε". Όμως ο Γκλούκ, ο Μπράμς κι ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ' ό,τι σ' οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το "Νοκτούρνο Ντέλ Χενεραλίφε", είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: "Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε". Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.
Αυτοί οι "μαύροι ήχοι" είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σ' όλους μας, απ' όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για "μαύρους ήχους" και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε "μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ". Έτσι, το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. 'Ακουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα να λέει: "Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ' τις γυμνές πατούσες των ποδιών". Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η "μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ", είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο το ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν' αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Dιονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια σεγγιρίγια.
Δε θέλω να μπερδέψει κανείς το ντουέντε, που βασικά σημαίνει "άγιο πνεύμα", με το θεολογικό δαίμονα της αμφιβολίας του Λούθηρου που με μια βακχική σχεδόν μανία του πέταξε ένα καλαμάρι στη Νυρεμβέργη, ούτε με τον Καθολικό δαίμονα, τον
καταστρεπτικό κι όχι και τόσο έξυπνο, που μεταμορφώνεται σε σκύλα για να μπει σε μοναστήρια καλογριών. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ,
είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριο του τη μέρα που πήρε το κώνειο. Απόγονος επίσης και του μελαγχολικού δαίμονα του Ντεκάρτ, μικρού σαν πράσινο
αμύγδαλο, που μπουχτισμένος από κύκλους και γραμμές έβγαιναν έξω τις νύχτες και περπατούσε πλάι στα κανάλια ν' ακούσει τους μεθυσμένους ναυτικούς να τραγουδούν.> Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα 'λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσης του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ' ένα ντουέντε. Όχι μ' έναν άγγελο, όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο 'Αγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί κι υπερασπίζει, όπως ο 'Αγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο 'Αγιος Γαβριήλ. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ' το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ' το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει.
Ο άγγελος στο δρόμο της Δαμασκού, ο άγγελος που γλίστρησε μέσα απ' τα ξύλινα ανοίγματα του μικρού παραθυριού στην Ασσίζη κι εκείνος που ακολούθησε τα βήματα του μυστικιστή Χάιντριχ Σούζο, είναι ένας άγγελος που προστάζει και κανείς δε μπορεί ν' αντισταθεί στη λάμψη του γιατί ανοιγοκλείνει τις ατσαλένιες του φτερούγες στα σύνορα των εκλεκτών.
Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει και εξαντλείται τόσο γρήγορα -την είδα δυο φορές- που αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο. Οι ποιητές που εμπνέονται απ' αυτήν, ακούν φωνές χωρίς να ξέρουν από που έρχονται. Έρχονται απ' τη μούσα που τους ενθαρρύνει και καμιά φορά που τους καταβροχθίζει κιόλας. Αυτή ήταν κι η περίπτωση του Απολλιναίρ, ενός μεγάλου ποιητή, που τον κατέστρεψε η μούσα, η ίδια εκείνη που ζωγράφισε πλάι του ο θαυμάσιος κι αγγελικός Ρουσσώ. Η μούσα ξυπνάει την εξυπνάδα και φέρνει μαζί της τοπία με κολόνες και μια ψεύτικη γεύση δάφνης. Πολύ συχνά η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ' ένα θρόνο στημένο σε κοφτερές κι απότομες άκρες κάνοντάς τον να ξεχνάει πως ξαφνικά, από στιγμή σε στιγμή, εκεί που κάθεται, μπορεί να τον κατασπαράξουν τα μερμήγκια ή μια πελώρια ακρίδα γεμάτη φαρμάκι να πέσει πάνω στο κεφάλι του.
Ενάντια σ' όλα αυτά, οι μούσες που φωλιάζουν στο μονόκλ ή στην απαλή ζεστασιά των βερνικωμένων τριαντάφυλλων ενός κομψού σαλονιο, είναι εντελώς ανίσχυρες. Ο άγγελος κι η μούσα έρχοντ' απ' έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ' αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια κύτταρα του αίματος.
Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δεκάτου ογδόου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι το ντουέντε.
Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερημίτη ή με την κρυφή φωνή του μυστικιστή. Μ' έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή με τα τρία μονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόμα κι όταν αναγκαστούμε ν' αναφωνήσουμε με τον Ησαΐα: "Αληθινά, εσύ είσαι ο μυστικός Θεός!", τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ' όποιον τον γυρέψει.
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε "σωστοί τρόποι". Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυμνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιμένει το θάνατο στην ερημιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαμωμένο σώμα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούμι του ακροβάτη και βάζει τα μάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόμη Λωτρεαμόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαμένκο* Παστόρα Παβόν, "Το Κορίτσι Με Τις Κτένες", μια σκοτεινή και βαθειά Ισπανική μεγαλοφυία εφάμιλλη του Γκόγια και του εξαίσιου ταυρομάχου Ραφαήλ ελ Γκάγιο, τραγουδούσε σε μια μικρή
ταβέρνα του Καντίθ. Τραγουδούσε με τη φωνή όλο σκιά και λειωμένο μέταλλο, με τη φωνή της σκεπασμένη με φύκια, πλεγμένη στα μακριά μαλλιά της. Στιγμές τη μούσκευε σε μανχανίγια, στιγμές την έχανε σε σκοτεινά κι απόμακρα δάση. Μα τίποτε. Τα ακροατήριο έμεινε ακίνητο. Dε χειροκρότησε κανείς. Ανάμεσα σ' αυτούς που την άκουγαν, βρισκόταν κι ο Ιγκνάθιο Εσπελέτα, ωραίος σα ρωμαϊκή χελώνα, που όταν κάποτε τον ρώτησαν: -"Πώς γίνεται και δεν εργάζεσαι ποτέ;", μ' ένα χαμόγελο άξιο του πάμπλουτου και μακάριου βασιλιά της Ταρνησού Αργανθόνιο, απάντησε:
-"Γιατί να εργαστώ, αφού πατρίδα μου είναι το Καντίθ";
Ήταν εκεί κι η Ελοίσα, η φλογερή αριστοκρατική πόρνη της Σεβίλλης, άμεση απόγονος της Σολέδα Βάργκας που το 1830 αρνήθηκε να παντρευτεί ένα Ρότσιλντ γιατί στις φλέβες του έτρεχε αίμα κατώτερο απ' το δικό της. Ήτανε κι οι Φλορίντας που πολλοί τους νομίζουν χασάπηδες ενώ στην πραγματικότητα είναι αρχαίοι ιερείς που συνεχίζουν να θυσιάζουν ταύρους στον Γηρυόνη. Και σε μια γωνιά στεκότανε κι εκείνη η επιβλητική μορφή, ο Ντον Πάμπλο Μουρούμπε, που 'τρεφε ταύρους, μ' ένα πρόσωπο σα μάσκα της Κρήτης. Μόνο ένας μικρόσωμος άντρας, ένας απ' αυτούς τους χορευτές με τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από μποτίλιες άσπρο μπράντυ, είπε με φωνή χαμηλή, γεμάτη σαρκασμό: "Βίβα Παρί!" σα να 'θελε να πει: "Εδώ δε ζητάμε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάμε κάτι άλλο!".
Μόλις τ' άκουσε "Το Κορίτσι Με Τις Κτένες", τινάχτηκε σα δαιμονισμένη, σαν τσακισμένη μοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε μονορούφι μια γεμάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς, και κάθισε ξανά να τραγουδήσει -χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσματα με το λαιμό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά με... ντουέντε. Κατάφερε να γκρεμίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν' αφήσει το δρόμο ελεύθερο σ' ένα μανιασμένο και φλογερό ντουέντε, σύντροφο των ανέμων που ξεσηκώνουν την άμμο στην έρημο, που 'κανε αυτούς που την άκουγαν ν' αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους με τον ίδιο ρυθμό που προσεύχονται οι Νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Βαρβάρας.
"Το Κορίτσι Με Τις Κτένες" αναγκάστηκε να κάνει κομμάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισμένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη μορφή μα το μεδούλι της μορφής, μια μουσική μεταρσιωμένη στην πιο γνήσια ουσία. Έπρεπε να φτωχύνει όλη της την ικανότητα και τα βοηθήματα, έπρεπε δηλαδή να διώξει τη μούσα και να μείνει μόνη για να μπορέσει να 'ρθει το ντουέντε, να παλέψει στήθος με στήθος, ελεύθερη μαζί του. Και πως τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίμα που σου 'κοβε την ανάσα με τον πόνο και την αλήθεια της κι άνοιγε σαν το δεκαδάκτυλο χέρι που σχηματίζουν τα καρφωμένα μα γεμάτα θύελλα πόδια ενός Χριστού φτιαγμένου από τον Χουάν ντε Χούνι.
Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ' όλους τους αραβικούς χορούς και τ' αραβικά τραγούδια η παρουσία του ντουέντε γίνεται δεκτή με κραυγές: "Αλά! Αλά!", "Θεέ! Θεέ!", που δε διαφέρει πολύ από το Ολέ της ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή "Βίβα Ντίος!", "Ζήτω ο Θεός!", μια βαθιά ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ' τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ' αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ' τους επτά του κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο 'Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.
Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νιώσουν όλοι την επίδραση της - οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα
αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια σ' ένα χορό στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες κι αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει -και νίκησε.
Όλες οι Τέχνες μπορούν να 'χουν ντουέντε, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό -είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και
καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν. Συχνά, το ντουέντε του συνθέτη περνάει στον ερμηνευτή. Κι αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα κι αν ο συνθέτης ή ο ποιητής είναι
ψεύτικος, το ντουέντε του ερμηνευτή μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο θαύμα που πολύ λίγο να μοιάζει με το αρχικό δημιούργημα. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της Ελεονόρα Ντούζε, που ξέθαβε αποτυχίες για να τις κάνει επιτυχίες, χάρη σ' αυτό που κείνη τους έδινε. Ή του Παγκανίνι που σύμφωνα με τον Γκαίτε μπορούσε να συνθέσει μελωδίες από εντελώς απλοϊκούς σκοπούς και του απολαυστικού εκείνου κοριτσιού στο Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία που το είδα κάποτε να τραγουδάει και να χορεύει εκείνο το τρομερό ιταλικό τραγούδι "Ώ! Μαρί!" με τέτοιο ρυθμό, τέτοιες παύσεις και τέτοιο νόημα, που κατάφερε από το φτηνό τραγούδι να φτιάξει ένα ολόρθο σκληρό φίδι από χρυσάφι. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ερμηνευτής ξανάπλαθε την αρχική δημιουργία: αίμα ζεστό και καλλιτεχνική μεγαλοφυία ζωντάνευαν σώματα πεθαμένα, άδεια από έκφραση.
Όλες οι Τέχνες κι όλες οι χώρες είναι ικανές για ντουέντε, για μούσα ή για άγγελο. Η Γερμανία, έξω, από λίγες εξαιρέσεις, κυβερνιέται από τη μούσα. Η Ιταλία έχει μονίμως έναν άγγελο. Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής κι αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα. Μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο. Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη μέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν έξω στον ήλιο. Σε καμιά άλλη χώρα ο πεθαμένος δεν είναι πιο ζωντανός απ' την Ισπανία. Το προφίλ του κόβει σα κόψη ξυραφιού. Τα αστεία γύρω από το θάνατο και μαζί κι η σιωπηλή τους ενατένιση είναι πράγματα γνωστά στους Ισπανούς. Απ' το "Όνειρο Των Νεκροκεφαλών" του Κεβέδο μέχρι το "Σάπισμα Του Επισκόπου" του Βάλντες Λεόλ, κι από τη Μπαρμπέλα του
δέκατου έβδομου αιώνα που πέθανε την ώρα της γέννας στη δημοσιά λέγοντας:


Το αίμα της μήτρας μου
Σκεπάζει τώρα τ' άλογο,
Τα πέταλα του αλόγου σου
Αστράφτουν φωτιά πίσσας...
ως το παλικάρι απ' τη Σαλαμάνκα που σκοτώθηκε τελευταία από ένα ταύρο φωνάζοντας την ώρα που πέθαινε:


Φίλοι πεθαίνω!
Φίλοι την έχω άσκημα!
Τρία μαντίλια
Γέμισαν τα σπλάχνα μου,
Κι αυτό εδώ είν' το τέταρτο...


απλώνεται ένας φράκτης από νιτρικά λουλούδια και πίσω του ένας λαός που ατενίζει σκεφτικά το θάνατο. Ένας λαός που στις πιο δύσκολες στιγμές του εμπνέεται από τους στίχους του Ιερεμία και στις πιο λυρικές από μυροφόρα κυπαρίσια. Μα ακόμα, ένας λαός που πιστεύει πως ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία κουβαλάει μέσα του τον αμετάκλητο, μεταλλικό αντίλαλο του θανάτου. Το μαχαίρι κι η ρόδα της άμαξας, το ξυράφι και τ' άγρια γένια των βοσκών, το γυμνό φεγγάρι,η μύγα, τα υγρά ντουλάπια, οι ιερές εικόνες οι σκεπασμένες μ' άσπρη νταντέλλα, ο ασβέστης, η γραμμή των γείσων και των τζαμένιων μπαλκονιών στην Ισπανία κρύβουν μια λεπτή χλόη θανάτου καθώς και φωνές και σύμβολα για το άγρυπνο μυαλό ταράζοντας τη μνήμη μας με τον ασάλευτο αέρα π' αφήνει πίσω του το πέρασμα μας.
Ο δεσμός της Ισπανικής τέχνης με τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι μια τέχνη που πνίγεται στ' αγκάθια και στις πέτρες. Ο θρήνος του Πλεμπέριο και οι χοροί του μεγάλου Χοσέφ Μαρία ντε Βαλντεβιέλσο δεν αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση πως απ' όλες τις μπαλάντες της Ευρώπης το ερωτικό αυτό Ισπανικό τραγούδι ξεχωρίζει:
-"Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Γιατί δε με κοιτάζεις, πες μου;"
-"Κάποτε είχα μάτια να σε δω,
τώρα στη σκιά τα' χω δοσμένα."
-"Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Τότε γιατί δε με φιλάς, αλήθεια, πες μου!".
-"Κάποτε είχα χείλια για φιλιά,
τώρα στη γη τα' χω χαρίσει."
-"Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Γιατί δεν μ' αγκαλιάζεις, πες μου !"
-"Κάποτε είχα χέρια για αγκαλιά,
Τώρα σκουλήκια έχουν γεμίσει".


Ούτε απορεί κανείς όταν συναντάει το τραγούδι αυτό στη παλιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας:


Στον κήπο θα πεθάνω
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Βρήκα το θάνατο στον κήπο
Μάνα γλυκιά!
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Μάνα γλυκιά!
Βρήκα το θάνατο να περιμένει
Κρυμμένο στην τριανταφυλλιά!
Στον κήπο θα πεθάνω
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.


Τα κεφάλια τα παγωμένα στο φως του φεγγαριού που τα ζωγράφισε ο Θουρμπαράν, το κίτρινο του βουτύρου και το κίτρινο του κεραυνού του Ελ Γκρέκο, η πρόζα του Φρά Σιγκουένθα, ολόκληρο το έργο του Γκόγια, η κάμαρα της εκκλησίας στο Εσκοριάλ, όλη η πολύχρωμη γλυπτική της Ισπανίας, η κρύπτη του παλατιού της Οσούνα, "Ο Θάνατος Με Τη Κιθάρα" στο παρεκκλήσι του Μποναβέρντες στη Μεντίνα ντε Ριοσέκο, ολ' αυτά είναι τα καλλιτεχνικά αντίστοιχα των ζωντανών πανομοιότυπων στην καθημερινή ζωή της Ισπανίας, όπως το προσκύνημα στον 'Αγιο Ανδρέα του Τεχίδο όπου οι πεθαμένοι έχουν θέση στην πομπή, τα μοιρολόγια που τραγουδούν στο φως των φαναριών οι γυναίκες της Αστούρια τις νύχτες του Νοέμβρη, ο χορός της Σίβυλλας στις καθεδρικές εκκλησίες του Τολέδο και της Μαγιόρκα, το σκοτεινό θρησκευτικό έργο "Ίν Ρικόρτ" της Τορτόσα, οι αμέτρητες λιτανείες της Μεγάλης Παρασκευής που μαζί με την πολύ σαφή γιορτή της ταυρομαχίας αποτελούν το λαϊκό θρίαμβο του θανάτου στην Ισπανία. Απ' όλες τις χώρες του κόσμου μόνο το Μεξικό μπορεί να παραβγεί την Ισπανία σ' αυτό.
Μόλις η μούσα μυριστεί το θάνατο, κλείνει την πόρτα, υψώνει ένα μνημείο, παρελαύνει μια νεκρώσιμη υδρία ή γράφει με χέρι κέρινο έναν επιτάφιο κι αρχίζει να μαδάει το στεφάνι της σε μια σιωπή που τρεμοσβήνει ανάμεσα σε δυο θλιμμένες αύρες. Κάτω απ' τη ρημαγμένη αψίδα της ωδής δένει με πένθιμα δάκτυλα τα τέλεια λουλούδια που ζωγράφισαν οι Ιταλοί τον δέκατο πέμπτο αιώνα και καλεί τον καθησυχαστικό πετεινό του Λουκρητίου να τρομάξει και να διώξει μακριά ανυποψίαστες σκιές.
Όταν ο άγγελος υποψιαστεί το θάνατο, κάνει ένα αργό κύκλο κι έρχεται και γνέθει με νάρκισσους και παγωμένα δάκρυα το ελεγειακό ποίημα που είδαμε να τρέμει στα χέρια του Κήτς, του Βιγιασαντίνο, του Ερρέρα, του Μπέκερ και του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Αλλά τι σύγχυση, τι πανικός, αν ο άγγελος νιώσει μια τόση δα αράχνη ν' αγγίζει τα ροδαλά του δάκτυλα!
Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα μπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για
πάντα απαρηγόρητα.
Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μιαν αντρίκεια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η μούσα κι ο άγγελος αποσύρονται με το βιολί ή με το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεμα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυμαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου. Η μαγική ιδιότητα ενός ποιήματος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να
βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί με το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν' αγαπήσεις και ξέρεις πως και 'σενα θα σε νιώσουν, πως και συ θ' αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει σε στιγμές που παίρνει στην ποίηση τη μορφή μιας πάλης μέχρι θανάτου.
Ας θυμηθούμε την περίπτωση της Αγίας Τερέζας, της κατ' εξοχήν "φλαμένκα", που είχε το ντουέντε μέσα της, όχι επειδή με τρεις εξαίσιες κινήσεις σταμάτησε έναν άγριο ταύρο, πράγμα που 'γινε, όχι γιατί καυχήθηκε για την ομορφιά της μπρος στον Φρά Χουάν Ντε Λα Μιζέρια. ούτε γιατί χαστούκισε τον απεσταλμένο του Πάπα -αλλά γιατί υπήρξε απ' τους λίγους εκλεκτούς που το ντουέντε (όχι ο άγγελος, ο άγγελος δεν επιτίθεται ποτέ) κάρφωσε μ' ένα βέλος γυρεύοντας να τη σκοτώσει επειδή του 'κλεψε το τελευταίο του μυστικό -τη λεπτή εκείνη γέφυρα που ενώνει τις πέντε αισθήσεις με το κέντρο της ζωής μετουσιωμένο σε γυμνή σάρκα, γυμνό σύννεφο, γυμνή θάλασσα: του Έρωτα πέρα απ' το Χρόνο.
Υπήρξε μια υπέροχη νικήτρια του ντουέντε αντίθετα από τον Φίλιππο της Αυστρίας που κυνηγώντας γεμάτος λαχτάρα τη μούσα και τον άγγελο της θεολογίας, βρέθηκε φυλακισμένος απ' το ντουέντε του ψυχρού πάθους στο παλάτι του Εσκοριάλ όπου η γεωμετρία σκλαβώνει και το όνειρο και το ντουέντε φοράει τη μάσκα της μούσας προς αιώνια τιμωρία του μεγάλου βασιλιά.
Είπαμε πως το ντουέντε γυρεύει την πληγή, το χείλος του γκρεμού κι ότι εμφανίζεται πάντα εκεί που οι μορφές χάνονται η μια μέσα στην άλλη σε μια νοσταλγία βαθύτερη απ' την εξωτερική έκφρασή τους. Στην Ισπανία (όπως και στην Ανατολή, όπου ο χορός είναι εκδήλωση θρησκευτική), το ντουέντε ασκεί απεριόριστη εξουσία πάνω στα σώματα των χορευτών του Καντίθ που ύμνησε ο Μαρτιάλις, στα στήθια των τραγουδιστών που ύμνησε ο Γιουβενάλις και σ' όλη την τελετή της ταυρομαχίας, ενός πράγματι θρησκευτικού δράματος όπου, όπως και στη θεία λειτουργία, λατρεύεται και θυσιάζεται ένας θεός. Είναι σα να συγκεντρώνεται όλος ο δαιμονισμός του κλασικού κόσμου σ' αυτό το τέλειο θέαμα, σύμβολο του πολιτισμού και της μεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυμό, την ωραιότερη μελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου. Ούτε στον Ισπανικό χορό ούτε στην ταυρομαχία υπάρχει καμιά διασκέδαση. Το ντουέντε φροντίζει να γεννήσει τον πόνο μέσα στο δράμα, ξεκινώντας από ζωντανές μορφές κι ετοιμάζει τη σκάλα της φυγής απ' την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα. Το ντουέντε φτάνει την πιο εντυπωσιακή μορφή του στη ταυρομαχία, γιατί απ' τη μια έχει να παλέψει με το θάνατο που μπορεί να φέρει την καταστροφή κι απ' την άλλη με τη γεωμετρία, με το μέτρο, που αποτελούντη βάση αυτού του θεάματος. Ο ταύρος έχει την τροχιά του, ο ταυρομάχος τη δικιά του κι ανάμεσα στις δυο τροχιές υπάρχει ένα σημείο υπέρτατου κινδύνου όπου βρίσκεται το αποκορύφωμα του τρομερού παιχνιδιού. Είναι δυνατό να οδηγεί η μούσα τη μουλέτα κι ο άγγελος τη μπαντερίγιας και θεωρηθεί καλός ο ταυρομάχος. Μα την ώρα της κάπας, όταν ο ταυρομάχος ειν' ακόμα δυνατός, χωρίς πληγές κι αργότερα, την ώρα του τελικού φόνου, είν' απαραίτητη η βοήθεια του ντουέντε. Ο ταυρομάχος που προκαλεί επιδεικτικά το θάνατο τρομάζοντας το κοινό δεν κάνει ταυρομαχία. Βρίσκεται απλώς στην παράλογη εκείνη κατάσταση του ανθρώπου που παίζει με τη ζωή του. Κι αυτό το κάνει ο καθένας. Ο άλλος, ο ταυρομάχος που τον δαγκώνει το ντουέντε, δίνει ένα τέλειο μάθημα Πυθαγόρειας μουσικής, τόσο τέλειο που ξεχνάμε πως ρίχνει συνέχεια την καρδιά του στα θυμωμένα κέρατα του ταύρου.
Ο Λαγκαρτίχο με το ρωμαϊκό του ντουέντε, ο Χοσελίτο με το εβραϊκό του ντουέντε, ο Μπελμόντε με το μπαρόκ του ντουέντε κι ο Καγκάντσο με το τσιγγάνικό του ντουέντε, από το σούρουπο της αρένας δείχνουν σε ζωγράφους, ποιητές και μουσικούς τα τέσσερα μεγάλα μονοπάτια της Ισπανικής παράδοσης.
Η Ισπανία είναι η μόνη χώρα όπου ο θάνατος υποδέχεται την κάθε άνοιξη με μεγάλες σάλπιγγες κι όπου η τέχνη κυβερνιέται πάντα από ένα οξύτατο ντουέντε που της έχει δώσει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και τη φρεσκάδα της.
Το ντουέντε που για πρώτη φορά στη γλυπτική γεμίζει τα μάγουλα των αγίων του έξοχου του Ματέο ντε Καμποστέλα με κόκκινο αίμα, είναι το ίδιο που κάνει τον 'Αγιο Ιωάννη του Σταυρού να κλαίει με βογκητά και καίει γυμνές νύμφες στα θρησκευτικά σονέτα του Λόπε ντε Βέγκα. Το ντουέντε που ύψωσε τον Πύργο του Σααγκούν και δουλεύει με πύρινα τούβλα στο Καλαταγιούντ και στο Τερουέλ, είναι το ίδιο που ξεσκίζει τα σύννεφα του Ελ Γκρέκο, που πετάει με τις κλωτσιές τους χωροφύλακες που ενοχλούν τον ποιητή Κεβέδο και τα δαιμόνια του Γκόγια. Όταν βρέχει, ξετρυπώνει έναν εμπνευσμένο Βελάσκεθ πίσω απ' τα βασιλικά γκρίζα του. Όταν χιονίζει, πετάει στο δρόμο έναν Ερρέρα ολόγυμνο για ν' αποδείξει πως το κρύο δε σκοτώνει. Όταν ο ήλιος καίει, το ντουέντε σέρνει μέσα στις φλόγες του τον Μπερουγκέτε και τον κάνει ν' ανακαλύψει μια καινούργια διάσταση στη γλυπτική.
Η μούσα του Γκόνγκορα κι ο άγγελος του Γκαρθιλάσο βγάζουν το δάφνινο στεφάνι τους όταν περνάει το ντουέντε του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού όταν:


Το πληγωμένο ελάφι
Προβάλλει στο βουνό.


Η μούσα του Γκονθάλο ντε Μπερθέο κι ο άγγελος του Αρχιερέα της Ίτα παραμερίζουν να περάσει ο Χόρχε Μανρίκε σα φτάνει βαριά πληγωμένος στις πύλες του πύργου του Μπελμόντε. Η μούσα του Γκρεγκόριο Ερνάντεθ κι ο άγγελος του Χοσέ ντε Μόρα αποτραβιούνται να κάνουν τόπο στο ντουέντε του Μένα που έρχεται χύνοντας δάκρυα από αίμα. Η μελαγχολική μούσα της Καταλλονίας κι ο μουσκεμένος απ' τη βροχή άγγελος της Γαλικίας πρέπει να σκύψουν ευλαβικά το κεφάλι μπρος στο ντουέντε της Καστίλλης, τόσο ξένο και μακρινό απ' το ζεστό ψωμί και την ήρεμη
αγελάδα που βόσκει ξένοιαστη δίπλα σ΄ ένα άπλωμα ξερής γης κι ανεμόδαρτου ουρανού. Το ντουέντε του Κεβέδο και το ντουέντε του Θερβάντες, το ένα με πράσινες φωσφορικές ανεμώνες και το άλλο με γύψινες ανεμώνες του Ρουϊντέρα, στεφανώνουν το βωμό του ντουέντε στην Ισπανία.
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι "μαύροι ήχοι" του Μανουέλ Τόρρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του ξύλου, του ήχου, των λέξεων και του μουσαμά -"μαύροι ήχοι" που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδερφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία.
Κυρίες και κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί αν κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά της μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσο.
Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντί Μεσσίνα ή αν φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
Μα το ντουέντε; Που είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μιαν ατέλειωτη αναζήτηση για καινούργια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων.

* cante jondo: βαθύ, μύχιο τραγούδι, το αρχαιότερο λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι, το βασικό δηλαδή. 'Αλλα μετεπτυγμένα είδη είναι η siguiriya (σιγκιρίγια), η jeliana (χελιάνα), η copla (κόπλα) κι η martinete (μαρτινέτα), που τραγουδιούνται χωρίς συνοδεία κιθάρας, και: solea (σολεά), η polo (πόλο), η saeta (σαέτα, σαΐτα) κλπ είναι επίσης διάφορες μορφές του που τραγουδιούνται με κιθάρα. Επίσης ταυτόσημο (και κατά τον Λόρκα, εκχυδαϊσμένη μορφή του) είναι: το cante flamenco (κάντε φλαμένκο) με μορφές όπως: οι granadinas (γραναδίνες), τα fantango (φαντάνγκο), οι malaguenas (μαλαγκένιες), οι sevillanas (σεβιλιάνες), οι rondenas (ροντένες) κλπ. Ο Λόρκα μελέτησε πάρα πολύ όλα τούτα τα είδη κι έδωσε πολλές διαλέξεις.
romancero gitano: ρομανθέρο, λέξη μεσαιωνική που σημαίνει τη συστηματική συλλογή μπαλαντών, ορίζεται δε η romanza (ρομάντσα) σαν επικολυρικό ποίημα τραγουδούμενο με συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου. χιτάνο δε, είναι ο τσιγγάνος, το τσιγγάνικο και ribirena (ριμπιρένια) είναι το παρόχθιο τραγούδι.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
(από μια διάλεξη του ποιητή για το ντουέντε και τη σημασία του)
Federico Garcia Lorca
"Duende" Εκδ: ΕΣΤΙΑ Αθήνα 1998
μετ.: Ολυμπία Καράγιωργα

Enrique Morente canta un poema de Garcia Lorca , al baile Eva Yerbabuena






Teoría y juego del duendeFederico García Lorca
Madrid, 1933.

Señoras y señores:
Desde el año 1918, que ingresé en la Residencia de Estudiantes de Madrid, hasta 1928, en que la abandoné, terminados mis estudios de Filosofía y Letras, he oído en aquel refinado salón, donde acudía para corregir su frivolidad de playa francesa la vieja aristocracia española, cerca de mil conferencias.
Con ganas de aire y de sol, me he aburrido tanto, que al salir me he sentido cubierto por una leve ceniza casi a punto de convertirse en pimienta de irritación.
No. Yo no quisiera que entrase en la sala ese terrible moscardón del aburrimiento que ensarta todas las cabezas por un hilo tenue de sueño y pone en los ojos de los oyentes unos grupos diminutos de puntas de alfiler.
De modo sencillo, con el registro que en mi voz poética no tiene luces de maderas, ni recodos de cicuta, ni ovejas que de pronto son cuchillos de ironías, voy a ver si puedo daros una sencilla lección sobre el espíritu oculto de la dolorida España.
El que está en la piel de toro extendida entre los Júcar, Guadalete, Sil o Pisuerga (no quiero citar a los caudales junto a las ondas color melena de león que agita el Plata), oye decir con medida frecuencia: "Esto tiene mucho duende." Manuel Torres, gran artista del pueblo andaluz, decía a uno que cantaba: "Tú tienes voz, tú sabes los estilos, pero no triunfaras nunca, porque tú no tienes duende."
En toda Andalucía, roca de Jaén y caracola de Cádiz, la gente habla constantemente del duende y lo descubre en cuanto sale con instinto eficaz. El maravilloso cantaor El Lebrijano, creador de la Debla, decía: "Los días que yo canto con duende no hay quien pueda conmigo"; la vieja bailarina gitana La Malena exclamó un día oyendo tocar a Brailowsky un fragmento de Bach: "¡Ole! ¡Eso tiene duende!", y estuvo aburrida con Gluck y con Brahms y con Darius Milhaud. Y Manuel Torres, el hombre de mayor cultura en la sangre que he conocido, dijo, escuchando al propio Falla su Nocturno del Generalife, esta espléndida frase: "Todo lo que tiene sonidos negros tiene duende." Y no hay verdad más grande.
Estos sonidos negros son el misterio, las raíces que se clavan en el limo que todos conocemos, que todos ignoramos, pero de donde nos llega lo que es sustancial en el arte. Sonidos negros dijo el hombre popular de España y coincidió con Goethe, que hace la definición del duende al hablar de Paganini, diciendo: "Poder misterioso que todos sienten y que ningún filósofo explica."
Así, pues, el duende es un poder y no un obrar, es un luchar y no un pensar. Yo he oído decir a un viejo maestro guitarrista: "El duende no está en la garganta; el duende sube por dentro desde la planta de los pies." Es decir, no es cuestión de facultad, sino de verdadero estilo vivo; es decir, de sangre; es decir, de viejísima cultura, de creación en acto.
Este "poder misterioso que todos sienten y que ningún filósofo explica" es, en suma, el espíritu de la sierra, el mismo duende que abrazó el corazón de Nietzsche, que lo buscaba en sus formas exteriores sobre el puente Rialto o en la música de Bizet, sin encontrarlo y sin saber que el duende que él perseguía había saltado de los misteriosos griegos a las bailarinas de Cádiz o al dionisíaco grito degollado de la siguiriya de Silverio.
Así, pues, no quiero que nadie confunda al duende con el demonio teológico de la duda, al que Lutero, con un sentimiento báquico, le arrojó un frasco de tinta en Núremberg, ni con el diablo católico, destructor y poco inteligente, que se disfraza de perra para entrar en los conventos, ni con el mono parlante que lleva el truchimán de Cervantes, en la comedia de los celos y las selvas de Andalucía.
No. El duende de que hablo, oscuro y estremecido, es descendiente de aquel alegrísimo demonio de Sócrates, mármol y sal que lo arañó indignado el día en que tomó la cicuta, y del otro melancólico demonillo de Descartes, pequeño como almendra verde, que, harto de círculos y líneas, salió por los canales para oír cantar a los marineros borrachos.
Todo hombre, todo artista llamará Nietzsche, cada escala que sube en la torre de su perfección es a costa de la lucha que sostiene con un duende, no con un ángel, como se ha dicho, ni con su musa. Es preciso hacer esa distinción fundamental para la raíz de la obra.
El ángel guía y regala como San Rafael, defiende y evita como San Miguel, y previene como San Gabriel.
El ángel deslumbra, pero vuela sobre la cabeza del hombre, está por encima, derrama su gracia, y el hombre, sin ningún esfuerzo, realiza su obra o su simpatía o su danza. El ángel del camino de Damasco y el que entró por las rendijas del balconcillo de Asís, o el que sigue los pasos de Enrique Susson, ordena y no hay modo de oponerse a sus luces, porque agita sus alas de acero en el ambiente del predestinado.
La musa dicta, y, en algunas ocasiones, sopla. Puede relativamente poco, porque ya está lejana y tan cansada (yo la he visto dos veces), que tuve que ponerle medio corazón de mármol. Los poetas de musa oyen voces y no saben dónde, pero son de la musa que los alienta y a veces se los merienda. Como en el caso de Apollinaire, gran poeta destruido por la horrible musa con que lo pintó el divino angélico Rousseau. La musa despierta la inteligencia, trae paisaje de columnas y falso sabor de laureles, y la inteligencia es muchas veces la enemiga de la poesía, porque imita demasiado, porque eleva al poeta en un bono de agudas aristas y le hace olvidar que de pronto se lo pueden comer las hormigas o le puede caer en la cabeza una gran langosta de arsénico, contra la cual no pueden las musas que hay en los monóculos o en la rosa de tibia laca del pequeño salón.
Ángel y musa vienen de fuera; el ángel da luces y la musa da formas (Hesíodo aprendió de ellas). Pan de oro o pliegue de túnicas, el poeta recibe normas en su bosquecillo de laureles. En cambio, al duende hay que despertarlo en las últimas habitaciones de la sangre.
Y rechazar al ángel y dar un puntapié a la musa, y perder el miedo a la fragancia de violetas que exhale la poesía del siglo XVIII y al gran telescopio en cuyos cristales se duerme la musa enferma de límites.
La verdadera lucha es con el duende.
Se saben los caminos para buscar a Dios, desde el modo bárbaro del eremita al modo sutil del místico. Con una torre como Santa Teresa, o con tres caminos como San Juan de la Cruz. Y aunque tengamos que clamar con voz de Isaías: "Verdaderamente tú eres Dios escondido", al fin y al cabo Dios manda al que lo busca sus primeras espinas de fuego.
Para buscar al duende no hay mapa ni ejercicio. Solo se sabe que quema la sangre como un tópico de vidrios, que agota, que rechaza toda la dulce geometría aprendida, que rompe los estilos, que hace que Goya, maestro en los grises, en los platas y en los rosas de la mejor pintura inglesa, pinte con las rodillas y los puños con horribles negros de betún; o que desnuda a Mosén Cinto Verdaguer con el frío de los Pirineos, o lleva a Jorge Manrique a esperar a la muerte en el páramo de Ocaña, o viste con un traje verde de saltimbanqui el cuerpo delicado de Rimbaud, o pone ojos de pez muerto al conde Lautréamont en la madrugada del boulevard.
Los grandes artistas del sur de España, gitanos o flamencos, ya canten, ya bailen, ya toquen, saben que no es posible ninguna emoción sin la llegada del duende. Ellos engañan a la gente y pueden dar sensación de duende sin haberlo, como os engañan todos los días autores o pintores o modistas literarios sin duende; pero basta fijarse un poco, y no dejarse llevar por la indiferencia, para descubrir la trampa y hacerle huir con su burdo artificio.
Una vez, la "cantaora" andaluza Pastora Pavón, La Niña de los Peines, sombrío genio hispánico, equivalente en capacidad de fantasía a Goya o a Rafael el Gallo, cantaba en una tabernilla de Cádiz. Jugaba con su voz de sombra, con su voz de estaño fundido, con su voz cubierta de musgo, y se la enredaba en la cabellera o la mojaba en manzanilla o la perdía por unos jarales oscuros y lejanísimos. Pero nada; era inútil. Los oyentes permanecían callados.
Allí estaba Ignacio Espeleta, hermoso como una tortuga romana, a quien preguntaron una vez: "¿Cómo no trabajas?"; y él, con una sonrisa digna de Argantonio, respondió: "¿Cómo voy a trabajar, si soy de Cádiz?"
Allí estaba Eloísa, la caliente aristócrata, ramera de Sevilla, descendiente directa de Soledad Vargas, que en el treinta no se quiso casar con un Rothschild porque no la igualaba en sangre. Allí estaban los Floridas, que la gente cree carniceros, pero que en realidad son sacerdotes milenarios que siguen sacrificando toros a Gerión, y en un ángulo, el imponente ganadero don Pablo Murube, con aire de máscara cretense. Pastora Pavón terminó de cantar en medio del silencio. Solo, y con sarcasmo, un hombre pequeñito, de esos hombrines bailarines que salen, de pronto, de las botellas de aguardiente, dijo con voz muy baja: "¡Viva París!", como diciendo. "Aquí no nos importan las facultades, ni la técnica, ni la maestría. Nos importa otra cosa."
Entonces La Nina de los Peines se levantó como una loca, tronchada igual que una llorona medieval, y se bebió de un trago un gran vaso de cazalla como fuego, y se sentó a cantar sin voz, sin aliento, sin matices, con la garganta abrasada, pero... con duende. Había logrado matar todo el andamiaje de la canción para dejar paso a un duende furioso y abrasador, amigo de vientos cargados de arena, que hacía que los oyentes se rasgaran los trajes casi con el mismo ritmo con que se los rompen los negros antillanos del rito, apelotonados ante la imagen de Santa Bárbara.
La Niña de los Peines tuvo que desgarrar su voz porque sabía que la estaba oyendo gente exquisita que no pedía formas, sino tuétano de formas, música pura con el cuerpo sucinto para poder mantenerse en el aire. Se tuvo que empobrecer de facultades y de seguridades; es decir, tuvo que alejar a su musa y quedarse desamparada, que su duende viniera y se dignara luchar a brazo partido. ¡Y como cantó! Su voz ya no jugaba, su voz era un chorro de sangre digna por su dolor y su sinceridad, y se abría como una mano de diez dedos por los pies clavados, pero llenos de borrasca, de un Cristo de Juan de Juni.
La llegada del duende presupone siempre un cambio radical en todas las formas sobre planos viejos, da sensaciones de frescura totalmente inéditas, con una calidad de rosa recién creada, de milagro, que llega a producir un entusiasmo casi religioso.
En toda la música árabe, danza, canción o elegía, la llegada del duende es saludada con enérgicos "¡Alá, Alá!", "¡Dios, Dios!", tan cerca del "¡Olé!" de los toros, que quién sabe si será lo mismo; y en todos los cantos del sur de España la aparición del duende es seguida por sinceros gritos de "¡Viva Dios!", profundo, humano, tierno grito de una comunicación con Dios por medio de los cinco sentidos, gracias al duende que agita la voz y el cuerpo de la bailarina, evasión real y poética de este mundo, tan pura como la conseguida por el rarísimo poeta del XVII Pedro Soto de Rojas a través de siete jardines o la de Juan Calímaco por una temblorosa escala de llanto.
Naturalmente, cuando esa evasión está lograda, todos sienten sus efectos: el iniciado, viendo cómo el estilo vence a una materia pobre, y el ignorante, en el no sé qué de una autentica emoción. Hace años, en un concurso de baile de Jerez de la Frontera se llevó el premio una vieja de ochenta años contra hermosas mujeres y muchachas con la cintura de agua, por el solo hecho de levantar los brazos, erguir la cabeza y dar un golpe con el pie sobre el tabladillo; pero en la reunión de musas y de ángeles que había allí, bellezas de forma y bellezas de sonrisa, tenía que ganar y ganó aquel duende moribundo que arrastraba por el suelo sus alas de cuchillos oxidados.
Todas las artes son capaces de duende, pero donde encuentra más campo, como es natural, es en la música, en la danza y en la poesía hablada, ya que estas necesitan un cuerpo vivo que interprete, porque son formas que nacen y mueren de modo perpetuo y alzan sus contornos sobre un presente exacto.
Muchas veces el duende del músico pasa al duende del intérprete y otras veces, cuando el músico o el poeta no son tales, el duende del intérprete, y esto es interesante, crea una nueva maravilla que tiene en la apariencia, nada más, la forma primitiva. Tal el caso de la enduendada Eleonora Duse, que buscaba obras fracasadas para hacerlas triunfar, gracias a lo que ella inventaba, o el caso de Paganini, explicado por Goethe, que hacía oír melodías profundas de verdaderas vulgaridades, o el caso de una deliciosa muchacha del Puerto de Santa María, a quien yo le vi cantar y bailar el horroroso cuplé italiano O Mari!, con unos ritmos, unos silencios y una intención que hacían de la pacotilla italiana una aura serpiente de oro levantado. Lo que pasaba era que, efectivamente, encontraban alguna cosa nueva que nada tenía que ver con lo anterior, que ponían sangre viva y ciencia sobre cuerpos vacíos de expresión.
Todas las artes, y aun los países, tienen capacidad de duende, de ángel y de musa; y así como Alemania tiene, con excepciones, musa, y la Italia tiene permanentemente ángel, España está en todos tiempos movida por el duende, como país de música y danza milenaria, donde el duende exprime limones de madrugada, y como país de muerte, como país abierto a la muerte.
En todos los países la muerte es un fin. Llega y se corren las cortinas. En España, no. En España se levantan. Muchas gentes viven allí entre muros hasta el día en que mueren y los sacan al sol. Un muerto en España está más vivo como muerto que en ningún sitio del mundo: hiere su perfil como el filo de una navaja barbera. El chiste sobre la muerte y su contemplación silenciosa son familiares a los españoles. Desde El sueño de las calaveras, de Quevedo, hasta el Obispo podrido, de Valdés Leal, y desde la Marbella del siglo XVII, muerta de parto en mitad del camino, que dice:
La sangre de mis entrañas
cubriendo el caballo está.
Las patas de tu caballo
echan fuego de alquitrán...
al reciente mozo de Salamanca, muerto por el toro, que clama:
Amigos, que yo me muero;
amigos, yo estoy muy malo.
Tres pañuelos tengo dentro
y este que meto son cuatro...
hay una barandilla de flores de salitre, donde se asoma un pueblo de contempladores de la muerte, con versículos de Jeremías por el lado más áspero, o con ciprés fragante por el lado más lírico; pero un país donde lo más importante de todo tiene un último valor metálico de muerte.
La cuchilla y la rueda del carro, y la navaja y las barbas pinchonas de los pastores, y la luna pelada, y la mosca, y las alacenas húmedas, y los derribos, y los santos cubiertos de encaje, y la cal, y la línea hiriente de aleros y miradores tienen en España diminutas hierbas de muerte, alusiones y voces perceptibles para un espíritu alerta, que nos llama la memoria con el aire yerto de nuestro propio tránsito. No es casualidad todo el arte español ligado con nuestra sierra, lleno de cardos y piedras definitivas, no es un ejemplo aislado la lamentación de Pleberio o las danzas del maestro Josef María de Valdivieso, no es un azar el que de toda la balada europea se destaque esta amada española:
-Si tú eres mi linda amiga,
¿cómo no me miras, di?
-Ojos con que te miraba
a la sombra se los di
-Si tú eres mi linda amiga,
¿cómo no me besas di?
-Labios con que te besaba
a la sierra se los di.
-Si tú eres mi linda amiga,
¿cómo no me abrazas, di?
-Brazos con que te abrazaba
de gusanos los cubrí.
Ni es extraño que en los albores de nuestra lírica suene esta canción:
Dentro del vergel
moriré
dentro del rosal
matar me han.
Yo me iba, mi madre,
las rosas coger,
hallara la muerte
dentro del vergel.
Yo me iba, madre,
las rosas cortar,
hallara la muerte
dentro del rosal.
Dentro del vergel
moriré,
dentro del rosal
matar me han.
Las cabezas heladas por la luna que pintó Zurbarán, el amarillo manteca con el amarillo relámpago del Greco, el relato del padre Sigüenza, la obra íntegra de Goya, el ábside de la iglesia de El Escorial, toda la escultura policromada, la cripta de la casa ducal de Osuna, la muerte con la guitarra de la capilla de los Benaventes en Medina de Rioseco, equivalen a lo culto en las romerías de San Andrés de Teixido, donde los muertos llevan sitio en la procesión, a los cantos de difuntos que cantan las mujeres de Asturias con faroles llenos de llamas en la noche de noviembre, al canto y danza de la sibila en las catedrales de Mallorca y Toledo, al oscuro ln Recort tortosino y a los innumerables ritos del Viernes Santo, que con la cultísima fiesta de los toros forman el triunfo popular de la muerte española. En el mundo, solamente Méjico puede cogerse de la mano con mi país.
Cuando la musa ve llegar a la muerte cierra la puerta o levanta un plinto o pasea una urna y escribe un epitafio con mano de cera, pero en seguida vuelve a rasgar su laurel con un silencio que vacila entre dos brisas. Bajo el arco truncado de la oda, ella junta con sentido fúnebre las flores exactas que pintaron los italianos del xv y llama al seguro gallo de Lucrecio para que espante sombras imprevistas.
Cuando ve llegar a la muerte, el ángel vuela en círculos lentos y teje con lágrimas de hielo y narciso la elegía que hemos visto temblar en las manos de Keats, y en las de Villasandino, y en las de Herrera, y en las de Bécquer y en las de Juan Ramón Jiménez. Pero ¡qué horror el del ángel si siente una arena, por diminuta que sea, sobre su tierno pie rosado!
En cambio, el duende no llega si no ve posibilidad de muerte, si no sabe que ha de rondar su casa, si no tiene seguridad de que ha de mecer esas ramas que todos llevamos y que no tienen, que no tendrán consuelo.
Con idea, con sonido o con gesto, el duende gusta de los bordes del pozo en franca lucha con el creador. Ángel y musa se escapan con violín o compás, y el duende hiere, y en la curación de esta herida, que no se cierra nunca, está lo insólito, lo inventado de la obra de un hombre.
La virtud mágica del poema consiste en estar siempre enduendado para bautizar con agua oscura a todos los que lo miran, porque con duende es más fácil amar, comprender, y es seguro ser amado, ser comprendido, y esta lucha por la expresión y por la comunicación de la expresión adquiere a veces, en poesía, caracteres mortales.
Recordad el caso de la flamenquísima y enduendada Santa Teresa, flamenca no por atar un toro furioso y darle tres pases magníficos, que lo hizo; no por presumir de guapa delante de fray Juan de la Miseria ni por darle una bofetada al Nuncio de Su Santidad, sino por ser una de las pocas criaturas cuyo duende (no cuyo ángel, porque el ángel no ataca nunca) la traspasa con un dardo, queriendo matarla por haberle quitado su último secreto, el puente sutil que une los cinco sentidos con ese centro en carne viva, en nube viva, en mar viva, del Amor libertado del Tiempo.
Valentísima vencedora del duende, y caso contrario al de Felipe de Austria, que, ansiando buscar musa y ángel en la teología, se vio aprisionado por el duende de los ardores fríos en esa obra de El Escorial, donde la geometría limita con el sueño y donde el duende se pone careta de musa para eterno castigo del gran rey.
Hemos dicho que el duende ama el borde, la herida, y se acerca a los sitios donde las formas se funden en un anhelo superior a sus expresiones visibles.
En España (como en los pueblos de Oriente, donde la danza es expresión religiosa) tiene el duende un campo sin límites sobre los cuerpos de las bailarinas de Cádiz, elogiadas por Marcial, sobre los pechos de los que cantan, elogiados por Juvenal, y en toda la liturgia de los toros, auténtico drama religioso donde, de la misma manera que en la misa, se adore y se sacrifica a un Dios.
Parece como si todo el duende del mundo clásico se agolpara en esta fiesta perfecta, exponente de la cultura y de la gran sensibilidad de un pueblo que descubre en el hombre sus mejores iras, sus mejores bilis y su mejor llanto. Ni en el baile español ni en los toros se divierte nadie; el duende se encarga de hacer sufrir por medio del drama, sobre formas vivas, y prepara las escaleras para una evasión de la realidad que circunda.
El duende opera sobre el cuerpo de la bailarina como el aire sobre la arena. Convierte con mágico poder una muchacha en paralítica de la luna, o llena de rubores adolescentes a un viejo roto que pide limosna por las tiendas de vino, da con una cabellera olor de puerto nocturno, y en todo momento opera sobre los brazos con expresiones que son madres de la danza de todos los tiempos.
Pero imposible repetirse nunca, esto es muy interesante de subrayar. El duende no se repite, como no se repiten las formas del mar en la borrasca.
En los toros adquiere sus acentos más impresionantes, porque tiene que luchar, por un lado, con la muerte, que puede destruirlo, y por otro lado, con la geometría, con la medida, base fundamental de la fiesta.
El toro tiene su órbita; el torero, la suya, y entre órbita y órbita un punto de peligro donde está el vértice del terrible juego.
Se puede tener musa con la muleta y ángel con las banderillas y pasar por buen torero, pero en la faena de capa, con el toro limpio todavía de heridas, y en el momento de matar, se necesita la ayuda del duende para dar en el clavo de la verdad artística.
El torero que asusta al público en la plaza con su temeridad no torea, sino que está en ese plano ridículo, al alcance de cualquier hombre, de jugarse la vida; en cambio, el torero mordido por el duende da una lección de música pitagórica y hace olvidar que tira constantemente el corazón sobre los cuernos.
Lagartijo con su duende romano, Joselito con su duende judío, Belmonte con su duende barroco y Cagancho con su duende gitano, enseñan, desde el crepúsculo del anillo, a poetas, pintores y músicos, cuatro grandes caminos de la tradición española.
España es el único país donde la muerte es el espectáculo nacional, donde la muerte toca largos clarines a la llegada de las primaveras, y su arte está siempre regido por un duende agudo que le ha dado su diferencia y su calidad de invención.
El duende que llena de sangre, por vez primera en la escultura, las mejillas de los santos del maestro Mateo de Compostela, es el mismo que hace gemir a San Juan de la Cruz o quema ninfas desnudas por los sonetos religiosos de Lope.
El duende que levanta la torre de Sahagún o trabaja calientes ladrillos en Calatayud o Teruel es el mismo que rompe las nubes del Greco y echa a rodar a puntapiés alguaciles de Quevedo y quimeras de Goya.
Cuando llueve saca a Velázquez enduendado, en secreto, detrás de sus grises monárquicos; cuando nieva hace salir a Herrera desnudo para demostrar que el frío no mata; cuando arde, mete en sus llamas a Berruguete y le hace inventar un nuevo espacio para la escultura.
La musa de Góngora y el ángel de Garcilaso han de soltar la guirnalda de laurel cuando pasa el duende de San Juan de la Cruz, cuando
el ciervo vulnerado
por el otero asoma.
La musa de Gonzalo de Berceo y el ángel del Arcipreste de Hita se han de apartar para dejar paso a Jorge Manrique cuando llega herido de muerte a las puertas del castillo de Belmonte. La musa de Gregorio Hernández y el ángel de José de Mora han de alejarse para que cruce el duende que llora lágrimas de sangre de Mena y el duende con cabeza de toro asirio de Martínez Montañés, como la melancólica musa de Cataluña y el ángel mojado de Galicia han de mirar, con amoroso asombro, al duende de Castilla, tan lejos del pan caliente y de la dulcísima vaca que pasta con normas de cielo barrido y sierra seca.
Duende de Quevedo y duende de Cervantes, con verdes anémonas de fósforo el uno, y flores de yeso de Ruidera el otro, coronan el retablo del duende de España.
Cada arte tiene, como es natural, un duende de modo y forma distinta, pero todos unen raíces en un punto de donde manan los sonidos negros de Manuel Torres, materia última y fondo común incontrolable y estremecido de leño, son, tela y vocablo.
Sonidos negros detrás de los cuales están ya en tierna intimidad los volcanes, las hormigas, los céfiros y la gran noche apretándose la cintura con la Vía láctea.
Señoras y señores: He levantado tres arcos y con mano torpe he puesto en ellos a la musa, al ángel y al duende.
La musa permanece quieta; puede tener la túnica de pequeños pliegues o los ojos de vaca que miran en Pompeya a la narizota de cuatro caras con que su gran amigo Picasso la ha pintado. El ángel puede agitar cabellos de Antonello de Mesina, túnica de Lippi y violín de Massolino o de Rousseau.
El duende... ¿Dónde está el duende? Por el arco vacío entra un aire mental que sopla con insistencia sobre las cabezas de los muertos, en busca de nuevos paisajes y acentos ignorados: un aire con olor de saliva de niño, de hierba machacada y velo de medusa que anuncia el constante bautizo de las cosas recién creadas.




romance de la luna- camaron

Romancero Gitano.Romance de la Luna Luna

Romancero Gitano.preciosa y el aire

Romancero Gitano - La Guitarra

Romancero Gitano - Baile

Romancero Gitano - Baladilla de los tres rios

Nana de Sevilla Federico G. Lorca




Teresa Berganza - Gabriel Estarellas - Nana de Sevilla Federico G.Lorca



Flamenco song, dance and guitar by Ramon Ruiz and Anita la Maltesa.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Νάρκισσος και ναρκισσισμός

Ηχώ και Νάρκισσος (Πίνακας του John William Waterhouse

Νάρκισσος (μυθολογία)

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα στην Ελληνική Μυθολογία ήταν και ο Νάρκισσος. Ένας ωραίος νέος της Βοιωτίας, γιος της Νύμφης Λειριώπης και του ποταμού Κηφισού χάριν του οποίου και αναπτύχθηκαν πολλές παραδόσεις (μύθοι).

Σημαντικότερες εξ αυτών των παραδόσεων ήταν:

  • Κάποια μέρα καθισμένος ο ωραίος Νάρκισσος κοντά σε μια πηγή είδε το πρόσωπό του στα νερά της πηγής. Στη θέα αυτή λέγεται πως τόσο πολύ θέλχθηκε, που θέλησε βυθίζοντας το βραχίωνα του στο νερό να τη συλλάβει. Επειδή όμως παρά τις προσπάθειές του δεν το κατώρθωνε παρέμεινε στη θέση αυτή αυτοθαυμαζόμενος μέχρι που υπέστει μαρασμό και πέθανε. Στη θέση εκείνη μετά από λίγο φύτρωσε το ομώνυμο άνθος ως σύμβολο της φθοράς και των χθόνιων θεοτήτων.
  • Ο Νάρκισσος αδιαφορώντας στον προς αυτόν έρωτα, του επίσης ωραίου νέου Αμεινία, κατέστη τελικά ο ηθικός αυτουργός στην αυτοκτονία του δεύτερου. Τότε η Νέμεσις αποφάσισε να τον τιμωρήσει σκληρά με το ίδιο πάθος, υποκινώντας τον, να δει στο νερό της πηγής την εικόνα του (το είδωλό του) και να την ερωτευθεί τόσο ώστε να πεθάνει από τον ανικανοποίητο προς εαυτόν έρωτά του.
  • Ο Νάρκισσος, μετά το θάνατο της επίσης πανέμορφης δίδυμης αδελφής του Ηχούς, με τη οποία και ήταν ερωτευμένος, δεν έβρισκε παρηγοριά στη δυστυχία του εκτός από το να βλέπει τον εαυτόν του στο νερό κάποιας πηγής στις Θεσπιές και να θυμάται την αδελφή του. Μέχρι που πέθανε στη θέση εκείνη από εξάντληση.
  • Η γνωστότερη όμως και περισσότερο διαδεδομένη παράδοση για τον Νάρκισσο ήταν η παρακάτω που οφείλεται στον Οβίδιο (στο έργο του "Μεταμορφώσεις" ΙΙΙ 342). Σύμφωνα μ΄ αυτή ο ωραίος Βοιωτός νέος, απασχολημένος να θαυμάζει την καθ΄ όλα άριστη σωματική του διάπλαση από τις όχθες ποταμού, στα νερά αυτού, δεν έδωσε καμία προσοχή ή δεν ανταποκρίθηκε στον εκδηλούμενο έρωτα της Νύμφης Ηχούς η οποία και συνεχώς τον καλούσε. Αποτέλεσμα ήταν η μεν φωνή της Ηχούς να εξασθενεί συνέχεια σε τρόπο ώστε ν΄ ακούγονται μόνο οι τελευταίες συλλαβές και να σβήνει, ο δε Νάρκισσος να πεθαίνει αυτοθαυμαζόμενος στο νερό του ποταμού που το χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο.


Narciso, por Caravaggio

Narciso (mitología)

En la mitología griega,
Narciso (en griego Νάρκισσος) era un joven conocido por su gran belleza. Acerca de su mito perduran varias versiones, entre las que se cuenta la de Ovidio, que fue el primero en combinar las historias de Eco y Narciso, y relacionarlas con la anterior historia del vidente-ciego Tiresias.

Según esta última, tanto doncellas como muchachos se enamoraban de Narciso a causa de su hermosura, mas él rechazaba sus insinuaciones. Entre las jóvenes heridas por su amor estaba la ninfa Eco, quien había disgustado a Hera y por ello ésta le había condenado a repetir las últimas palabras de aquello que se le dijera. Eco fue, por tanto, incapaz de hablarle a Narciso de su amor, pero un día, cuando él estaba caminando por el bosque, acabó apartándose de sus compañeros. Cuando él preguntó «¿Hay alguien aquí?», Eco contenta respondió: «Aquí, aquí». Incapaz de verla oculta entre los árboles, Narciso le gritó: «¡Ven!». Después de responder: «Ven, ven», Eco salió de entre los árboles con los brazos abiertos. Narciso cruelmente se negó a aceptar su amor, por lo que la ninfa, desolada, se ocultó en una cueva y allí se consumió hasta que solo quedó su voz. Para castigar a Narciso, Némesis, la diosa de la venganza, hizo que se enamorara de su propia imagen reflejada en una fuente. En una contemplación absorta, incapaz de apartarse de su imagen, acabó arrojándose a las aguas. En el sitio donde su cuerpo había caído, creció una hermosa flor, que hizo honor al nombre y la memoria de Narciso.


Narcisismo

El narcisismo es la actitud de la persona que siente una admiración exagerada por sus propias cualidades o acciones.

El término proviene de la mitología griega: la leyenda cuenta que Narciso era un hermoso joven que se enamoró de sí mismo al ver reflejada su imagen en una fuente. En su contemplación absorta de sí mismo, acabó arrojándose al agua; en ese sitio creció la flor que hoy recibe su nombre.

Sigmund Freud retomó la leyenda para hablar de una etapa temprana de la vida del niño, caracterizada por el amor a sí mismo.

Una persona narcisista tiende a creer que todo lo que hace o dice esta bien y cree que todos deberian ser como es èl o ella. Es dificil profundizarse con una persona narcisista pues se deben cumplir ciertas actitudes que ellos aprueben.




Νάρκισσος (βοτανική)

O Νάρκισσος αποτελεί ιδιαίτερο γένος φυτών της οικογένειας των Αμαρυλίδων ή Αμαρυλλιδών που περιλαμβάνει περί τα 40 είδη

Είναι φυτά ποώδη, πολυετή και βολβόρριζα που απαντώνται στην Ευρώπη, Β. Αφρική και ΒΔ. Ασία. Καλλιεργούνται ως κοσμητικά για τα ωραία και εύοσμα άνθη τους καθώς και για το παραγόμενο εξ αυτών έλαιο που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αρωματοποιΐα. Πολλαπλασιάζονται με βολβούς που φυτεύονται νωρίς το Φθινόπωρο.

Στην Ελλάδα είναι γνωστά 6 είδη εκ των οποίων τα πλέον αξιόλογα είναι:

  1. ο Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος, γνωστότερο με τα ονόματα ζαμπάκι, τσαμπάκι, μανουσάκι ή βούτσινο που απαντάται σε πολλές ποικιλίες. Είναι ο κατ΄ εξοχήν Νάρκισσος των αρχαίων Ελλήνων από το οποίο και κατασκεύαζαν το «ναρκίσσινο μύρο». Αυτό το είδος φθάνει ύψος τα 40 εκατοστά ο δε ανθοφόρος κλώνος του φέρει δέσμη 8-10 άνθη λευκά με το ανώτερο σημείο της στεφάνης κιτρινωπό.
  2. ο Νάρκισσος ο ποιητικός που φθάνει και αυτός σε ύψος τα 40 εκατοστά αλλά φέρει μόνο ένα άνθος λευκό με το άκρο της στεφάνης κόκκινο ή πορφυρό.
  3. ο Νάρκισσος ο όψιμος. Αυτός φθάνει σε ύψος μόλις 25 εκατοστά περίπου και φέρει μικρά και λευκά άνθη.

Από τα εξωτικά είδη του φυτού αυτού τα πλέον αξιόλογα είναι:

  1. ο Νάρκισσος ο εύοσμος που φέρει μικρά κατά δέσμες άνθη, κίτρινου χρώματος.
  2. ο Νάρκισσος ο πολυανθής με μικρά λευκά άνθη και
  3. ο Νάρκισσος ο βουρλοειδής με πολύ εύωδη άνθη.

Σύγχρονη έρευνα

Στην έρευνα της σύγχρονης φαρμακευτικής, στην αναζήτηση των συστατικών του "ναρκίσσινου μύρου" που παρασκεύαζαν οι αρχαίοι Έλληνες διαπιστώθηκε ότι οι βολβοί του Νάρκισσου είναι τοξικοί. Το δε άρωμα του άνθους του σε κλειστό χώρο όταν είναι πολλά μαζί επιφέρουν χαύνωση (νάρκωση), έτσι επαληθεύεται πως το αρχαίο εκείνο μύρο πρέπει να ήταν φαρμακευτικό. Πρόσφατα όμως ανακαλύφθηκε ότι ο Νάρκισσος περιέχει γαλανθαμίνηΑλτσχάιμερ. Και μάλλον τα αποτελέσματα πρέπει να είναι θετικά αφού ήδη κάποιο είδος του φυτού αυτού (μάλλον του βουρλοειδή) φέρει ήδη επίσημο όνομα Narcissus "Alois Alzheimer". χαρακτηριστική ουσία που θεραπεύει την άνοια. Στη Σκωτία σήμερα συνεχίζονται οι έρευνες αν αυτή η ουσία μπορεί να παραχθεί σε ποσότητα για τη θεραπεία της νόσου

  • Ο Νάρκισσος περιλαμβάνεται στους επίσημους πίνακες "Βοτάνων".



ναρκισσισμός

  • η αυταρέσκεια σε υπερβολικό βαθμό, ο ακραίος αυτοθαυμασμός
  • η έλξη του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό. Διακρίνεται σε πρωτογενή, οπότε είναι ένα φυσιολογικό μεταβατικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού, και σε δευτερογενή, οπότε συνιστά μια παθολογική κατάσταση για τον ενήλικα

Τα χαρακτηριστικά της ναρκισσιστικής προσωπικότητας

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε στοιχεία ναρκισσισμού από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Αυτό σημαίνει ότι επικεντρωνόμαστε στον εαυτό μας - στις επιθυμίες και τις ανάγκες μας. Ωστόσο η αυτοεκτίμηση και η δημόσια εικόνα μας, είναι η γέφυρα του ναρκισσισμού με την κοινωνία. Η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και τα μηνύματα που δίνουμε στους άλλους για μας είναι συνυφασμένα με τα βιώματα και τα μηνύματα που πήραμε από την οικογένειά μας στην παιδική ηλικία. Όταν βέβαια αυτό συναντάται στην υπερβολή του, τότε αναφερόμαστε σε διαταραγμένη προσωπικότητα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά των ατόμων με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας

* Η έντονη αίσθηση σπουδαιότητας και μεγαλείου που έχουν για τον εαυτό τους.
* Η έντονη ανάγκη τους για θαυμασμό.
* Η αδυναμία τους να αναγνωρίσουν και να νιώσουν τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα αισθήματα των άλλων.
* Φαντασιώνονται ιδιαίτερη επιτυχία, δύναμη, εξυπνάδα, ομορφιά ή ιδανική αγάπη.
* Πιστεύουν ότι είναι μοναδικά και ξεχωρίζουν και θα πρέπει και οι συναναστροφές τους να είναι ισάξιες.
* Πιστεύουν ότι οι άλλοι θα πρέπει να ακολουθούν ή να συμμορφώνονται στις δικές τους προσδοκίες.
* Εκμεταλλεύονται τους άλλους προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους.
* Συχνά φθονούν τους άλλους ή πιστεύουν ότι οι άλλοι τους φθονούν.
* Εμφανίζουν αλαζονική, υπεροπτική συμπεριφορά ή στάση.

Η ψυχολογία, ο τρόπος σκέψης & οι συμπεριφορές του νάρκισσου

Συνήθως οι νάρκισσοι είναι γοητευτικά, διασκεδαστικά και επιτυχημένα άτομα, ενώ πολλοί απ' αυτούς είναι και διάσημοι. Στην παρέα είναι ιδιαίτερα ευχάριστοι, συμμετέχουν σε κάθε είδους συζήτηση, με στόχο να γίνουν το επίκεντρο. Όταν νιώσουν ότι αυτό το έχουν εξασφαλίσει, συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα παιδιά. Χρειάζονται όλα όσα μπορείς να τους δώσεις και κυρίως το θαυμασμό σου για την εικόνα τους.

Μπορεί να τους δούμε επαγγελματικά επιτυχημένους αλλά υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην προχωρήσουν επαγγελματικά εξαιτίας του φόβου τους να ριψοκινδυνέψουν σε συναγωνιστικές καταστάσεις όπου υπάρχει κίνδυνος και να αποτύχουν.

Μοιάζουν να είναι ηθοποιοί στο θέατρο της ζωής τους. Ψεύδονται ακόμη και απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό, εφόσον έχουν την ικανότητα να αναπροσαρμόσουν ακόμη και βιώματα από το παρελθόν τους, προκειμένου να ωραιοποιήσουν την εικόνα τους. Δε θα παραδεχτούν ποτέ το λάθος τους και δε θα ζητήσουν συγνώμη. Αν κάτι δεν πάει καλά θα παίξουν το ρόλο του θύματος, μεταβιβάζοντας πολύ εύκολα την ευθύνη σε άλλους.

Δεν μπορούν να έρθουν πολύ κοντά συναισθηματικά με κάποιον γιατί στην ουσία δεν μπορούν να αγαπήσουν ούτε τον εαυτό τους. Αγαπούν την εικόνα τους (ένα εξιδανικευμένο άτομο που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει). Τα άτομα αυτά έχουν εύθραυστη αυτοεκτίμηση και είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην κριτική των άλλων. Εύκολα πληγώνονται, νιώθουν ταπεινωμένα και άδεια και ενδεχομένως μπορεί να αντιδρούν με έντονη οργή και αντεπίθεση.

Αίτια ναρκισσισμού

Τα Βιώματα Του & Ο Ρόλος Της Οικογένειας Στη Διαμόρφωση Του Χαρακτήρα Του

Στη φυσική ανάπτυξη του εγώ, όλοι οι άνθρωποι περνούν από ναρκισσιστικά στάδια. Τα μωρά νομίζουν ότι όλος ο κόσμος τους ανήκει. Οι έφηβοι αντιδρούν στις αντιλήψεις των γονιών τους και προσπαθούν να αυτονομηθούν. Για να γίνει αυτό, βλέπουν τον εαυτό τους πιο ισχυρό και πιο έξυπνο από τους γονείς τους.

Έχει αποδειχτεί ότι σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ναρκισσιστικής προσωπικότητας παίζει το οικογενειακό περιβάλλον και τα βιώματα του ατόμου στην παιδική ηλικία.

* Πολλοί γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους με βάση το καλύτερο που πιστεύουν οι ίδιοι γι' αυτά, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μεγαλώνει ως προέκταση του γονιού, αναπτύσσοντας ένα προσωπείο που το εμποδίζει να δει τις δικές του πραγματικές ανάγκες.

* Σε άλλες οικογένειες παρατηρείται ο ένας από τους δύο γονείς να είναι αδιάφορος, ενώ ο άλλος υπέρμετρα φιλόδοξος για την πορεία του παιδιού. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί απαντώντας στη φιλοδοξία του ενός γονέα επιδιώκει και την προσοχή του άλλου. Τα παιδιά θέλουν να ικανοποιούν τους γονείς και να εισπράττουν το θαυμασμό τους. Με αυτό τον τρόπο τα ανήλικα άτομα εγκλωβίζονται σε εικόνες για τον εαυτό που δεν ανταποκρίνονται στις δικές τους και που στον ενήλικο βίο έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της ναρκισσιστικής τους προσωπικότητας.

Η σχέση με τους άλλους

Στη σχέση του με τους άλλους, ο νάρκισσος αναζητά άτομα που προάγουν την εικόνα που νομίζει πως έχει και στη συνέχεια φαίνεται να ικανοποιεί την κάθε τους επιθυμία. Στην πραγματικότητα όμως, απαιτεί να θαυμάζεται με βάση αυτό που νομίζει πως είναι και όχι με βάση την πραγματική του εικόνα αφού και ο ίδιος αδυνατεί να τη βιώσει. Το επίπεδο του «σχετίζεται» ενός ατόμου με ναρκισσιστική δράση, χαρακτηρίζεται από την απάθειά του απέναντι σε αντιδράσεις φόβου, ανυπομονησίας ή θυμού.

Οι διαπροσωπικές τους σχέσεις κατά κανόνα είναι προβληματικές, εξαιτίας της ανάγκης τους για θαυμασμό, της αίσθησης ότι έχουν ιδιαίτερα δικαιώματα και της αδυναμίας τους να νιώσουν τις ανάγκες των άλλων.

Θετικές επιδράσεις στη ναρκισσιστική παρουσία μπορεί να έχει και η ανείπωτη αίσθηση από κάποιον άλλον, ότι υπάρχουν σαφή συναισθηματικά όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί.

Σε αντίθετη περίπτωση, η συναναστροφή με ένα νάρκισσο μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματικό αποσυντονισμό. Η οριοθέτηση ωστόσο, κρίνεται αναγκαία αφού βοηθά το συναναστρεφόμενο να μη θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τις συμπεριφορές του νάρκισσου, του οποίου η δράση είναι ακαθόριστη. Οι νάρκισσοι εναντιώνονται σε οποιοδήποτε πλαίσιο αμφισβητεί το μεγαλειώδες της προσωπικότητάς τους, καθώς και σε ότι φαίνεται αυστηρά οριοθετημένο, αφού την ίδια στιγμή απαιτείται να έρθουν σε επαφή με τις ευθύνες τους, που είναι άλλωστε και ένα σοβαρό κομμάτι, που πυροδοτεί την παθολογία τους.

Αντιμετωπίζοντας έναν νάρκισσο

Τέσσερις θέσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ένα τέτοιο άτομο αλλά και που θα προστατεύσουν κάποιον που το συναναστρέφεται.

1. Απενοχοποίηση. Στη συναναστροφή με ένα νάρκισσο το σημαντικότερο είναι να εντοπίσεις ότι το πρόβλημα είναι ο ίδιος και δεν ευθύνεσαι εσύ για τη συμπεριφορά του.

2. Οριοθέτηση. Αυτό σημαίνει να μην παραβλέπεις τις δικές σου ανάγκες και επιθυμίες και να μην επιτρέπεις και στον ίδιο να σου τις παραβιάζει.

3. Καθρέφτισμα της συμπεριφοράς του. Προσπάθησε να απαντάς και να πράττεις όπως κάνει αυτός. Χρησιμοποίησε τα λόγια και τις πράξεις του δηλαδή, για παράδειγμα, φεύγει από το σπίτι, φύγε και συ, άσκησέ του κριτική, αν σε μειώνει κάνε και σ' αυτόν το ίδιο, κ.α. Ο νάρκισσος, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το καθρέφτισμα της συμπεριφοράς του, υποχωρεί.

4. Η απειλή της εγκατάλειψης. Όταν ένας νάρκισσος έρχεται με κάποιον κοντά συναισθηματικά, ο μεγαλύτερός του φόβος είναι η εγκατάλειψη. Αυτό προέρχεται από τα παιδικά του βιώματα μέσα στην οικογένεια. Η εγκατάλειψη λοιπόν ή η απειλή πως θα τον εγκαταλείψουν, του δημιουργεί τόσο μεγάλο φόβο που μπορεί να αλλάξει αυτόματα συμπεριφορά.

Τρία βασικά βήματα αυτοβοήθειας για τον ίδιο τον νάρκισσο

1. Συχνά τα άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει πρόβλημα στη σχέση τους με τους άλλους, ωστόσο είναι δύσκολο να παραδεχτούν και να αποδεχτούν ότι ευθύνονται οι ίδιοι. Εάν επιτρέψουν στον εαυτό τους να εντοπίσει την ευθύνη τους, ήδη έχουν κάνει το σημαντικότερο βήμα στην αντιμετώπιση του προβλήματός τους.

2. Μέσα από ένα υποστηρικτικό περιβάλλον (π.χ. φίλοι, γονείς, σύντροφος), που θα τους επισημαίνουν την πραγματικότητα και δε θα τους ενισχύουν τον ιδεατό κόσμο που οι ίδιοι έχουν φτιάξει για τον εαυτό τους, μπορούν να «σπάσουν το φανταστικό καθρέφτη», να αποδεχτούν, να εκτιμήσουν και να αγαπήσουν αυτό που πραγματικά είναι.

3. Να αποφασίσουν να δεχτούν ψυχοθεραπευτική βοήθεια ώστε να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους, να ενδυναμώσουν τα υγιή κομμάτια της προσωπικότητάς τους και να αποδυναμώσουν την παθολογία τους. Αν επιθυμείς περισσότερα εδώ














Mozart

Sonata in C Major K. 330

Rondo in Major K485

Chopin
Ballade 1

Sonata No. 2

Beethoven
Moonlight Sonata mvt. 3

6th symphony

Symphony No.9

Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

«Ευμενίδες» Τραγωδία του Αισχύλου












William Blake Richmond Electra


















Iphigenie de Anselm Feuerbach


















Iphigenie de Anselm Feuerbach















Minerva among the muses

















Orestes Delphi





















Apollo de Mantoue



















Apollo Musagetes Pio Clementino















Apollo musei Capitolini


























Apollo museo Instabul





















Apollo musei Capitolini




















Athena
















Mattei Athena






















Mattei Athena


















Pallas Giustiniani








Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής, δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας:
Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, διἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν

Δηλαδή, "είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση (δηλ. αναπαράσταση επί σκηνής) πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης, η οποία έχει κάποια διάρκεια, με λόγο ποιητικό ("γλυκό" ή "διανθισμένο", στην κυριολεξία), τα μέρη της οποίας διαφέρουν στη φόρμα τους, που παριστάνεται ενεργά και δεν απαγγέλλεται, η οποία προκαλώντας τη συμπάθεια και το φόβο του θεατή τον αποκαθάρει (λυτρώνει) από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα".




«
Ευμενίδες»

Τραγωδία του Αισχύλου, η τρίτη από την τριλογία του « Ορέστεια», που σώθηκε ολόκληρη και περιλαμβάνει τον « Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρους». Το σατυρικό δράμα που συμπλήρωνε την τετραλογία ήταν ο «Πρωτεύς», από τον οποίο όμως μόνο λίγα αποσπάσματα σώθηκαν. Η τετραλογία διδάχτηκε το 458 π.Χ., τη χρονιά που επώνυμος άρχοντας ήταν ο Φιλοκλής. Χορηγός ήταν ο Ξενοκλής ο Αφιδναίος.

1. Υπόθεση.
Οι «Ευμενίδες» αρχίζουν από το σημείο στο οποίο τελειώνουν οι «Χοηφόροι». Ο Ορέστης φτάνει στους Δελφούς κυνηγημένος από τις Ερινύες, τις φοβερές θεές που καταδιώκουν τους
μητροκτόνους και που στην τραγωδία αποτελούν το χορό. Αυτές δε συγχωρούν το έγκλημα του Ορέστη. Ο Απόλλωνας όμως επεμβαίνει και τον προστατεύει από την εκδικητική τους μανία. Τον στέλνει στην Αθήνα για να δικαστεί από τον 'Αρειο Πάγο, δηλ. από το ανώτατο δικαστήριο της πόλεως. Συνήγορος και προστάτης του Ορέστη στη δίκη αυτή είναι η θεά Αθήνα. Το δικαστήριο αμφιταλαντεύεται και διχάζεται. Μπορεί να είχε δίκαιο ο Ορέστης που εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του, συγχρόνως όμως έκανε και ένα έγκλημα αντίθετο προς τη φύση,
σκοτώνοντας την μητέρα του. Η απόφαση βγαίνει με ισοψηφία. Οι μισοί ψήφοι είναι καταδικαστικοί και οι άλλοι μισοί αθωωτικοί.
Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή ρίχνει η Αθηνά τη δική της ψήφο στις αθωωτικές και έτσι γλυτώνει ο Ορέστης από την καταδίκη. Η Αθηνά αναλαμβάνει στη συνέχεια να εξευμενίσει και τις οργισμένες θεότητες που καταδιώκουν τον Ορέστη και τις μεταβάλλει από Ερινύες (=τιμωρές θεότητες) σε Ευμενίδες (=ευνοϊκές θεότητες). Από εδώ πήρε και την ονομασία του το δράμα.

2 . Η σκηνή του δράματος.
Το δράμα εκτυλίσσεται σε δύο σκηνές. Η πρώτη στο χώρο του Μαντείου των Δελφών, όπου καταφεύγει κυνηγημένος ο Ορέστης και η δεύτερη στο χώρο του Αρείου Πάγου της Αθήνας, όπου διεξάγεται η κρίσιμη δίκη.

3. Τα πρόσωπα της τραγωδίας.
Πυθία(η
μάντισσα των Δελφών), Ορέστης, Απόλλωνας, το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας, χορός Ευμενίδων, Αθηνά, συνοδοί (βουβά πρόσωπα).

4. Ανάλυση των «Ευμενίδων».
Με την έναρξη του έργου εμφανίζεται η Πυθία, η οποία προλογίζοντας εκφράζει το σεβασμό της προς την
πρωτομάντισσα Γαία, τη θέμιδα, την τιτανίδα Φοίθη και τέλος προς τον Απόλλωνα, το γιο της Φοίβης, που της υπαγορεύει τους χρησμούς, τους οποίους αυτή δίνει στους ανθρώπους (στίχ. 1-33). Τελειώνοντας την προσευχή της η Πυθία ετοιμάζεται να μπει στο ιερό, έξαλλη όμως ξαναβγαίνει και αφηγείται το τρομερό θέαμα που αντίκρυσε: Ένας άνδρας αιματοσταγής (Ο Ορέστης) πεσμένος μπροστά στον «ομφαλό», κρατά κλωνάρι ελιάς στεφανωμένο με ταινίες από άσπρο μαλλί (σύμβολα της ικεσίας), ενώ γύρω του κοιμούνται βδελυρά όντα (οι Ερινύες), που η αναπνοή τους μοιάζει αγκομαχητό και τα μάτια τους στάζουν αίμα (στίχ. 34-63).
Τη στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Απόλλωνας και συμβουλεύει τον Ορέστη να επωφεληθεί από τον ύπνο των Ερινυών, να φύγει αμέσως για την Αθήνα, όπου να προσπέσει ικέτης στο αρχαίο άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς. Του υπόσχεται να τον βοηθήσει στη δίκη που θα γίνει εκεί, ώστε να απαλλαγεί από τα δεινό του, γιατί παραδέχεται ότι αυτός ο ίδιος τον έβαλε να σκοτώσει τη μητέρα του. Ύστερα του δίνει για συνοδό τον Ερμή και ο ίδιος μπαίνει στο ναό του (στίχ. 64—93).Παρουσιάζεται τότε το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας και φωνάζει τις Ερινύες να ξυπνήσουν. Εκείνες με ουρλιαχτά τρέχουν στη σκηνή και βρίζουν τον Απόλλωνα, που προστατεύει ένα μιασμένο μητροκτόνο. Ξαναπαρουσιάζεται ο Απόλλωνας και διεξάγει μία έντονη φιλονικία για το κατά πόσο είναι μιαρή η πράξη του Ορέστη. Τελικά ο θεός τις διώχνει από το ιερό του σαν ανεπιθύμητες και εκείνες φεύγουν για την Αθήνα, για να καταδιώξουν εκεί το μητροκτόνο (στίχ. 94-235). Η σκηνή τώρα μεταφέρεται στην Ακρόπολη των Αθηνών. Τρέχοντας ο Ορέστης κατευθύνεται προς το άγαλμα της Αθηνάς, μπροστά στο οποίο πέφτει σαν ικέτης. Τον προφταίνουν όμως και οι Ερινύες, οι οποίες τον περικυκλώνουν και τον απειλούν ότι θα του ρουφήξουν το αίμα και ύστερα θα τον πετάξουν στον Άδη. Την ώρα εκείνη εμφανίζεται η Αθηνά και ρωτά να μάθει ποιοι είναι και τι θέλουν οι συγκεντρωμένοι γύρω από το άγαλμα της. Της παρουσιάζονται οι αντίπαλοι και της εμπιστεύονται την κρίση της υποθέσεως. Με προσταγή της θεάς συγκροτείται το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, στο οποίο προσέρχεται σαν μάρτυρας υπερασπίσεως ο Απόλλωνας (στίχ. 236-66). Οι δικαστές χωρίζονται στα δύο και ισοψηφούν. Τότε η Αθηνά, που προεδρεύει στη δίκη αυτή και εκπροσωπεί την ηθική κοινωνική συνείδηση, ψηφίζει για την αθώωση του Ορέστη, ο οποίος απαλάσσεται έτσι από την ευθύνη της μητροκτονίας (στίχ. 667-743). Ο Ορέστης ευχαριστεί την Αθήνα και τον Απόλλωνα και ορκίζεται αιώνια συμμαχία της πατρίδας του Αργούς με την Αθήνα, της οποίας προστάτιδα είναι η Αθηνά, και φεύγει (στίχ. 744-777). Οι Ερινύες κατηγορούν τους δύο θεούς ότι με την ανάμειξη τους και την έκβαση της δίκης ανέτρεψαν τους ηθικούς νόμους και απειλούν άπειρα κακά για τους Αθηναίους. Η Αθηνά όμως τις καλοπιάνει, τις καταπραΰνει και τις συμφιλιώνει προς τους Αθηναίους (στίχ. 778-995). Έτσι από κόρες της νύχτας μεταβάλλονται σε αναθοποιά πνεύματα, από Ερινύες δηλ. γίνονται θεές Ευμενίδες, δίνουν μύριες ευχές στους κατοίκους της πόλεως και φεύγουν συνοδευόμενες από τις ιέρειες της Αθηνάς και τους πιο ευγενείς Αθηναίους.

5. Ιδέες του δράματος.
Η κεντρική ιδέα παρουσιάζεται με δύο σκέλη:
α) Η εξάγνιση του μητροκτόνου. Κατά τον Τ. Ρούσσο « Ο μιασμένος, έστω και κατά θεϊκή εντολή φονιάς, κινείται ολοένα προς το φως, προς την κάθαρση: Ο Ορέστης πορεύεται από το σκοτεινό Αργός στον λαμπερό Απόλλωνα στους Δελφούς και από εκεί στην πνευματική λάμψη της Αθηνάς, στην Αθήνα», β) Ο σεβασμός στον Άρειο Πάγο.Η Αθηνά στους στιχ.482-4 λέει «Αφού έφθασεν ως εδώ το ζήτημα, θα διαλέξω δικαστές του φόνου ορκωτούς και ένα θεσμό παντοτεινό θα ιδρύσω».Στο χωρίο αυτό διαφαίνεται η επιθυμία του Αισχύλου να προσδώσει θεία προέλευση και καταγωγή στον Αρειο Πάγο και να κατοχυρώσει με τρόπο αιώνιο και αδιάβλητο το θεσμό του, στη μείωση του οποίου απέβλεπε ο Περικλής, όπως υποστηρίζουν μερικοί ερευνητές. Έτσι το χωρίο αυτό παίρνει και πολιτική σημαοία.Επιπ\έον όμως τιμά και τους Αθηναίους και γενικά τους ανθρώπους, βάζοντας την Αθηνά να αναθέτει την επίλυση διαφοράς θεών σε δικαστήριο θνητών, την απόφαση των οποίων είναι έτοιμοι να δεχτούν οι θεοί.Παράλληλα όμως αναπτύσσεται και μία δευτερεύουσα ιδέα. Υπερασπιζόμενος ο Απόλλωνας τον Ορέστη ισχυρίζεται ότι ο φόνος της Κλυταιμνήστρας ήταν δίκαιος, γιατί ήταν θέληση του Δία και ότι ο πατέρας είναι κάτι πολυτιμότερο από τη μητέρα. Και αυτό εξηγείται ως εξής: «Το παιδί δεν το γεννά αυτή πού
λέγεται μητέρα του· αυτή τρέφει μόνο το σπέρμα που κυοφορεί- γεννά ο άντρας, κι αυτή σαν ξένη το φυλάει το φύτρο, αν ο θεός το αφήσει ζωντανό» (στίχ. 658-661). Άρα ο Ορέστης είναι περισσότερο τέκνο του Αγαμέμνονα παρά της Κλυταιμνήστρας. Με την καινούργια αυτή θεωρία ο Αισχύλος κάνει ένα σαφή υπαινιγμό για τη λήξη της μητραρχικής περιόδου. Και στην περίπτωση όμως αυτή δε λείπει ο πολιτικός στόχος. Συνεχίζοντας ο Απόλλωνας δηλώνει στους Αθηναίους, ότι αν αθωώσουν τον Ορέστη, οι Αργείοι θα είναι αιώνίοι σύμμαχοι τους για το καλό που έκαναν στο βασιλόπουλο τους.

6. Η αξία της τραγωδίας.
Η τραγωδία αυτή, μαζί με τις άλλες δύο της τριλογίας « Ορέστεια», αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο των ελληνικών γραμμάτωνν μετά τα ομηρικά έπη.
Τέτοια είναι η ποικιλία στις ιδέες, η μεγαλοπρέπεια του λόγου και η αφθονία των εικόνων, ώστε να θεωρείται ότι συγκεντρώνει όλες τις αρετές που συνθέτουν το υψηλό τραγικό ύφος. Με την παρέμβαση ειδικότερα της Αθηνάς, η οποία αντιτάσσει τη λογική και τη φιλευσπλαχνία στην άγρια μανία των παθών και τις εκδικήσεις, δίνεται το μέτρο μιας ευνομούμενης πολιτείας, δηλ. της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και έτσι η τραγωδία αποκτά και υψηλό πολιτικό περιεχόμενο.


Δίοδος, Η Πύλη της Γνώσης



Mind Body & Soul