Animated Graphics, Animated Gif,  Animated Gifs,  Animated Flowers, Color Splash, Flowers, Keefers Pictures, Images and Photos
Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, χώμα, αέρας, φως, είναι μέρος της αιωνιότητας. Αιωνιότητα δεν είναι ό,τι αντέχει στο χρόνο - γιατί τότε θα’χαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες - αλλά ό,τι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα.Λιλή Ζωγράφου

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Γιώργης Βαρλάμος αφιέρωσε όλη τη ζωή και την τέχνη του στον αγώνα για να γίνει ο κόσμος καλύτερος...



Η γλώσσα της τέχνης είναι κάθε φορά διαφορετική, είναι εικαστική γλώσσα, μουσική γλώσσα, λόγος, αυτό είναι ένα μέσον και όχι αυτοσκοπός.

Γιώργης Βαρλάμος, (1922): τι λέει η εικόνα μου και όχι το πώς είναι φτιαγμένη (αποσπάσματα)


 Εμμανουήλ Μαυρομμάτη Ο διάλογος που ακολουθεί και του οποίου δημοσιεύονται αποσπάσματα, θα περιληφθεί ολόκληρος στο προσεχές βιβλίο του συγγραφέα με συνομιλίες του με ΄Ελληνες χαράκτες.



Γιώργης Βαρλάμος: Εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε σαν καλλιτέχνες, είναι να ψάξουμε να βρούμε τον εαυτό μας και με κάποια γλώσσα που διαθέτουμε να τον εκφράσουμε […]. Η γλώσσα της τέχνης είναι κάθε φορά διαφορετική, είναι εικαστική γλώσσα, μουσική γλώσσα, λόγος, […] αυτό είναι ένα μέσον και όχι αυτοσκοπός. Λάθος μεγάλο οι τάσεις και τα ρεύματα που ψάχνουν να βρουν […] τι θα πει ότι ψάχνω να βρω μια γλώσσα και αυτό το θεωρούμε σκοπό; […] Είναι απλώς ένα εργαλείο με το οποίο θα γράψω αυτά που αισθάνομαι σαν καλλιτέχνης. […].


Εμμανουήλ Μαυρομμάτης: Αυτό το βρήκατε όμως σιγά-σιγά. Όταν ξεκινούσατε όμως, είχατε πάντοτε αυτή την οπτική ή βρέθηκε λίγο-λίγο με την πράξη;

 -Ασφαλώς όταν ξεκίνησα δεν ήξερα πολλά πράγματα, […] ούτε έκανα κανένα ηρωισμό […] απλώς αυτό που ήθελα, έπεσα με τα μούτρα να το μάθω. Και τό 'μαθα. Και όχι μόνο τό 'μαθα, είναι σαν το γραφικό μου χαρακτήρα, […] όσο γράφω, τόσο ο γραφικός μου χαρακτήρας γίνεται πιο προσωπικός. Κάποτε αναζητούσαν, πριν μερικά χρόνια, το πρωτότυπο, ποιο είναι το πρωτότυπο; Το πρωτότυπο το έψαχναν όλοι να το βρούνε, μήπως αυτό που κάνουν μοιάζει με τον Matisse, με τον Delacroix. […] Άμα θα είσαι εσύ, εκείνο που σε βολεύει, που πάει το χέρι σου, το μυαλό σου, […] θα φτάσεις στο σημείο να είσαι πρωτότυπος. […]


 -Ποιο είναι το στοιχείο στη χαρακτική που εντείνει την πρωτοτυπία της, είναι η τεχνική της; Η χαρακτική έχει μια ειδικότητα.

 -Όπως είναι η γλυπτική, η ζωγραφική, είναι ένας τρόπος έκφρασης, όπως οι άλλοι τρόποι, είναι τρόπος γραφής. Στα χέρια του καθενός γίνεται και διαφορετική γιατί ο καθένας μας αλλιώς πιάνει το χέρι του, αλλιώς σκέπτεται το μυαλό του, επομένως δεν υπάρχει σχολή […], αυτά τα κάνουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ιστορία της τέχνης προσπαθούν να κατατάξουν σε σχολές, δεν έχουν όμως νόημα, αυτά δεν παίζουν ρόλο με το μέγεθος του χαρακτικού έργου, με την αξία του χαρακτικού έργου, αυτά έχουν λόγο καθαρά ιστορικό. Δεν παίζει κανένα ρόλο, δεν έχει καμιά αξία, ούτε ωφελεί σε τίποτα.


 -Έχει όμως η χαρακτική μεγαλύτερες αντιστάσεις από ότι άλλες τέχνες, όπως η ζωγραφική; Υπάρχει δηλαδή ένας βαθμός ευκολίας στη ζωγραφική, ένας βαθμός δυσκολίας στη χαρακτική;

 -Τα πάντα είναι δύσκολα όταν τα πάρει κανείς στα σοβαρά. Και τα πάντα είναι εύκολα όταν κανείς τα κατακτήσει.


 -Στη δική σας τη ζωή, την προσωπική, τη χαρακτική, ποιες ήταν οι φάσεις που τις βλέπετε σήμερα αναδρομικά και σκέπτεστε ότι αντιπροσωπεύουν τρόπους με τους οποίους προχωρήσατε και αναπτύξατε τη δουλειά σας; Που ήταν αποφασιστικά σημεία, τα σημαντικά σημεία.

 -Θέλετε να πείτε ποιους είχα δασκάλους.


 -Οι δάσκαλοι είναι ένα μέρος. Μετά είναι και ο μαθητής.

 -Ο μαθητής, όταν είναι μαθητής σωστός, πάει στη δουλειά του και ακούει. […] Μαζεύει και όταν φτάσει στο σημείο… όταν τα μαζέψει όλα αυτά, θ’αρχίσει να λέει αυτό μου κάνει, αυτό δεν μου κάνει. ΄Εξω. […] Και όταν λέτε παράδοση, τι θα πει παράδοση; Θα πει αυτό που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα, δηλαδή αυτά που έχουμε ήδη μέσα μας. […]


 -Πείτε μου για τους δασκάλους.

 -Δασκάλους; Δασκάλους έχει σήμερα κανείς όσους θέλει. Εκείνο που με ενοχλεί εμένα λίγο […] είναι το εξής, ότι επειδή ακριβώς έχουμε δασκάλους σήμερα, πολύ εύκολα, […] άρα έχουμε μια πολύ μεγάλη ποικιλία ανθρώπων να διαλέξουμε. Όμως, το να διαλέγει κανείς είναι λίγο επικίνδυνο, αν κοιτάξει τον εαυτό του μέσα του, είναι αδύνατο να μην τον επηρεάσει το γεγονός ότι […] έχει κάποιο περιεχόμενο, είναι δυνατό να το πετάξει το περιεχόμενο, να αλλάξει, να πει ότι εγώ από μαύρος έγινα άσπρος; Δε γίνεται. […] Επομένως, η μαγιά υπάρχει μέσα του για να αποκομίσει τις γνώσεις που του χρειάζονται και να γίνει ολοκληρωμένος ανθρωπος, αυτός που πρέπει να ’ναι. […] Αυτό θα πρέπει με πολλή φειδώ να προσέχει τι προσλαμβάνει, αν του χρειάζεται να το προσλάβει. Και να έχει το θάρρος να πει ότι αυτό το αρνούμαι γιατί δε μου πάει. Κι όχι επειδή είναι της μόδας πρέπει σώνει και καλά να το ακολουθήσουμε. […] Σήμερα έχουμε τη δικτατορία του κεφαλαίου. Και το κεφάλαιο δεν το νοιάζει […] θέλει φτηνό μεροκάματο κι όσο γίνεται περισσότερα λεφτά. Με τέτοιες προϋποθέσεις, κατευθύνονται τα πάντα. […].


 -Μιλήσατε πριν για τη μαγιά. Εμείς οι ΄Ελληνες, στον τομέα της χαρακτικής, έχουμε μαγιά; Πώς την προσδιορίζετε ιστορικά, πώς τη βλέπετε;

 -Θα σας πως εγώ τι κάνω. […] Πήγα στο σχολειό, έμαθα, πήγα στο μεγάλο σχολειό, έμαθα, πήγα μετά στο πιο μεγάλο σχολειό, στα Μουσεία της Ευρώπης και έμαθα και είδα πως εμείς έχουμε -δηλαδή είχαμε εκείνο τον καιρό- ένα δάσκαλο ο οποίος ήτανε σοφός και από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Κεφαλληνός. Ανακάλυψα μέσα μου τον Ευφρόνιο, τόσους ζωγράφους που είχα την ευτυχία να πάω στο Μουσείο έναν ολόκληρο χρόνο, αυτά που κάναμε με τις Δέκα Λευκές Αττικές Ληκύθους, (σταθμός στη ζωή μου) […] γιατί να μην αρχίσω από πιο νωρίς να χορτάσω αυτά τα πράγματα αφού αυτά νιώθω, αυτά με εκφράζουν. Εκεί πάει το χέρι μου. […].


 -Υπάρχουν όμως κατά τη γνώμη σας, στην ιστορία της σύγχρονης χαρακτικής, αυτού του αιώνα (μιλούμε για τον εικοστό αιώνα), υπάρχουν φάσεις, περίοδοι, που χαρακτηρίζονται από πιο ειδικά στοιχεία και από πλευράς τεχνικής και από πλευράς ιδεών (η τεχνική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο γιατί και αυτή εξελίσσεται) και των τρόπων με τους οποίους αυτές οι ιδέες μεταφράζονται τεχνικά –μπορείτε περίπου να ορίσετε ένα σχήμα, μια εξέλιξη πραγμάτων που συνέβησαν στη χαρακτική; 

-Αυτά για μένα δεν υπάρχουν. Εκείνο που υπάρχει για μένα είναι αξιοπρόσεκτο και αν καμιά φορά, κάποιος σαν τον Dali για παράδειγμα, πει κάτι που είναι ενδιαφέρον… θα το δω, θα το μελετήσω, δεν ξέρω αν θα μου πάει, γιατί είναι πολύ δύσκολο πια σε έναν άνθρωπο ο οποίος ανδρώθηκε, να του βάλεις καινούργιες ιδέες γιατί, τι έκανες σ’αυτή τη ζωή, περιπάτους έκανα; Άρα ο ίδιος, όντας και κάτι, δουλεύοντας το μυαλό του κατά τρόπο τέτοιο που δεν δουλεύουν τα μυαλά των άλλων, είναι σε θέση να πει σε κάθε (εννοεί: ένα) από τους πρωτότυπους πειρασμούς που υπάρχουν, ένα ναι ή ένα όχι. Το αν αυτές οι εκλάμψεις που γίνονται […] σε κάποια εποχή, οφείλονται σε ανθρώπους οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι, […] δε σημαίνει ότι σώνει και καλά θα τους ακολουθήσω, […] αν δε μου πηγαίνουν τα διώχνω. […].


 -Τι ρόλο παίζει τότε η διδασκαλία αν τελικά τα πράγματα ξεκινούν από μας τους ίδιους, και μετά η διδασκαλία έρχεται να τα διαμορφώσει, να τους δώσει μορφή; Τι διδάσκει η διδασκαλία;

 -Η διδασκαλία διδάσκει τον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσετε, θα σας δώσει μια γλώσσα, να μάθετε. Όπως στο παιδάκι, μι και α, κάνει μα. […]. Πράγμα που δεν το μαθαίνει η σχολή καλών τεχνών καν, σήμερα. […] Γιατί δεν έχει […] τους δασκάλους τους ίδιους, δεν έχει που μπορούν να μάθουν γιατί και κείνοι δεν ξέρουν αν μι και α κάνουν μα ή μου. […] Και το άλλο, μπορεί να σου πει […] ότι ξέρεις, μέσα στην ιστορία υπάρχει κι αυτός που έκανε έτσι, έκανε αλλιώς, για να δεις και να πλουτίσεις τις γνώσεις σου, για το πώς σκέπτονταν παρόμοιοι άνθρωποι σαν και σένα και τι ήταν το έργο τους. […]


 -Επομένως, είναι βασικό να υπάρχει διδασκαλία της ιστορίας. […].

 - […] Στο βιβλίο μου το γράφει. ΄Εχω βάλει ιστορία της τυπογραφίας. Που είναι η ιστορία της χαρακτικής. […] Αυτά σαν ιστορία είναι ωραίο να τα ξέρει κανείς. […].


 - Και το πώς η χαρακτική απελευθερώθηκε από την τυπογραφία. Ήταν συνδεδεμένη, (εννοεί: με την τυπογραφία), με τα incunables, το κείμενο χαραγμένο μαζί με την εικόνα. ΄Επειτα η εικόνα αυτονομήθηκε και κυκλοφόρησε το κείμενο χωρίς εικόνα.

 - […] Το είδα, δεν μπόρεσα ν’ αγοράσω ένα τέτοιο, (εννοεί: ένα incunable) όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι το 1951, μου έμεινε σαν πληγή μέσα μου, που δεν είχα χρήματα ν’ αγοράσω αυτό, […].


 - Η μη διδασκαλία της ιστορίας της χαρακτικής ίσως να έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει περισσότερη εμμονή στις τεχνικές που διδάσκονται χωρίς την ιστορία τους, γιατί υπήρξαν δηλαδή αυτές οι τεχνικές της χαρακτικής, γιατί εφαρμόστηκαν και πώς εφαρμόστηκαν σε διαφορετικές περιόδους. Μιλώ, για παράδειγμα, για τη μαύρη τεχνική, για τη λευκή χάραξη, για πολλά πράγματα που έχουν μια ιστορία, ανταποκρίθηκαν σε κάποια ανάγκη. Η ανάγκη έφυγε κάποτε και έμεινε μόνο η διδασκαλία της τεχνικής ως τεχνικής. Το αποτέλεσμα κατά τη γνώμη μου ήταν ο χαράκτης, να χρησιμοποιεί μια τεχνική ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο (εννοεί: αυτή) υπήρξε, με συνέπεια να χρησιμοποιεί εικόνες και θέματα που δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη αυτής της (εννοεί: συγκεκριμένης) τεχνικής. Ώστε να υπάρχει μια διάσταση του είδους της τεχνικής και της εικόνας. Πώς αντιμετωπίσατε αυτά τα προβλήματα, στο διάστημα της δικής σας ζωής; Τη σχέση θέματος και τεχνικής που δεν εξυπηρετεί το θέμα;

 -[…] Ξεκίνησα με διάθεση να μάθω τα πάντα. Τα οποία πάντα δεν γινόντουσαν. Σταμάτησα στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Και εδώ ακόμη έφτασα στο σημείο να κάνω και εκεί […] να κάνω τη ζωγραφική και τη χαρακτική ένα πράγμα. Δηλαδή, το σχέδιο που χαράζω, είναι ζωγραφική και φτάνει στο σημείο η χαρακτική μου να λες αυτό, είναι σαν ακουαρέλα. Γιατί την τεχνική μου την ξέρω έτσι, με βόλεψε έτσι, υπάρχει τρόπος να μεταχειριστώ κι άλλες τεχνικές, λέμε μικτή τεχνική, γιατί το λέμε μικτές τεχνικές, γιατί δεν μπορούσαμε με τη χάραξη, με τις γραμμές, να κάνω ίσως αυτό το πράμα να είναι τόσο μαλακό και μεταχειρίστηκα την ακουατίντα, που δίνει μια εντύπωση πιο μαλακιά. Όλα αυτά είναι πράγματα που ο καλλιτέχνης τα βρίσκει τη στιγμή εκείνη που κάνει το έργο του, γι’ αυτό ποτέ δεν κάνει όλα τα έργα του με τον ίδιο τρόπο. […]


 -Αυτό όμως διδάσκεται ή πρέπει να διδάσκεται. Μπορεί ο καλλιτέχνης να μην το βρει μόνος του.

 -Μπορεί και να διδάσκεται και γιατί να μη διδάσκεται; […] Γιατί τα παιδιά που έχει ο δάσκαλος γύρω του, άλλου του πάει το ένα και άλλου του πάει το άλλο. […] Όμως αυτός δεν είναι ο σκοπός, ο σκοπός είναι να εκφραστείς.


 -Άρα η τεχνική δεν είναι το αντικείμενο. Η τεχνική είναι απλώς ένα μέσον. Το λέω για τον εξής λόγο. Υπάρχουν σχολές (στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία), που διδάσκουν στους καλλιτέχνες τεχνικές. Και βέβαια, μετά θα δουν εκείνοι τι θα κάνουν. Φοβούμαι όμως ότι η διδασκαλία των τεχνικών γίνεται χωρίς παράλληλη διδασκαλία ως προς το τι αποβλέπει, τι μπορεί να δώσει, ποιες είναι οι δυνατότητές της, οι θεματικές που μπορεί να αποδώσει. Με αποτέλεσμα να κατασκευάζονται χαράκτες που είναι πιο πολύ τεχνολόγοι και λιγότερο δημιουργοί.

 -[…]Το αν είσαι σπουδαίος ή όχι σπουδαίος καλλιτέχνης αυτό εξαρτάται από το τι είναι εκείνο που χαράζει, τι λέει εκείνο που χαράζει, το ζητούμενο είναι τι λέει εκείνο που χαράζει, το άλλο είναι ένας τρόπος για να το πει.


 -Θα σας κάνω μια ερώτηση που εκφράζει μια προσωπική μου τοποθέτηση, μπορεί να μη συμφωνείτε, αλλά θα ήθελα όμως να το συζητήσουμε. Προσωπικά, δίνω μεγάλη σημασία στο πρωτότυπο -στην πλάκα στην οποία είναι (εννοεί: είναι χαραγμένο) το έργο. ΄Εχω γράψει ότι στην ουσία το έργο είναι αυτό -το άλλο είναι μετά, είναι οι εκτυπώσεις του έργου. Το έργο είναι στην πηγή. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στην εποχή μας, ότι έχουμε μάθει να βλέπουμε ως έργο το αποτέλεσμα. (Εννοεί: την εκτύπωση). Ιστορικά μάλιστα κατέστρεφαν την πλάκα για να ισχύει μόνο η εκτύπωση. Ποια είναι η άποψή σας γύρω από αυτές τις σκέψεις;


 -Είμαι εναντίον της αρίθμησης (εννοεί: των εκτυπώσεων). […] Πήρες το ένα από τα δέκα αντίτυπα και αισθάνεσαι μεγάλη περηφάνεια που βγήκαν μόνο τόσα λίγα αντίτυπα. Αν το Μουσείο ζητήσει ένα ενδέκατο αντίτυπο […] δε θα σε κολάκευε;


 -Είναι εμπορικά αυτά.

 - Προπαντός τι έγκλημα είναι να τραβάς μια χαρακιά και να καταστρέφεις το έργο (εννοεί: την πλάκα). […] Και το εμπόριο δεν πρέπει να το έχει κανείς υπόψη του. […] Ένα έργο πολύ σημαντικό, το οποίο είχα εικονογραφήσει, ήταν οι επτά τραγωδίες του Σοφοκλή, […] για λογαριασμό ενός Γάλλου εκδότη, ο οποίος με άφησε ελεύθερο να κάνω ότι θέλω. Και έκανα ένα έργο το οποίο έκανε πάταγο στο Παρίσι. […] Δεν είχα την τύχη να εξακολουθήσω μ’αυτόν τον άνθρωπο […] γιατί πέθανε. Τον αντικατέστησε κάποιος άλλος, ο οποίος ήταν υπάλληλός του κάποτε και ο οποίος με βρήκε για να με παρακαλέσει να κάνουμε μαζί ένα έργο. Και μου δίνει να κάνω το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Έκανα λοιπόν το Συμπόσιο του Πλάτωνα και άρχισε να μου λέει, αν το έκανες λίγο έτσι, λίγο έτσι, γιατί οι πελάτες μου ξέρεις … Χαίρετε. Πήρα τα σχέδια κι έφυγα. […]


 -Στην εκτύπωση εν τέλει, όλες οι απόλυτες ιδιομορφίες που μπορούν να υπάρχουν στο πρωτότυπο, στη χαρακτική πλάκα, ίσως να μην εμφανίζονται πάντοτε, να μην είναι πάντοτε διαπιστωνόμενες. Γι’ αυτό και έχω την άποψη ότι σωστό θα ήταν, ο θεατής να βλέπει και το πρωτότυπο, να βλέπει και την πλάκα και να βλέπει και το αποτέλεσμα.

 -Αν πραγματικά θα μπορούσε, -εμείς τουλάχιστον όταν κάναμε κάτι (εννοεί: για) το οποίο είχε σημασία πολύ μεγάλη το πρωτότυπο, προσπαθούσαμε να το αποδώσουμε όσο γίνεται περισσότερο σωστά, έτσι έγιναν οι Δέκα Αττικές Λήκυθοι. Και τότε βάλαμε το έργο, το πρωτότυπο και το αντίτυπο. Υπάρχει όμως η περίπτωση, πολλές φορές, στο αντίτυπο, να κάνεις ακόμα και υπερβάσεις, να φτάσεις στο σημείο να διορθώσεις ακόμα το αντίτυπο και να καταργήσεις τα δύο όμοια αντίτυπα. Ότι θέλεις κάνεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό που δίνεις να είναι καλό -λέει εκείνο που λέει;


 -Υπάρχει όμως περίπτωση από το αντίτυπο, δηλαδή από την εκτύπωση, να διαπιστώσετε ορισμένα πράγματα και να επανέλθετε στο πρωτότυπο και να επιδιορθώσετε το πρωτότυπο; Να ξαναεπέμβετε στη χαρακτική πλάκα;

 -Βεβαίως. Ό,τι θέλετε κάνετε. […]


 -Είναι ένα έργο ελαφρώς κινητικό, πηγαίνει και έρχεται, δεν είναι μια οριστική κατάσταση.

 -Οριστική κατάσταση δεν υπάρχει ποτέ. […] Ο καλλιτέχνης κάνει έργο στο οποίο βάζει την ψυχή του. […] Με ποιον κάνει συμφωνία και ποιος θα του πει πώς θα δουλέψει. […] (Εννοεί: ο καλλιτέχνης). Θα το κάνει. Όπως θέλει, δικό του είναι το έργο. […].


 -Ποια είναι τα κριτήρια, τα δικά σας κριτήρια, ως προς την επιλογή μιας τεχνικής;

 -Συνήθως έχει πάντα κανείς μια τεχνική η οποία τον βολεύει. […] Δε νομίζω πως θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς ότι εδώ, προκειμένου να κάνω το ύφασμα αυτό, θα με βόλευε πιο πολύ η ακουατίντα ή το eau-forte ή το vernis mou. Ό,τι θέλει κάνει, ό,τι νομίζει ότι του αρέσει. […] Πριν από χρόνια, που στη χαρακτική δεν υπήρχε μάλλον, ο όρος ζωγράφος-χαράκτης, που σημαίνει ότι ο ζωγράφος χαράζει τα δικά του έργα και όχι των άλλων, υπήρχαν οι χαράκτες οι οποίοι χάραζαν τα έργα των άλλων, έκαναν δηλαδή ότι κάνει σήμερα η τυπογραφία, […] οι οποίοι ήταν άφταστοι –άφταστοι, γνώρισα έναν απ’αυτούς στο Παρίσι, ζούσε ακόμα τον καιρό εκείνο, […] έχει κάνει πολλά γραμματόσημα και μάλιστα μ’ αγαπούσε γιατί έλεγε, είσαι κι εσύ σαν εμένα, που έκανα και το πιο μικρό έργο και το πιο μεγάλο έργο. Αυτοί οι άνθρωποι τότε, προκειμένου να δώσουν περισσότερο το υλικό το οποίο χάραζαν, -χάραζαν έναν άνθρωπο που φοράει το σακάκι του και φοράει ένα μάλλινο από μέσα, [….] το μάλλινο το έκαναν με μια διαφορετική χάραξη. […] Η διαφορετική χάραξη (εννοεί: ήταν) σε τέτοιο βαθμό που αλλιώς χάραζε το σακάκι κι αλλιώς τη φόδρα. […] Εκείνο που πρέπει να προσέξεις σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι όλα αυτά πρέπει να δένουν μεταξύ τους και να μη μοιάζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. […].


 -Στη δική σας τη ζωή θα μπορείτε σήμερα αναδρομικά να εντοπίσετε τις περιόδους τεχνικών;

 -Όχι, είναι μια ροή. […] Εκείνο το οποίο βγαίνει είναι το τι λέει η εικόνα μου, όχι το πώς είναι φτιαγμένη. […] Όταν άρχισα να ασχολούμαι πολύ με το θέμα, να ασχολούμαι πολύ με το τι θέλω να πω, τα άλλα έρχονταν από μόνα τους. […] Όχι όπως έκαναν μερικοί, έπαιρναν ένα διαφανές και έκαναν έτσι τις γραμμές, αλλού τις έκαναν αλλιώς, αυτό ήταν μια μελέτη την οποία έκαναν γιατί δεν ήξεραν το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να βγάλει όταν το χαράξουν. Αλλά αυτό το πράγμα, όταν το έχεις κάνει πολλές φορές, το ξέρεις το αποτέλεσμα απ' έξω.


 -Οπότε, σ’ αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι ο χαράκτης εργάζεται βάσει των αποτελεσμάτων που θα ήθελε να έχει, […] δουλεύει αναδρομικά προοπτικά για το μέλλον. Δουλεύει με τον τρόπο αυτό για το αποτέλεσμα που νομίζει ότι θα δώσει. (Εννοεί: κατά την εκτύπωση που δεν έχει γίνει και της οποίας θα πρέπει να προβλέψει το αποτέλεσμα).

 -Γιατί άμα δεν το δώσει θα το πετάξει και θα κάνει άλλο. […].


 -Τι μπορεί να διδαχθεί από τη χαρακτική;

 -[…] Ο δάσκαλος θα πρέπει τον κάθε μαθητή να μην τον τραβήξει από εκεί που τραβάει η όρεξή του, αλλά να του την αναπτύξει. Να την δυναμώσει, να της βρει το ειδικό φάρμακο που θα της δώσει για να γίνει καλύτερη. Και να γίνει καλύτερη σ’αυτόν το δρόμο που πήρε ο καθένας, άσχετα αν εσένα σου αρέσει ή δεν σου αρέσει ο δρόμος αυτός. […] Δεν θα κάνεις το μαθητή σου όπως έκανες τον εαυτό σου θα τον πας όπως πάει να γίνει ο μαθητής σου. Εκεί που πάει η ροπή του προς τα εκεί.


 -Το 1987 είχα οργανώσει μια έκθεση στην γκαλερί Πλειάδες (είχατε πάρει και εσείς μέρος) με θέμα, «Το εργαστήριο του Κεφαλληνού».1 Είχα δείξει πολλούς μαθητές του Κεφαλληνού. Τότε είχα διαπιστώσει ότι αφενός μεν ο καθένας είχε τραβήξει ένα τελείως διαφορετικό δρόμο και αφετέρου ότι κανενός το έργο δεν είχε την παραμικρή συγγένεια με το έργο του δασκάλου. Επομένως, μόνο η ιδέα ότι ήταν μαθητές του έδενε το σύνολο. Νομίζω πως αυτό ανταποκρίνεται σ’αυτό το οποίο λέτε. […] Νομίζω πως οι μαθητές αυτοί όχι μόνο ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο, αλλά ότι άλλάξαν και το είδος της διδασκαλίας που δέχτηκαν ή εφάρμοζαν πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με τη διδασκαλία. […].

 -Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο είχαμε ένα φωτισμένο καθηγητή και έλεγε το εξής: και στο Πανεπιστήμιο που θα μπείτε μεθαύριο, εμείς οι καθηγητές δεν μπορούμε να σας μάθουμε. Θα σας δείξουμε όμως πού θα βρείτε να αναζητήσετε για να μάθετε αυτά που θέλετε να μάθετε. […]

 (Σημειώσεις)

1 Το εργαστήριο του Κεφαλληνού. Η σχολή, οι μαθητές του, 21 Γενάρη-20 Φλεβάρη 1987, Γκαλερί Πλειάδες, Αθήνα, Κατάλογος, απόσπασμα κειμένου Εμμανουήλ Μαυρομμάτη, σ. 3-14, δημοσιεύονται εργασίες των καλλιτεχνών: Γιώργης Βαρλάμος, Γιώργος Βελισσαρίδης, Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος, Χρίστος Δαγκλής, ΄Ιρις Δρακούλη, Μαριόρα Εξαρχοπούλου, Τηλέμαχος Κάνθος, Βάσω Κατράκη, Τάκης Κατσουλίδης, Λουίζα Μοντεσάντου, Γιώργος Μόσχος, Τόνια Νικολαΐδη, Νικολής, Δημήτρης Παπαγεωργίου, Νότα Σιοτρόπου-Γεωργίου, Α. Τάσσος, Ρένα Τζολάκη, σ.15-31.




 Ο Γιώργος Βαρλάμος γεννήθηκε το 1922 στην Πάρο. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ ζωγραφική με δάσκαλους τους Ο. Αργυρό και Κ. Παρθένη, και χαρακτική (1942-1947) με δάσκαλο το Γ.Κεφφαληνό. Συνέχισε, με τη βοήθεια υποτροφίας, τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ecole dew Beaux-Arts ζωγραφική κοντά στους R. Cami, J.-E. Bersier και H. G. Adam (1951-1952) και στο College Technique Estienne χαρακτική, με δάσκαλους τους G. L. Prost και R. Cottet (1958-1961), όπου και ειδικεύτηκε στην τέχνη του βιβλίου και ιδιαίτερα στη χάραξη γραμματοσήμων. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το Γ. Κεφαλληνό στην έκδοση Δέκα Λευκαί Λήκυθοι του Μουσείου Αθηνών (1953-1956). Κρατώντας πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής, κατορθώνει έγκαιρα να αποφύγει την πίεση των κατακτήσεων του δασκάλου του και να προχωρήσει σ’ένα περισσότερο προσωπικό δρόμο. Ο Βαρλάμος με ιδιαίτερη προτίμηση στην ξυλογραφία, έχει δώσει έργα που αναφέρονται σε όλες τις θεματογραφικές περιοχές και διακρίνονται για την πληρότητα και την εκφραστική τους δύναμη.

Η χαρακτική του χαρακτηρίζεται για την ευκρίνεια και την τιμιότητα της εργασίας, την αμεσότητα και την ποιότητα των διατυπώσεών του. Σε χαρακτηριστικά έργα του χρησιμοποιεί πλήθος λεπτές γραμμές που δίνουν συχνά την εντύπωση μίας μικρογραφικής διαπραγμάτευσης, ενώ οι προσπάθειές του που αναφέρονται στο φυσικό χώρο διακρίνονται για μία καθαρά ποιητική φωνή, που βασίζεται στις αρμονικές μεταβάσεις από το άσπρο στο μαύρο.


 Ανάλογα στοιχεία έχουμε και στην ζωγραφική του, στην οποία διαφαίνονται τόσο η επίδραση του Κ. Παρθένη όσο και του P. Cezanne. Έδωσε σειρές έργων με τοπία (Μετέωρα) και θέματα από το φυτικό κόσμο, με υλικά κυρίως ακρυλικά και ακουαρέλες. Χωρίς να θυσιάζει τα αντικειμενικά στοιχεία της οπτικής πραγματικότητας, δεν περιορίζεται στην απλή μεταφορά τους στη ζωγραφική επιφάνεια, αλλά σε μια μετάφρασή τους με έμφαση στις ζωγραφικές αξίες.

 Διακρίθηκε σε “Διεθνή Διαγωνισμό της Λειψίας” για την επιμέλεια Βιβλίου με ποίηση του Nerunda.

 Συμμετείχε με τον Κεφαλληνό στη σχεδίαση και χάραξη των “Δέκα Λευκών Ληκύθων” του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που εκδόθηκαν το 1956, χάραξε σειρά γραμματοσήμων, επιμελήθηκε, εικονογράφησε και σχεδίασε πληθώρα εξώφυλλων πολλών βιβλίων, με πολλά ένθετα χαρακτικά του.

Σαν Ζωγράφος διακρίθηκε για τις τολμηρές χρωματικές του συνθέσεις σε Λάδια, Ακρυλικά και Ακουαρέλες, ιδιαίτερα στην απόδοση της Ελληνικής χλωρίδας με τέτοιο τρόπο ώστε τα Αγριολούλουδα του Βαρλάμου να θεωρούνται μοναδικά και αξεπέραστα, ενώ στη Χαρακτική η πρωτοποριακή μα και ταυτόχρονα τέλεια απόδοση της φύσης τον κατατάσσει στην κορυφή των χαρακτών.

Στο πλαίσιο του εκδοτικού προγράμματος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ο ζωγράφος Γ. Βαρλάμος φιλοτέχνησε το 2001 ένα φεγιέ με ένα θέμα-πρόκληση όπως είναι η κολύμβηση αρχαίων ελληνίδων, από ερυθρόμορφο αμφορέα του 510 π.Χ.
και στις αρχές του 2002 πέντε ωραία γραμματόσημα με αρχαιοελληνικό υλικό έκφρασης και τεκμηρίωσης. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές («Κούρος», 1958 «Ζυγός», 1961 «Αστορ», 1965 Παρίσι, 1973 «Ώρα», 1977 «Ζουμπουλάκη», 1980 «Αργώ», 1981 «Χρυσόθεμις», 1984 «Έκφραση», 1985,1996 «Artigraf», 1992) και ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες 1948,1957,1963,1987 Γενεύη, 1955 Σαντιάγκο 1957 Λουγκάνο, 1958 Μπιενάλε Σάο Πάουλο, 1963 Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, 1963 «Τέχνη», Θεσσαλονίκη, 1975 «Νέες Μορφές», 1980 Ο Χαράκτης και το Γυμνό, «Υάκινθος», 1981 «Χρυσόθεμις», 1982 κ.α.) Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Π.Δ. Αθηναίων, στη Συλλ.ΜΙΕΤ, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος κ.α. Είναι μέλος του ΕΕΤΕ.

 








΄΄Τα χρόνια της κατοχής ως φοιτητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών οργανώθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Η συνεπής πολιτική θέση και στάση του, του κόστισε την απόρριψη των αιτήσεών του για εκλογή του ως καθηγητή Χαρακτικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, επί τρεις μάλιστα φορές, παρότι με το πλουσιότατο έργο του, τις διεθνείς βραβεύσεις του και τη βαθιά γνώση του σε όλα τα είδη της χαρακτικής είχε επάξια κερδίσει τον τίτλο στην κρίση κάθε αμερόληπτου γνώστη του αντικειμένου.΄΄





Έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή 13 Σεπτέμβρη 
 Σε ευχαριστούμε Γιώργη για αυτό που ήσουν και τη κληρονομιά που μας άφησες.. 



Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ' αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία.





ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ - ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ

Ούτε όταν κάποιος είναι νέος να αργεί να φιλοσοφεί ούτε και όταν φτάσει στα γηρατειά να λυπάται τον κόπο να φιλοσοφεί.

Γιατί κανείς δεν είναι άωρος ούτε πάρωρος για εκείνο που κάνει την ψυχή να υγιαίνει. 

Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ' αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία. 

Επομένως πρέπει να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος. 

Ο νέος για να είναι νέος μαζί και γέρος λόγω της αφοβίας για εκείνα που θα έρθουν, ο γέρος για να παραμένει νέος με την ανάμνηση των αγαθών που χάρηκε. 

Πρέπει, λοιπόν, να μελετήσουμε όσα κάνουν την ευδαιμονία, γιατί όταν αυτή την έχουμε, τα έχουμε όλα, όταν πάλι τη στερηθούμε, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.

Όσα συνεχώς σου παράγγελνα αυτά και να τα κάνεις και να τα μελετάς, θεωρώντας τα στοιχεία της σωστής ζωής. 

Πρώτα πρώτα τον θεό να τον θεωρείς όν, άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράσταση του θεού, και να μην του φορτώνεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και αταίριαστο στη μακαριότητά του. 

Αντίθετα να φρονείς γι' αυτόν κάθε τι που μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Διότι οι θεοί υπάρχουν, εφ' όσον η γνώση που έχουμε γι' αυτούς είναι ολοκάθαρη. 

Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος. 
Διότι δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς.

Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς πολλών, αλλά εκείνος που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών.

 Ό,τι φρονούν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνώση αλλά προλήψεις, από όπου, στους κακούς προκαλούνται από τους θεούς οι μεγαλύτερες βλάβες και οι ωφέλειες στους καλούς. Γιατί επειδή οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές αποδέχονται όλους τους όμοιους και θεωρούν ξένο κάθε τι που δεν είναι τέτοιο.

Κοίταξε να συνηθίσεις με την ιδέα πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι να στερηθείς την αίσθηση. 

Γι' αυτό η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, κάνει να χαρούμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι επειδή μας φορτώνει ατελείωτα χρόνια, αλλά επειδή μας αφαιρεί τον κόπο της αθανασίας. 

Γιατί δεν υπάρχει τίποτα φοβερό στη ζωή του ανθρώπου αν έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα φοβερό γι' αυτόν που παύει να ζει. 

Επομένως, ανόητος είναι εκείνος ο οποίος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν θα έρθει αλλά γιατί τον στενοχωρεί το ότι θα έρθει. Γιατί εκείνο που δεν μας ενοχλεί όταν είναι μπροστά μας, άδικα μας στενοχωρεί όταν το περιμένουμε. 

Το πιο φρικιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, γιατί ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. 

Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους, γιατί ακριβώς για τους ζωντανούς δεν υπάρχει (ο θάνατος), οι δε πεθαμένοι δεν υπάρχουν (όταν έλθει). 

Ο πολύς όμως κόσμος άλλοτε αποφεύγει τον θάνατο σα μέγιστο κακό, κι άλλοτε τον επιδιώκει σαν ανάπαυση των δυσκολιών της ζωής. 

Ο σοφός όμως ούτε εγκαταλείπει τη ζωή, ούτε φοβάται το να μη ζει, γιατί δεν θεωρεί κακό το να μη ζει ούτε του είναι πόθος το να ζει. 

Γιατί όπως φαγητό δεν διαλέγει το περισσότερο, αλλά το πιο νόστιμο, έτσι και στη ζωή δεν ζητάει τον περισσότερο χρόνο, αλλά τον πιο ευχάριστο. 

Αυτός δε που παραγγέλει στον νέο να ζει καλά, ενώ τον γέροντα να έχει καλά γεράματα είναι ανόητος, όχι μόνο γιατί η ζωή έχει τις χάρες της αλλά και γιατί αυτές είναι η μελέτη του να ζει κανείς καλά και να πεθαίνει καλά. 

Αλλά πολύ χειρότερος είναι και εκείνος που λέει:
καλό είναι να μην γεννηθεί ο άνθρωπος, αφού όμως γεννήθηκε να περάσει τις πύλες του Άδη όσο μπορεί γρηγορότερα.

Γιατί αν αυτό το λέει επειδή το πιστεύει, πως λοιπόν δεν φεύγει από τη ζωή; γιατί αυτό του είναι εύκολο, εάν βέβαια το έχει πάρει απόφαση. 
Εάν όμως το λέει κοροϊδεύοντας, είναι απερίσκεπτος σε πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. 

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εξ ολοκλήρου δικό μας, ούτε δεν είναι. Ώστε να μην περιμένουμε ότι σίγουρα θα είναι δικό μας, ούτε εξ ολοκλήρου να απελπιζόμαστε ότι δεν θα είναι.

Θα πρέπει να αναλογιστούμε και ότι από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες και από τις φυσικές άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μονάχα φυσικές. 

Από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες για την ανάπαυση του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή. 

Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στο να ανάγουμε κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, εφ' όσον αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. 

Γιατί όλα γι' αυτό τα κάνουμε, για να μην πονάμε και για να μην ταραζόμαστε. 

Άπαξ και τούτο διασφαλιστεί για εμάς, γαληνεύει η βαρυχειμωνιά της ψυχής, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πια ανάγκη να τρέξει να κυνηγήσει κάτι για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν υποφέρουμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.

Και για τούτο θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό σύμφυτο μ' εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ' αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό. 

Και επειδή αυτή είναι το πρώτο και έμφυτο αγαθό, γι' αυτό και δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. 

Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφ' όσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή, όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους. 

Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει συγγενική φύση με εμάς είναι καλό, δεν προτιμάται όμως κάθε ηδονή. Όπως ακριβώς κάθε πόνος είναι κακό, όμως από τη φύση του δεν είναι αποφευκτός κάθε πόνος. 

Όλα όμως αυτά επιβάλλεται να κριθούν με συγκριτική μεταξύ τους κλίμακα και προσεχτικό καταλογισμό του τι είναι από τα συμφέροντα και του τι δεν είναι. Γιατί μερικές φορές χρησιμοποιούμε το μεν αγαθό σαν κακό, το δε κακό αντίθετα σαν καλό.
Και την αυτάρκεια τη θεωρούμε μεγάλο αγαθό όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα αν δεν έχουμε πολλά, με πλήρη πεποίθηση ότι με μεγάλη ευχαρίστηση απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που την έχουν ελάχιστα ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό είναι ευκολοπόριστο, ενώ το περιττό δυσκολοπόριστο. 

Και τα λιτά γεύματα δίνουν την ίδια ευχαρίστηση με τα πολυτελή δείπνα εφ' όσον εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη. 

Και το ψωμί και το νερό προκαλούν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, εφ' όσον τα παίρνει κάποιος όταν τα έχει ανάγκη. 

Το να συνηθίζει κανείς σε απλή και όχι πολυτελή διατροφή και στην υγεία του είναι ωφέλιμο και στις αναγκαίες του βίου ενασχολήσεις ακούραστο τον κάνει και όταν, λοιπόν, κατά διαστήματα καταλήγουμε σε πολυδάπανες δίαιτες, τις απολαμβάνουμε καλύτερα και απέναντι στις μεταπτώσεις της τύχης μας κάνει άφοβους. 

Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. 

Γιατί δεν είναι τα μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων όσα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή, αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή, και που διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες μεγάλη ταραχή κυριεύει τις ψυχές.

Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση. 

Γι' αυτό και πολυτιμότερο από τη φιλοσοφία είναι η φρόνηση, διότι απ' αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει, και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα. 

Γιατί οι αρετές έχουν φυτρώσει από την ίδια ρίζα με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.

Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι ανώτερος από αυτόν που έχει σωστές απόψεις για τον θεό και ο οποίος έχει λυτρωθεί τελείως από το φόβο του θανάτου και ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει το σκοπό που έθεσε η φύση και ο οποίος πιστεύει πόσο εύκολα μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί το ύψιστο αγαθό και πόσο η διάρκεια ή η ένταση των δεινών είναι σύντομη; 

Την δε ειμαρμένη του προτείνουν μερικοί ως κυρίαρχο των πάντων, πόσο αυτός κοροϊδεύει βεβαιώνοντας ότι μερικά κατ' ανάγκη συμβαίνουν, άλλα κατά τύχη κι άλλα από εμάς, επειδή βλέπει ότι η μεν ανάγκη είναι ανεύθυνη η δε τύχη άστατη, η δική μας όμως δραστηριότητα είναι ελεύθερη, γι' αυτό από τη φύση του είναι να υπόκειται σε μομφή ή να επαινείται, γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο και τους θεούς παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων. 

Γιατί ο μύθος για τους θεούς αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης με τη μεσολάβηση της τιμής προς τους θεούς. Η ειμαρμένη εμφανίζει την ανάγκη να μη γνωρίζει εξιλέωση. 

Την τύχη ούτε θεό την θεωρεί, όπως την θεωρούν οι πολλοί, γιατί από τον θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα, ούτε την θεωρεί αβέβαιη έστω αιτία, γιατί δεν πιστεύει ότι από αυτή παρέχεται το αγαθό ή το κακό για την μακαριότητα των ανθρώπων, παρ' όλο που δημιουργεί την αφετηρία για μεγάλα αγαθά ή κακά. Πιστεύει, λοιπόν, ότι είναι καλύτερο να ατυχήσει κανείς μετά από σωστή σκέψη, παρά να ευτυχήσει παράλογα. 

Διότι είναι καλύτερο στις πράξεις των ανθρώπων εκείνο που σωστά επιλέχθηκε να αποτύχει, παρά εκείνο που κακώς επιλέχθηκε να πετύχει λόγω τύχης.

Να μελετάς, λοιπόν, αυτά τα συγγενικά με αυτά, μέρα και νύχτα μόνος σου ή μαζί με όμοιον με σένα και ποτέ ούτε στον ύπνο σου ούτε στον ξύπνιο σου θα διαταραχθείς, θα ζήσεις δε σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων. 

Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό ζώο άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά.




Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν' ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας;




Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν' ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. 


Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας; 

Ο Επίκουρος δεν είχε καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση στο ερώτημα αυτό: ο πανταχού παρών φόβος μας για τον θάνατο.

Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου, επέμενε ο Επίκουρος, μας εμποδίζει ν'απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. 


Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. 

Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.Ο Επίκουρος απάντησε στην ατελείωτη και ανικανοποίητη αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων προτρέποντάς μας ν' αποθηκεύουμε και ν' ανακαλούμε βαθιά χαραγμένες μνήμες ευχάριστων εμπειριών. 

Αν μπορούμε να μάθουμε ν' αντλούμε πάλι και πάλι από αυτές τις μνήμες, υποστήριζε, τότε δεν θα έχουμε ανάγκη την ατελείωτη ηδονιστική αναζήτηση.

Ο θρύλος λέει ότι ο Επίκουρος ακολούθησε την ίδια του τη συμβουλή, και στο κρεβάτι του θανάτου του (από επιπλοκές που ακολούθησαν την εμφάνιση πέτρας στα νεφρά) διατήρησε, παρά τους αφόρητους πόνους, την αταραξία του ανακαλώντας ευχάριστες συζητήσεις που είχε κάνει στο παρελθόν με τον κύκλο των φίλων και των μαθητών του.

Η μεγαλοφυΐα του πρόλαβε μάλιστα τη σύγχρονη άποψη για το ασυνείδητο: ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για τον θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.

Πώς επιχείρησε ο Επίκουρος ν' ανακουφίσει το άγχος θανάτου;

Διατύπωσε μια σειρά από καλά κατασκευασμένα επιχειρήματα, τα οποία οι μαθητές του απομνημόνευαν σαν κατήχηση. Πολλά απ'τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητήθηκαν στα 2.300 χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζουν όμως να αποδεικνύονται καίρια στο πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. 

Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσω τρία απ' τα πιο γνωστά του επιχειρήματα, τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα στη δουλειά μου με πολλούς ασθενείς αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, για την ανακούφιση του προσωπικού μου άγχους θανάτου.

1. Η θνητότητα της ψυχής 


2. Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου


3. Το επιχείρημα της συμμετρίας


Η θνητότητα της ψυχής


Ο Επίκουρος δίδασκε ότι η ψυχή είναι θνητή και πεθαίνει μαζί με το σώμα, ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Σωκράτης. Λίγο πριν από τη θανάτωσή του, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης είχε βρει παρηγοριά στην πίστη του στην αθανασία της ψυχής και στην προσδοκία ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του θ' απολάμβανε αιώνια μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με τους οποίους θα μοιραζόταν την αναζήτηση της σοφίας. Ένα μεγάλο μέρος της θέσης του Σωκράτη που περιγράφεται ολοκληρωμένα στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε από τους νεοπλατωνικούς και επρόκειτο στο μέλλον ν' ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στη χριστιανική κατασκευή για τη μετά θάνατον ζωή.

Ο Επίκουρος καταδίκαζε δριμύτατα τους σύγχρονούς του θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι, προσπαθώντας ν' αυξήσουν τη δύναμή τους, ενέτειναν το άγχος θανάτου των οπαδών τους προειδοποιώντας τους για τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν μετά θάνατον σε όσους δεν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς. 
(Στους αιώνες που θ' ακολουθούσαν, η θρησκευτική εικονογραφία του μεσαιωνικού χριστιανισμού που απεικόνιζε τις τιμωρίες της Κόλασης όπως στις σκηνές της Ημέρας της Κρίσεως που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος πρόσθεσε στο άγχος θανάτου μια αιματοβαμμένη εικαστική διάσταση.)

Αν είμαστε θνητοί κι η ψυχή μας δεν ζει μετά τον θάνατό μας, επέμενε ο Επίκουρος, τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε στο επέκεινα της ζωής. 
Δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ' τους θεούς. 

Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη θεών (ένα τέτοιο επιχείρημα θα τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί με την κατηγορία του αιρετικού λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα),υποστήριζε όμως ότι οι θεοί δεν ασχολούνταν με τη ζωή των ανθρώπων και μας χρησίμευαν μόνο ως πρότυπα γαλήνης και μακαριότητας, προς τα οποία θα έπρεπε να προσβλέπουμε.

Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου

Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί η ψυχή είναι θνητή και τη στιγμή του θανάτου διασκορπίζεται. 

Αυτό που διασκορπίστηκε δεν έχει ικανότητα αντίληψης, και οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό είναι για μας ένα τίποτα.

Με άλλα λόγια: όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος. 

Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ. 

Επομένως, έλεγε ο Επίκουρος, «γιατί να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να τον αντιληφθούμε;»

Η θέση του Επίκουρου έχει την ακριβώς αντίστροφη οπτική απ' το ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν:«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει». 

Ο Επίκουρος λέει ότι πράγματι δεν θα είμαστε εκεί, ότι δεν θα το ξέρουμε όταν θα συμβεί, γιατί ο θάνατος κι «εγώ» με τίποτα δεν γίνεται να συνυπάρχουμε. 

Επειδή είμαστε νεκροί, δεν γνωρίζουμε ότι είμαστε νεκροί. Σ' αυτή την περίπτωση λοιπόν, τι να φοβηθούμε;

Το επιχείρημα της συμμετρίας

Το τρίτο επιχείρημα του Επίκουρου υποστηρίζει ότι η κατάσταση της μη ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν πριν απ' τη γέννησή μας. 

Παρά τις πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες γι' αυτό το αρχαίο επιχείρημα, πιστεύω ότι εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλη δύναμη να προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους που πεθαίνουν.

Απ' τους πολλούς ανθρώπους που επαναδιατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στο πέρασμα των αιώνων, κανείς δεν το έχει πει τόσο όμορφα όσο ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, στην αυτοβιογραφία του, Μίλα μνήμη , η οποία ξεκινάει με τις εξής φράσεις: «Το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, κι η κοινή λογική μας λέει ότι η ύπαρξη μας δεν είναι παρά μια σύντομη αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους. Παρότι οι δυο τους είναι όμοια δίδυμα, ο άνθρωπος κατά κανόνα βλέπει την προγεννητική άβυσσο με μεγαλύτερη γαλήνη από την άβυσσο προς την οποία κατευθύνεται (με περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα)»
Aπόσπασμα από το βιβλίο του IRVIN D. YALOM - ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ TOY ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ (Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου )