Η παροιμιώδης ρήση του Διογένη, “Άνθρωπον Ζητώ”, είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη απ’ ό,τι στην εποχή του Κυνικού φιλόσοφου. “Άνθρωπον” ζητάμε απεγνωσμένα στην εθνική και διεθνή πολιτική σκηνή που να βάλει κάποια τάξη στην ανθρώπινη ζούγκλα και να μεταλλάξει την κουλτούρα της βίας σε κοινωνική ειρήνη. Και ζητάμε “Άνθρωπον” στη Δημόσια Διοίκηση, στον τομέα της Υγείας, της Δικαιοσύνης, στην Παιδεία – εκεί κατ’ εξοχήν – στη μικρή κοινωνία που ζούμε, στην πολυκατοικία μας, στην παρέα μας, ναι, ακόμη και μέσα στην ίδια την οικογένεια, τη μικρογραφία της κοινωνίας… Σαν το Διογένη όλοι εμείς οι “ανώνυμοι”, κρατώντας νοερά το δικό μας φανάρι, ψάχνουμε για Άνθρωπο με όλη τη σημασία της λέξης – Άνθρωπο με ανθρωπιά, με κοινό νου, με χαρακτήρα, με ηθικές αρχές και αξίες, με υψηλούς στόχους και ιδανικά, με αυτοσεβασμό και φιλότιμο. Σε κάθε περίπτωση, στη σημερινή αποπνικτική ατμόσφαιρα της χυδαιότητας, της αδικίας, της βίας και του συβαριτισμού, έχω τη γνώμη ότι θα ήταν χρήσιμο να ρίξουμε λίγο φως, ΠΡΩΤΑ μέσα μας και μετά γύρω μας, με το φανάρι του Διογένη, δηλαδή με τη φιλοσοφία του.
Ο Διογένης ο Σινωπεύς έφτασε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ. Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Οι ιστορίες που γράφτηκαν για το Διογένη, με τις όποιες υπερβολές, είναι πιθανόν αληθινές, σε κάθε περίπτωση απεικονίζουν τη λογική συνέπεια του χαρακτήρα του. Για να καταδείξει την ελευθερία του από υλικές εξαρτήσεις, ζούσε σ’ ένα πιθάρι που λέγεται ότι ανήκε στο ναό της Κυβέλης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σκληραγωγούσε τον εαυτό του και στις εναλλαγές του καιρού. Το μόνο πράγμα που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κύπελλο, το οποίο όμως κατέστρεψε όταν είδε ένα αγόρι να πίνει νερό με τις χούφτες του. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.
Ο Διογένης, γενικότερα γνωστός ως “Διογένης ο Κυνικός”, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές φιγούρες της Ελληνικής ιστορίας. Η προσωπικότητά του με τις εκκεντρικότητές της, το τραχύ του χιούμορ, η αυθεντικότητά του και η τολμηρή αντίστασή του στην κοινοτοπία έχει εξάψει με εξαιρετική δύναμη τη λαϊκή φαντασία. Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη όπου και εκτέθηκε για πώληση. Όταν ο πλειστηριάζων τον ρώτησε σε τι πράγμα ήταν ειδικευμένος, ο Διογένης απάντησε, «Στο να διοικώ ανθρώπους» Λέγοντας αυτό, επέδειξε έναν Κορίνθιο ντυμένο πολυτελώς, ονόματι Ξενιάδη, λέγοντας, «Πούλησέ με σ’ αυτόν τον άνδρα, χρειάζεται αφεντικό» Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος, διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν.»
Ο Διογένης εκτελούσε τα καινούργια του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου.» Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στο ν’ αποκτήσουν καλή μνήμη. Στο σπίτι τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό. Τους μάθαινε να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.
Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη. Πολύ πιθανόν να ήταν κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας γιορτής που ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε τον πλανόδιο φιλόσοφο στην αγορά. Ο Αλέξανδρος, που θαύμαζε το Διογένη, τον ρώτησε σε τι μπορούσε να τον βοηθήσει. Η παροιμιώδης απάντηση που έδωσε ο φιλόσοφος ήταν, «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο»! Εντυπωσιασμένος απ’ αυτή την απάντηση, ο Αλέξανδρος φέρεται να είπε: «Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι ο Διογένης.»
Ο Διογένης δίδαξε ότι η επίπλαστη κοινωνική εξέλιξη ήταν ασυμβίβαστη με την αλήθεια και την καλοσύνη, κι ότι για να πραγματώσει κανείς την αρετή έπρεπε να περιφρονήσει τις φυσικές απολαύσεις. Για να τονίσει τα σοβαρά μηνύματά του χρησιμοποιούσε το μοναδικό καυστικό χιούμορ που τον διέκρινε. Η νοοτροπία του αυτή ήταν βασισμένη στην περιφρόνηση που ένιωθε ο Διογένης για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θεωρώντας την ως ανοησία, προσποίηση, ματαιοδοξία, αυταπάτη και ανειλικρίνεια, που είχαν στόχο την κοινωνική προβολή. Το ταλέντο του Διογένη στο να υποτιμά τις κοινωνικές και θρησκευτικές παραδόσεις και να χλευάζει την πολιτική δύναμη μπορεί να παρερμηνευτεί ως εντελώς αρνητική στάση. Αυτό όμως θα ήταν λάθος. Ο Διογένης ήταν μεν σαφώς εριστικός, αλλά ήταν τέτοιος για χάρη της προαγωγής της λογικής και της αρετής. Τελικά, για να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τη φύση πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τη λογική! Ο Διογένης δυσκολευόταν να βρει τέτοιους ανθρώπους, και εκφράζει τα συναισθήματά του για τη δυσκολία αυτή με θεατρικό τρόπο, δηλαδή κρατώντας το φανάρι του μέρα μεσημέρι.
Ως άστεγος και πάμπτωχος εξόριστος, ο Διογένης βίωσε τις χειρότερες ατυχίες για τις οποίες γράφουν οι τραγικοί, κι όμως ομολογούσε ότι έζησε μια καλή ζωή. Έλεγε πως στην τύχη αντέτασσε το κουράγιο, στη συμβατικότητα τη φύση, και στο πάθος τη λογική. Περπατούσε ξυπόλυτος στο χιόνι και κυλούσε το πιθάρι του στην άμμο μέσα στο καυτό καλοκαίρι. Επέζησε με μια πολύ απλή δίαιτα και διακρίθηκε για την περιφρόνησή του στα πλούτη και την πολυτέλεια. Πίστευε πως η ικανότητα να ζει κανείς χωρίς τα μέσα που λανθασμένα εκλαμβάνονται ως απαραίτητα είναι απελευθερωτική και ωφέλιμη. Είναι επίσης ένα χρήσιμο μάθημα. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο, ο Κυνικός Διογένης συνήθιζε να λέει ότι ακολουθούσε το παράδειγμα των εκπαιδευτών χορωδιών, οι οποίοι έθεταν τη νότα λίγο ψηλότερα, για να βεβαιώσουν ότι οι υπόλοιποι θα έπρεπε να χτυπήσουν τη σωστή νότα.
Οι αναφορές στη φιλοσοφία του Διογένη είναι λιγότερο πενιχρές απ’ ότι οι αναφορές στην ίδια του την ύπαρξη. Είχε πει ότι οι κακοί άνθρωποι υποτάσσονται στη λαγνεία τους όπως οι δούλοι στ’ αφεντικά τους. Αποκαλούσε τους δημαγωγούς, “λακέδες του λαού”. Τόσο εξαιρετική ήταν η αυστηρότητα και απλότητα της ζωής του Διογένη, ώστε οι Στωικοί αργότερα θα τον αποκαλούσαν τέλειο άνθρωπο και σοφό. Συνήθιζε να λέει, «O άνθρωπος έχει περιπλέξει κάθε απλό δώρο του Θεού.» Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα σχετικά με τη ζωή του Διογένη. Ένα χαρακτηριστικό είναι το επόμενο: Μια μέρα ο Διογένης έστειλε κάλεσμα για να συγκεντρωθούν άνδρες, κι όταν μαζεύτηκε πλήθος τους κυνήγησε κτυπώντας τους με το μπαστούνι του! Η εξήγησή του ήταν: «Εγώ κάλεσα ανθρώπους κι όχι παλιανθρώπους.» Κι όταν μια μέρα συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό.»
Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα.» Σε άλλον που διαμαρτυρήθηκε ότι δεν ήταν επιδεκτικός στη μελέτη της φιλοσοφίας, απάντησε, «Γιατί λοιπόν ζεις, αφού δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις πώς να ζεις σωστά;» Κι όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;» Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός. Όταν κάποιος του είπε, «Οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «Πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς.»
Ο Διογένης πίστευε ότι τίποτα στη ζωή δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας χωρίς επίπονη άσκηση και ότι μ’ αυτή ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει οτιδήποτε. Έτσι, αντί για άχρηστες επιδιώξεις, οι άνθρωποι θα έπρεπε να διαλέγουν αυτές που εισηγείται η φύση, ώστε να μπορούν να ζουν ευτυχισμένοι. Όμως, τέτοια είναι η τρέλα τους ώστε επιλέγουν να είναι δυστυχισμένοι. Προτιμούσε την ελευθερία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και προσπαθούσε να ζει όπως ο Ηρακλής, μη παρέχοντας καμία εξουσία στη συμβατικότητα αλλά επιτρέποντας απόλυτο δικαίωμα στη φύση. Ο Διογένης είναι αναμφίβολα μια από τις πιο γνωστές μορφές της αρχαιότητας. Όμως, τα ίδια τα στοιχεία μιας εντυπωσιακής ιστορίας έχουν περισσότερο επισκιάσει παρά φωτίσει την ηθική του διδασκαλία. Η ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ που δίδαξε έχει ξεχαστεί, αλλά το πιθάρι όλοι το θυμούνται. Ούτε ενδιαφέρεται κανείς να διαλογιστεί για ποιο λόγο ζήτησε από τον Μ. Αλέξανδρο να παραμερίσει για να μην του κρύβει τον ήλιο. Ακόμη και στην κλασσική αρχαιότητα η φήμη του Διογένη οφειλόταν κυρίως στο ενδιαφέρον των Ελλήνων για την εκκεντρική προσωπικότητα καθεαυτή, εντελώς χωριστά από τη διδακτική της αξία.
Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι πέθανε στην Κόρινθο, από απλά γεράματα, μετά από σχεδόν 90 χρόνια ζωής. Οι Κορίνθιοι έστησαν στη μνήμη του μια κολόνα πάνω στην οποία τοποθέτησαν ένα σκύλο από μάρμαρο Πάρου. Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει· αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής.»
Είναι εντυπωσιακό ότι, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή, η προσωπικότητα του Διογένη γοήτευσε διάσημους γλύπτες και ζωγράφους. Η συνάντηση του Διογένη με τον Αλέξανδρο παρουσιάζεται σε μια αρχαία μαρμάρινη αναπαράσταση που βρέθηκε στη Villa Alban. Διάφορα επεισόδια από τη ζωή του Διογένη έχουν ζωγραφίσει οι Rubens, Jordaens, Steen, Van der Werff, Jeaurat, Salvator Rosa και Karel Dujardin. Αρχαίες προτομές του φυλάσσονται στα Μουσεία του Βατικανού, του Λούβρου και του Καπιτωλίου.
Μαρία Σεφέρου
Ο Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Σύμφωνα με έναν θρύλο, γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Σωκράτης.
Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Ο Διογένης λόγω της εξορίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ. Συνήθως, τα καλοκαίρια έμενε στην Κόρινθο και τους χειμώνες στην Αθήνα.
Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Λέγεται, ότι εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη, σαν τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο Διογένης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνο όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με τους άλλους ζητιάνους. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.
Ο Διογένης δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος και ονειδιστείς των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη Ελληνική.
. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.
Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα τάσι για να πίνει νερό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα…πιθάρι, με φύλακες τα σκυλιά του, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς.
Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.
Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου» (κοσμοπολίτης).Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Τη σκέψη του την απασχολούσαν αποκλειστικά τα ηθικοκοινωνικά προβλήματα, η δε διδασκαλία του, ουσιαστικά, ήταν επαναστατική και ανατρεπτική της υφισταμένης τάξεως. Γι’ αυτό όταν ένας νεαρός του έσπασε το πιθάρι, μαστίγωσαν τον νεαρό και του έδωσαν άλλο.
Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη.
Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.Χ στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος από μάρμαρο της Πάρου (κύνα). Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει, αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής».
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του επίσης Κυνικού Μητροκλή.
pare-dose
- «Όταν ρώτησαν τον Διογένη από πού ήταν, απάντησε: “Πολίτης του κόσμου”»
…Ο Πλάτων τον ονόμασε «μαινόμενο Σωκράτη»!
- «[Ο Διογένης], άναψε μες στο καταμεσήμερο ένα λυχνάρι και είπε: “Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο”», (Διογένης Λαέρτιος, αυτόθι VI 41).
- «“Ζωή στο πιθάρι”: λέγεται για εκείνους που ζουν λιτά και ταπεινά, από το φιλόσοφο Διογένη, για τον οποίο το πιθάρι ήταν το πιο ευχάριστο μέρος για να μένει κανείς», (Σούδα, «Ζωή πίθου).
- «Όταν ρώτησαν [τον Διογένη] από πού ήταν, απάντησε: “Πολίτης του κόσμου”», (Διογένης Λαέρτιος, αυτόθι, VI 63).
- «Ο Διογένης έλεγε ότι οι άνθρωποι τρώνε χάριν της απόλαυσης και ότι γι αυτό δε θέλον να σταματήσουν να τρώνε. Ο Διογένης είπε ότι οι άλλοι άνθρωποι “ζουν για να τρώνε”, ενώ αυτός “έτρωγε για να ζαει”», Στοβαίος, Ανθολόγιον III 6, 40-1).
- «Κάποιος μεμφόταν κάποτε το Διογένη για τη φτώχεια του. “Κάκομοιρε, του είπε, ποτέ δεν είδα κανέναν να γίνεται τύραννος από φτώχεια, από πλούτο όμως γίνονται οι πάντες”», (Στοβαίος, Ανθολόγιον IV 33, 26).
- «Καθώς πολλοί πολιτικοί άνδρες και φιλόσοφοι πήγαν να τον συναντήσουν (τον Αλέξανδρο) και να τον συγχαρούν, [ο Αλέξανδρος] έλπιζε πως θα έκανε το ίδιο και ο Διογένης, που ζούσε στην Κόρινθο (ο Διογένης άνοιξη και καλοκαίρι μετακόμιζε κι διέμενε στην Κόρινθο, στο Κράνειο, τοπν υπόλοιπο καιρό παρέμενε στην Αθήνα). Κι επειδή εκείνος ελάχιστη σημασία έδινε στον Αλέξανδρο και προτιμούσε να κάθεται αργός στο Κράνειο, πήγε ο Αλέξανδρος να τον βρει. Ο Διογένης ανακάθισε λιγάκι σαν είδε τόσους πολλούς ανθρώπους να έρχονται και κοίταξε κατά τον Αλέξανδρο. Εκείνος τον αγκάλιασε και τον ρώτησε αν τυχόν χρειαζόταν τίποτα. “Να πας λιγο πιο κει από τον ήλιο”, απάντησε ο Διογένης. Λένε πως ο Αλέξανδρος τόσο πολύ θαύμασε και εξεπλάγη με την περηφάνια και το ανάστημα εκείνου του ανθρώπου που τον αψήφησε έτσι, ώστε καθώς φεύγαν όλοι μαζί από κει, είπε: “Εγώ όμως, αν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήμουν Διογένης”», (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 14, 671 d-e).
- «Κάποιοι παίνευαν τον Πλάτωνα, και ο Διογένης είπε: “Τι σοβαρό έχει ένας άνθρωπος που, ενώ ασχολείται τόσο καιρό με τη φιλοσοφία, δεν έχει δυσαρεστήσει κανέναν;”», (Πλούταρχος, Περί ηθικής αρετής 12, 452 d-e).
- «Μια φορά ο Πλάτων έδωσε τον εξής ορισμό για τον άνθρωπο: “Είναι ζώο δίποδο δίχως φτερά”. Καθώς ο ρισμός αυτός έγινε δεκτός, [ο Διογένης], αφού ξεπουπούλιασε εντελώς έναν πετεινό, τον έβαλε μέσα στη σχολή [του Πλάτωνα] και είπε: “Αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα”! Λόγω του γεγονότος αυτού, στον ορισμό προστέθηκε το “με πλατιά νύχια”», Διογένης Λαέρτιος, αυτόθι VI 40.
- «[Ο Διογένης συνήθιζε να κάνει τα πάντα φανερά μπροστά σ’ όλους, και τις δουλειές της Δήμητρας και τις δουλειές της Αφροδίτης (έτρωγε στην αγορά, που θεωρούνταν ντροπή, ουρούσε και αφόδευε, όπως και αυνανιζόταν δημόσια). Και τέτοια επιχειρήματα πρόβαλλε: “Αν το να τρώει κανείς δεν είναι παράλογο, δεν είναι παράλογο και το να τρώει στην αγορά…”. Και καθώς αυνανιζόταν φανερά μπροστά σε όλους, “Μακάρι”, έλεγε “να μπορούσε κανείς να σταματήσει και την πείνα του τρίβοντας την κοιλιά του”», (Διογένης Λαέρτιος, αυτόθι VI 69).
- «Διογένης, γιος του τραπεζίτη Ικεσία, από τη Σινώπη. Όταν τον εξόρισαν από την πατρίδα του λόγω του ότι είχε κάνει παραχάραξη του νομίσματος, ήλθε στην Αθήνα, όπου γνώρισε τον κυνικό φιλόσοφο Αντισθένη. Του άρεσε πολύ ο τρόπος ζωής του Αντισθένη κι ασπάστηκε την κυνική φιλοσοφία ξεχνώντας τη μεγάλη περιουσία που είχε», (ΣΟΥΔΑ «Διογένης» 1143).
- «Έτσι και ο Κυνικός Διογένης, όταν του είπε κάποιος : “Οι Σινωπείς αποφάσισαν να σε εξορίσουν από τον Πόντο”, απάντησε: “Κι εγώ αποφάσισα για κείνους να μείνουν στον Πόντο σύρριζα στους γκρεμνούς ενός αφιλόξενου περάσματος”, Πλούταρχος, Περί φυγής 7).
- «Όταν έφτασε στην Αθήνα, [ο Διογένης] πλησίασε τον κυνικό Αντισθένη. Καθώς αυτός τον απέτρεπε, διότι δεν ήθελε κανέναν κοντά του, ο Διογένης έμεινε με το ζόρι κοντά του. Και μια φορά που ο Αντισθένης σήκωσε τη μαγκούρα του, ο Διογένης έσκυψε το κεφάλι του και είπε “Χτύπα, διότι δε θα βρεις ξύλο τόσο σκληρό ώστε να με διώξεις, για όσο καιρό φαίνεσαι να λες ενδιαφέροντα πράγματα”. Από κείνη τη στιγμή έγινε μαθητής του…», (Διογένης Λαέρτιος, αυτόθι VI 21).
- *Διογένης ο Κυνικός, (γεννήθηκε περί το 412/403 και πέθανε περί το 324/321 π.χ.). Το «κυνικός» προήλθε από το ότι οι κυνικοί φιλόσοφοι ζούσαν μια αυστηρά λιτή ζωή, αυτοό που θα λέγαμε «σκυλίσια ζωή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου