Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010
Εάν προβληθεί η δική μας ψυχική κατάσταση πάνω στο κάθε αντικείμενο,τότε αυτά γίνονται ζωντανά.Αυτό θέλω να δείξω με την ζωγραφική μου Σ. Καραβούζης
Στον ακριβό μου φίλο Άγγελο από το τζιβαέρι με αγάπη...
Ο Σαράντης Καραβούζης είναι ο σημαντικότερος αντιπρόσωπος της λεγόμενης μετα-φυσικής ζωγραφικής στην Eλλάδα. Kατορθώνει να εμψυχώνει απλά αντικεί-μενα, και να τα μετουσιώνει σε ψυχογραφήματα, ενώ η ίδια η ζωγραφική ποιότητα είναι πάντα εξαιρετικής στάθμης. Η πορεία του Σαράντη Καραβούζη στη ζωγραφική παρουσιάζει παραδειγ-ματική συνέπεια. Από τα πρώτα του βήματα ως σήμερα καταπιάνεται με το αντικείμενο, το οποίο μεταβάλλει σε εκφραστικό σύμβολο του προσωπικού του μύθου.
Την συνέντευξη πήρε ο Αχιλλέας Παπαδιονυσίου το 2005 στο σπίτι του ζωγράφου, στην περιοχή Ζωγράφου και μεταδόθηκε στην εκπομπή του, στην τηλεόραση του Αχελώου, με τίτλο "Ανοιχτές Σελίδες".
Ο καλλιτέχνης μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Ελλάδος και Παρισσιού.
Σήμερα παρουσιάζουμε το πορτρέτο ενός απόδημου καλλιτέχνη, διεθνούς ακτινοβολίας, του Σαράντη Καραβούζη, ο οποίος τιμά την χώρα μας διεθνώς και έχουν ασχοληθεί μαζί του κριτικοί διεθνούς κύρους της Ελλάδος, του Παρισιού, της Ευρώπης και της Αμερικής.
- Κύριε Καραβούζη σας καλωσορίζουμε στην εκπομπή. Παρουσιάστε μας την αυτοβιογραφία σας.
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1938. Σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και είχα δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Πήρα υποτροφία στο εσωτερικό και γύρισα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, μελέτησα την αρχαία, βυζαντινή και λαϊκή τέχνη. Εν συνεχεία, μετά το στρατιωτικό μου πήρα υποτροφία από την γαλλική κυβέρνηση και βρέθηκα στο Παρίσι, στο τέλος του 1967. Εκεί σπούδασα ως ελεύθερος σπουδαστής στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Εν συνεχεία, γράφτηκα για τελειωτικές σπουδές στην Σχολή του Εδβούργου και στην Σορβόνη, όπου παρακολουθούσα ιστορία της τέχνης. Το 1974 ξεκίνησε η συνεργασία μου με την Γκαλερί … και έκανα την πρώτη μου μεγάλη έκθεση που είχε μεγάλη επιτυχία. Εν συνεχεία το 1976, το 1978 και εν συνεχεία κάθε δύο χρόνια εκθέτω στο Παρίσι στην Γκαρελί (τουά) που συνεργάζομαι από το τότε. Στην Ελλάδα δεν σταμάτησα βεβαίως να εκθέτω, από το 1971 και το 1976, στον «Ζυγό» το 1978 και ύστερα έγινε η πρώτη μου αναδρομική έκθεση στην Δημοτική Πινακοθήκη της Ρόδου, η δεύτερη έγινε στο Μακροπούλειο στα «Δημήτρεια» στην Θεσσαλονίκη το 1990 και στο τέλος του 1994 στην πόλη σας την Πάτρα, που είχε μεγάλη επιτυχία στην Δημοτική Πινακοθήκη.
- Νομίζω ότι έχετε εκθέσει και στο Μουσείο Γουλανδρή;
Το Μουσείο Γουλανδρή έχει έργα μου.
- Μιλήστε μας, κύριε Καραβούζη λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
Θυμάμαι όταν ήμουν 5 χρονών ζούσαμε στην δύσκολη εποχή της κατοχής. Όταν πήγα στο Δημοτικό Σχολείο ευτυχώς που κάποια στιγμή ζωγράφιζα από μόνος μου. Κάποιος φίλος του αδελφού μου, είδε τα έργα μου, του άρεσαν και μου είπε ότι «θα τα πάμε σε κάποιον ζωγράφο». Ο ζωγράφος εκείνος ήταν ο Γιώργος Μανουσάκης, ο οποίος όταν τα είδε, ήθελε να με γνωρίσει. Με συμβούλεψε να ασχοληθώ σοβαρά λέγοντάς μου, ότι έχω μεγάλες δυνατότητες. Έτσι έδωσα στην Σχολή Καλών Τεχνών.
- Οι γονείς σας ήθελαν να γίνεται ζωγράφος;
Κοιτάξτε, ο πατέρας μου πέθανε το 1943. Η μητέρα μου δεν είχε καμία αντίρρηση.
- Μπορείτε να συγκρίνετε τις σπουδές σας στο Παρίσι με αυτές στην Ελλάδα;
Πιστεύω ότι εκείνη την εποχή το 1963 δηλαδή, ήταν πολύ αυστηρές – σοβαρές σχολές, δεν γνωρίζω τι γίνεται τώρα. Οποιος όμως τότε πήγαινε εκεί ήξερε να κάνει την δουλειά του. Είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα μεταίχμιο, μια επαγγελματική υπόσταση. Στην Γαλλία τα πράγματα ήταν πιο ελεύθερα. Βεβαίως υπήρχαν εργαστήρια που ήσουν πιο ελεύθερος αλλά και εργαστήρια που ήταν πιο αυστηρά. Αλλά εκεί οι μαθητές ήσαν πιο ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν. Ετσι, πιστεύω ότι αυτό το αλφάβητο που πρέπει να μάθει κανείς πάνω στην τέχνη, νομίζω ότι άλλοι το μαθαίνουν και άλλοι όχι.
- Τι αισθάνεστε και τι εκφράζετε με τα έργα σας;
Κοιτάξτε, αυτό που θέλω να εκφράσω με τα έργα μου είναι ότι κάθε τι που βλέπουμε έχει πολύ ενδιαφέρον, όπως μια ωραία αυλή, ένα μπουκάλι, μια καμπαρτίνα που μπαίνει κάποιος σε ένα δωμάτιο και την αφήνει πάνω σε μια καρέκλα. Εάν δεν την προσέξουμε, εάν δεν κοιτάξουμε προσεκτικά όλα τα αντικείμενα, ακόμα και μια μισάνοικτη πόρτα, έχουν πολύ ενδιαφέρον. Πρέπει να τα δούμε όχι με την εσωτερική εικόνα αλλά με την εσωτερικότητα που έχουν μέσα τους. Εάν δηλαδή προβληθεί η δική μας ψυχική κατάσταση πάνω στο κάθε αντικείμενο, τότε αυτά γίνονται ζωντανά. Αυτό θέλω να δείξω με την ζωγραφική μου. Κοιτάξτε δηλαδή τι έχει ενδιαφέρον, πίσω από κάθε τι υπάρχει ένα άλυτο μυστήριο.
- Με τις δημιουργίες σας γενικά τι ζητάτε;
Αυτό που προσπαθώ να πετύχω δεν είναι να αλλάζω κάθε χρόνο ή κάθε δύο χρόνια να κάνω άλλα πράγματα. Προσπαθώ να συνεχίσω αυτήν την πορεία μου, την ερευνητική πορεία προς αυτήν την κατεύθυνση. Πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι τέλειο. Δηλαδή, εμένα με ικανοποιεί, μου αρέσει αλλά πιστεύω ότι μπορεί να γίνει καλύτερο. Δεν υπάρχει το τέλειο.
- Μιλήστε μας για τις διάφορες θεματικές ενότητες που έχετε περάσει.
Στην αρχή ξεκίνησα με αντικείμενα, τα οποία τα έβαζα πάνω σε ένα τραπέζι και τα ζωγράφιζα. Μετά έκανα ορισμένες συνθέσεις με ρούχα – υφάσματα και αντικείμενα και εν συνεχεία, αυτά άφησα να τα βλέπω μέσα σε μια πόρτα, μια μισάνοικτη ή σε μία πόρτα που δεν βλέπαμε τι υπήρχε πίσω. Η 3η θεματολογία μου ήταν οι εμπνεύσεις που είχα από την Δήλο κάποτε με το Βυζαντινό Μουσείο για να κάνουμε αντίγραφα από ψηφιδωτά και έμεινα περισσότερο από έναν μήνα. Το νησί αυτό με ενέπνευσε. Είναι η ελληνική Πομπηία. Όλα αυτά μου έδωσαν έναν ερεθισμό, τα οποία κράτησα μέσα μου και άρχισαν να βγαίνουν σιγά σιγά έργα με φανταστικά τοπία αλλά με πραγματικά στοιχεία. Έτσι έφτιαξα τα αρχαιολογικά τοπία που απετέλεσε και το τρίτο σκέλος της δουλειάς μου. Στην πορεία που βρίσκομαι αυτήν την στιγμή, ασχολούμαι με τα αρχαιολογικά τοπία και με τα εσωτερικά αντικείμενα, τα οποία πολλές φορές παντρεύονται και αποτελούν την τέταρτη θεματική ενότητα της δουλειάς μου. Αυτό το αντικείμενο απασχολεί τώρα το έργο μου.
- Έχετε επηρεαστεί από κάποιους ζωγράφους. Αν ναι από ποιους και τι σας έχει συγκινήσει από αυτούς;
Κοιτάξτε, αρχικά με είχε εμπνεύσει πιο πολύ ήταν η αρχαία ελληνική γλυπτική, την λατρεύω και φαίνεται στη δουλειά μου αυτό. Υστερα μου αρέσει η ζωγραφική του Dekirico και Moouranti, των δύο Ιταλών καλλιτεχνών, γιατί έχουν το στοιχείο που αναζητώ στην δουλειά μου, δηλαδή το αίσθημα του αινίγματος που υπάρχει στην εικόνα. Μου αρέσει πολύ ο Δερμέρ, για την καθαρότητα και σαφήνεια στις εικόνες του. Και πολλοί άλλοι βέβαια.
- Τώρα τελευταία, πιστεύω ότι έχετε ασχοληθεί στην θεματογραφία σας με τοπία. Κάνατε μια έκθεση στον Πειραιά.
Έκανα μια έκθεση με θέμα τον Πειραιά και οι εικόνες αυτές γίνονται επιτραπέζιο ημερολογίο. Εκανα τα τοπία του Πειραιά. Τώρα, μου ζήτησε ένας εκδότης να κάνω μια δουλειά για την Αθήνα. Αυτό δουλεύω αυτήν την στιγμή, δηλαδή την πομπηία της Αθήνας και κυρίως τα αρχαία μνημεία για την έκδοση ενός βιβλίου.
- Πολλοί κριτικοί λένε ότι η δουλειά σας έχει σχέση με την μεταφυσική ζωγραφική. Ποια ακριβώς είναι η σχέση των δύο αυτών θεμάτων;
Να σας εξηγήσω. Η ζωγραφική παρά το ότι είναι ρεαλιστική, δεν είναι μια τέχνη που σε αφήνει αδιάφορο, αλλά υπάρχει ένα μυστήριο. Αυτό σημαίνει όταν χρησιμοποιούμε τον όρο μεταφυσική ζωγραφική. Όταν πάντα, μια εικόνα είναι αυτό που βλέπουμε αλλά πάντα γύρω μας υπάρχει και κάτι άλλο που μας δηλώνει τι κρύβεται πίσω από αυτό.
- Τί σας συγκινεί περισσότερο, η γλυπτική, η ζωγραφική ή τα σκηνικά στο θέατρο;
Ναι περιστασιακά είχα ασχοληθεί και στο Παρίσι και στην Θεσσαλονίκη με τα σκηνικά στο θέατρο. Πιο πολύ φυσικά με ενδιαφέρει η ζωγραφική μου. Οσον αφορά στην γλυπτική, με ενδιαφέρει επίσης πολύ. Μέχρι τώρα έχω κάνει μικρογλυπτά και προσεχώς ελπίζω να βρω χρόνο –γιατί τώρα είναι ελάχιστος- για να κάνω και μεγαλύτερα κομμάτια γλυπτικής.
- Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής στο έργο σας;
Ναι νομίζω ότι υπάρχει.
- Ποια είναι αυτή;
Κοιτάξτε, ορισμένες φιγούρες που υπάρχουν στη ζωγραφική μου προσπαθώ να τις κάνω στη γλυπτική.
- Τον κόσμο τι τον συγκινεί περισσότερο, η ζωγραφική ή η γλυπτική;
Η ζωγραφική πιο πολύ. Και γι΄ αυτό οι περισσότεροι σήμερα είναι ζωγράφοι και όχι γλύπτες. Και η γλυπτική είναι επώδυνη, σκληρή τέχνη. Αλλά πιστεύω ότι εάν κάποιος έχει έναν χώρο να διακοσμήσει πιο εύκολα τον διακοσμεί με έναν πίνακα, παρά με ένα γλυπτό.
- Η ζωγραφική με τις άλλες τέχνες έχει συγγένεια ή είναι αυτοτελής;
Εγώ πιστεύω ότι κάθε τέχνη είναι αυτοτελής, αλλά παρόλα αυτά, υπάρχει οποιαδήποτε σχέση. Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να φανταστώ έναν ζωγράφο να ζωγραφίζει έναν άνθρωπο ξεκομμένο από την λογοτεχνία, την ποίηση, τον κινηματογράφο, που είναι μέσα στην καθημερινότητα και αυτή η ενημέρωσή τους περνάει και μέσα από την δουλειά μας. Διαφορετικά θα ήταν μια δουλειά χωρίς καμία διανοητική εντέλεια ή διάσταση.
- Εσείς τι πιστεύεται, υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει η ζωγραφική και δεν τους αρέσει η μουσική και το θέατρο ή το αντίστοιχο;
Ναι φυσικά, έχω συναντήσει τέτοιες περιπτώσεις. Τους αρέσει η μουσική και δεν τους ενδιαφέρει η ζωγραφική και άλλοι που είναι μουσικόφιλοι και δεν πάνε ποτέ σε έκθεση ζωγραφικής.
- Γιατί πιστεύω ότι ο πολιτισμός μας είναι το σύνολο της τέχνης.
Αυτό είπα και εγώ προηγουμένως. Ενας ζωγράφος πρέπει να ενημερώνεται για όλα, ακόμα και για τις πολιτικές καταστάσεις που ζει. Δεν πρέπει να είναι αμέτοχος και αποκομμένος.
- Κύριε Καραβούζη, ας ακούσουμε τι είπε η Δ/ντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Ιστορικής Τέχνης, κυρία Μαρίνα Καζαμπλάκη.
Γνωρίζω τον Σαράντη Καραμπούζη πάρα πολλά χρόνια και νομίζω πως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια του έργου του, όταν γνωρίζει τον ζωγράφο, τομν Σαράντη Καραβούζη. Ο ζωγράφος ένας υπέροχος άνθρωπος ανήκει στον σιωπηλό κόσμο των έργων. Είναι σεμνός, μετρημένος, σιωπηλός και αισθάνεται κανείς ότι ζει στον δικό του κόσμο. Ποιος είναι ο κόσμος του Σαράντη Καραβούζη; Ενας κόσμος ιστορίας, που έχει περάσει ο άνθρωπος αλλά άφησε τα σημάδια της μνήμης τους. Δεν είναι πια ο ίδιος εκεί, αλλά είναι η ιστορία του, τα όνειρά του, οι ανησυχίες του, η φαντασία του. Ο κόσμος του Σαράντη Καραβούζη είναι ένας κόσμος μεταξύ ενός μύθου και λήθης(;;;;;). Εάν σώζεται από την λύπη είναι χάρις του ζωγράφου. Αλλά τον διασώζει έτσι ώστε να υπάρχουν πάνω σε αυτόν τον κόσμο και στα αντικείμενα που τον νικούν και τα σημάδια της λήθης. Η ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία κολυμπούν – θα έλεγε κανείς- τα αντικείμενα στα έργα του ζωγράφου, είναι μια ατμόσφαιρα σιωπής, και για να μπει κανείς μέσα πρέπει να βγάλει τα παπούτσια, έτσι όπως γίνεται στο άδυτο των ναών. Νεκρά αντικείμενα της καθημερινής ζωής, ένα ποτήρι, ένα μπουκάλι, σπίρτα, ένα σπασμένο αντικείμενο, μια επιγραφή που μισοδιαβάζουμε αυτά που γράφει επάνω, ένα άσπρο κέραμα, ένας καθρέπτης που κράτησε μια άπνοια από τη μορφή που πέρασε μπροστά της, μια μισάνοικτη πόρτα που οδηγεί πού; στο θάνατο, στη ζωή, στη μνήμη, στο παρελθόν, στο μέλλον, στο άπειρο; Αυτός είναι ο κόσμος του Σαράντη Καραβούρη. Εάν δεν ήταν ένας μεγάλος ζωγράφος, αυτός ο κόσμος δεν θα μπορούσε να γίνει ζωγραφική. Να αισθητοποιηθεί. Να μας μιλά με την γλώσσα των χρωμάτων. Επειδή όμως ο Σαράντης Καραβούρης είναι σπουδαίος ζωγράφος γι΄ αυτό τελικά, αυτόν τον κόσμο τον κάνει ένα ωραίο και πειστικό ζωγραφικό όραμα. Η τεχνική του είναι ακριβής και ανάλαφρη, σχεδόν χειροποίητη. Το φως του, περπατάει επάνω στα αντικείμενα, με τα βήματα μιας γάτας θα λέγαμε, ανάλαφρα, μόλις που τα αγγίζει. Δεν υπάρχει πουθενά καμία οξύτητα, καμία λάμψη. Όλα χτισμένα (;), όλα είναι γκριζαρισμένα, όλα λούζονται σε αυτό το φως που δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο. Γιατί είναι το φως που έχει διειθιστεί, διυλιστεί μέσα από την οδύνη ή μέσα από την λύπη.
- Γκριτζαρισμένα αλλά όχι χωρίς χρώμα. Γιατί ο Καραβούζης είναι ένας κουλτουρίστας, τα γκρίζα του λοιπόν είναι εμψυχωμένα από χρώμα, από λανθάνον αλλά παρόν χρώμα που τα κάνει να πάλονται, που τα κάνει να δονούνται, που τα κάνει πρότασή του. Αγαπώ τον κόσμο του Σαράντη Καραβούζη. Με ξεκουράζει και με ξαναφέρνει στον στοχασμό, που τον έχουμε λησμονήσει μέσα στην εποχή που ζούμε, μέσα στον ορυμαγδό της σύγχρονης ζωής που μας αποσπάει από τον κόσμο μας, τον εαυτό μας και την σιωπή (που είναι η μόνη συνθήκη για να ταυτιστούμε με τον εαυτό μας και να στοχαστούμε πάνω στην μοίρα μας.
- Επανερχόμαστε κύριε Καραβούζη και θα θέλαμε να μας πείτε τι ρόλο παίζει η σημερινή ελληνική τέχνη στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Παίζει έναν σημαντικό ρόλο πιστεύω. Βέβαια, θα έπαιζε πολύ σημαντικότερο εάν και το κράτος έκανε προσπάθειες για την προβολή της ελληνικής τέχνης στην Ευρώπη. Προσπάθειες του κράτους υπάρχουν αλλά δεν είναι επαρκείς, είναι ελάχιστες.
- Τι θα μπορούσε να κάνει, κατά την άποψή σας;
Θα σας πω. Βλέπω, μένοντας στο Παρίσι, αυτό που κάνουν οι άλλες χώρες. Το πρώτο που κάνουν είναι να εξασφαλίσουν έναν χώρο και να τον ονομάσουν ως Πολιτιστικό Κέντρο. Εκεί προβάλλουν τους καλλιτέχνες της χώρας τους, φτιάχνουν τεράστιους καταλόγους, φτιάχνουν διαλέξεις πάνω στην τέχνη, καλούν ειδικούς ιστορικούς και συνεχώς δημιουργούν μια κίνηση γύρω από την τέχνη της χώρας τους. Εμείς, ως χώρα, σε αυτό είμαστε εντελώς ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει Πολιτιστικό Κέντρο. Φέτος έγινε μια προσπάθεια και κάναμε μια πολιτιστική έκθεση για την Ακρόπολη και ελπίζω να συνεχιστεί αυτή η πρωτοβουλία. Εάν υπάρχει κάποιο όνομα της Ελλάδος στην Ευρώπη δεν εξαρτάται μόνον από το κράτος. Εξαρτάται από τις προσωπικές προσπάθειες των καλλιτεχνών που ζουν εκεί. Είμαστε 3-4 καλλιτέχνες που εκθέτουμε την δουλειά μας και κάθε φορά έτσι προβάλλεται η Ελληνική Τέχνη. Υπάρχει εκεί Ελληνική κοινότητα, η οποία ασχολείται με την διοργάνωση ενός χορού, ενός πάρτυ, να νοικιάσει ένα θέατρο για να χορέψουν τα παιδιά καλαματιανό για παράδειγμα την 25η Μαρτίου και άλλες εκδηλώσεις που απευθύνεται στους Ελληνες του Παρισίου. Εχει δημιουργηθεί κατά κάποιον τρόπο ένα γκέτο και δεν έχει σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία.
- Και πώς δεν κάνουν αυτό, να αποκτήσουν ένα ελληνικό κέντρο για να βοηθήσει τις ελληνικές τέχνες στην Γαλλία;
Κάνουν προσπάθειες και έχουν κάνει συναυλίες με έλληνες τραγουδιστές αλλά δεν είναι αρκετό, γιατί δεν έχουμε την υποστήριξη του κράτους. Όλα αυτά γίνονται από ιδιώτες. Για παράδειγμα, το Ελληνικό σπίτι συντηρείται από εμάς, τα ίδια τα μέλη του Συλλόγου. Επίσης σας αναφέρω ότι για όσα παιδιά γεννιούνται στην Γαλλία, θέλουν να μάθουν ελληνικά, το κράτος το μόνο που κάνει είναι να στείλει έναν καθηγητή και να πληρώνει τον μισθό του. Αλλά για να γίνει μάθημα θα πρέπει να ανεγερθεί ένα σχολείο, το οποίο το πληρώνει η Ελληνική κοινότητα του Παρισιού.
- Υπάρχουν διαλέξεις μεταξύ σας; Είναι γνωστοί οι Ελληνες καλλιτέχνες εκεί;
Όταν γίνεται μία δεξίωση στην Πρεσβεία οι πιο σημαντικοί καλλιτέχνες έρχονται. Υπάρχει και η Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού που έρχονται πολλοί Ελληνες για να σπουδάσουν εκεί. Η Σορβόνη είναι γεμάτη από Ελληνες που σπουδάζουν ιστορία της τέχνης, γλώσσες, κ.ά..
- Η ελληνική τέχνη έχει επηρεαστεί από τις ξένες επιρροές;
Υπάρχουν καλλιτέχνες, όπως εγώ, που στηρίζονται στην ελληνική τέχνη, αλλά υπάρχουν και καλλιτέχνες που έχουν επηρεαστεί από την ευρωπαϊκή τέχνη. Αν δείτε τη δουλειά τους δεν θα μπορείτε να τους ξεχωρίσετε. Υπάρχουν και καλλιτέχνες που έχουν επηρεαστεί από την ευρωπαϊκή τέχνη.
- Πως το βλέπετε αυτό, είναι αρνητικό;
Θα μου άρεσε οι Ελληνες καλλιτέχνες να έχουν τον δικό τους χαρακτήρα, τον ελληνικό. Εάν κάποιος επισκέπτης έρθει στην γκαρελί μου και δει για πρώτη φορά την δουλειά μου, το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνει είναι ότι είμαι Ελληνας.
- Οι Ελληνες της Διασποράς πρέπει να ασχολούνται με την ελληνική θεματολογία, γιατί αυτοί είναι οι άξονες που προβάλλουν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ευρώπη, στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο. Γιατί εάν και αυτοί επηρεάζονται από τα ξένα πρότυπα, μειώνεται πιστεύω η ελληνικότητα…
Θα σας πω κάτι. Περιμένοντάς σας, έβλεπα ένα γαλλικό κανάλι και άκουγα να μιλάει μια ελληνίστρια, η διάσημη συγγραφέας Ζακλίν ντε Ρομιλή, η οποία έχει ασχοληθεί με την Ελλάδα, και παρουσίαζε ένα βιβλίο της, τον Αλκιβιάδη. Λατρεύει την Ελλάδα, έχει εμπνευστεί από αυτήν και όλη της η δουλειά της στηρίζεται στον 5ο αιώνα μετά Χριστού. Υπάρχουν πολλοί ξένοι καλλιτέχνες, είτε Γάλλοι είτε από άλλες χώρες, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί από την Ελλάδα. Και καλά κάνουν. Διότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένα φως που δεν έχει σβήσει, λάμπει ακόμα... Θα ήταν λοιπόν αστείο οι Ελληνες καλλιτέχνες να φοβούνται να εμπνευστούν από το ελληνικό πνεύμα.
- Οι ελληνες καλλιτέχνες τι αξία έχουν στο εξωτερικό; Πόσο ασχολούνται οι ξένοι με τους ελληνες ζωγράφους και σε τι θέση τους κατατάσσουν;
Υπάρχουν στο Παρίσι, πέντε - έξι Ελληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι είναι πολύ γνωστοί και κατατάσσονται στους καλύτερους καλλιτέχνες της πόλης.
- Ποιόν ρόλο παίζει ο καλλιτέχνης;
Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Η γνώμη μου είναι ότι ο καλλιτέχνης δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας κοινός πολίτης. Με το έργο του πιστεύω, ότι είναι ένας εργάτης του πολιτισμού, ο οποίος θέτει με την προσφορά του, ένα μικρό πετραδάκι σε αυτό το οικοδόμημα που λέγεται πολιτισμός.
- Η κοινωνία πως αντιμετωπίζει τον ζωγράφο, γιατί θεωρώ ότι δεν τον αντιμετωπίζει με το ίδιο πρίσμα;
Είναι αλήθεια ότι ένας ηθοποιός, τραγουδιστής είναι πιο επίκαιρος, πιο διακοσμητικός, πιο διασκεδαστικός, πιο κοσμικός και πιο αγαπητός από το κοινό. Όταν φθάσει κάποιος στο σπίτι του, κουρασμένος από τη δουλειά, θέλει κάτι ευχάριστο, κάτι να τον διασκεδάσει. Επομένως, οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές έχουν άλλη προβολή από τους ζωγράφους, τα έργα των οποίων πρέπει να πας να τα δεις. Δεν έχουμε την ίδια δημοσιότητα. Από την φύση του, ο ζωγράφος είναι ένας άνθρωπος που λειτουργεί από μόνος του. Σε αντίθεση με έναν ηθοποιό που έχει ανάγκη εκείνη τη στιγμή να τον χειροκροτήσει, όπως και ο τραγουδιστής. Ο ζωγράφος είναι πιο εσωστρεφής. Εχει συνηθίσει να είναι μόνος του, να μην είναι τόσο διάσημος, όσο οι άλλοι καλλιτέχνες.
- Μου κάνει εντύπωση το ότι δεν βλέπω εικαστικά στα μεγάλα ελληνικά κανάλια;
Ένα κανάλι ιδιωτικό σκέφτεται πως θα αυξήσει την ακροαματικότητα. Τα κανάλια δεν ενδιαφέρονται για τα εικαστικά θέματα, αλλά για τα σόου, κ.ά.
- Άρα πιστεύετε ότι ο κόσμος κάνει τα κανάλια και όχι τα κανάλια τον κόσμο;
- Όχι δεν συμφωνώ. Πιστεύω ότι υπάρχει αλληλοεπίδραση. Δεν είναι μόνο από μία πλευρά. Πιστεύω ότι έχουν ευθύνη οι άνθρωποι των καναλιών που δεν κάνουν προσπάθεια να περάσουν τον πολιτισμό στα σπίτια τους. Τα κρατικά κανάλια κάνουν μια προσπάθεια.
- Να δούμε τι είπε η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Ολγα ….. Μουτσοφού (;) και θα συνεχίσουμε.
"Η ζωγραφική του Σαράντη Καραβούζη είναι μια ζωγραφική που ζει έντονα, μέσα από το πρίσμα και τη δύναμη της αρχαιότητας αλλά και μέσα από την μυθολογία και τον συμβολισμό που υποβάλλουν τα καθημερινά χρηστικά αντικείμενα. Είναι μια ζωγραφική που συνδυάζει την πραγματικότητα με τη μνήμη, την εντύπωση με την ανάμνηση, την νοσταλγία, μέσα από έναν κόσμο μαγικό και ονειρικό που αποτελούν αγάλματα με αποτετμημένα μέλη, τμήματα από γλυπτά, αρχαίες επιγραφές πάνω σε μαρμάρινα κομμάτια, λαγίμια που συνδυάζονται με τα απλά καθημερινά αντικείμενα, τα μπουκάλια, τα ρούχα, τα υφάσματα, τα ρολόγια, για να αποδώσουν έτσι την μαγεία και την ποίηση μιας μεταφυσικής ζωγραφικής που εκφράζεται σε ονειρικά τοπία, σε νεκρές φύσεις ή σε εσωτερικά δωματίου. Στο έργο του Σαράντη Καραβούζη, η ανθρώπινη μορφή, η ανθρώπινη φιγούρα δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί ή απλά μια φευγαλέα μορφή που φεύγει από την πόρτα προβάλλει μέσα από το έργο του. Ωστόσο η ανθρώπινη αυτή μορφή υποβάλλεται μέσα στο έργο σαν παρουσία, από τα ριγμένα υφάσματα στις καρέκλες, από τα προσωπικά αντικείμενα, τα αφημένα στην άρκη ενός δωματίου. Τα ονειρικά αυτά τοπία του Σαράντη Καραβούζη, η ανθρώπινη μορφή έχει αντικατασταθεί από τα ακέφαλα αγάλματα, κι όπου υπάρχει είναι μια φευγαλέα μορφή που φεύγει από την πόρτα ή υποβάλλεται στον χώρο από κάποιο ύφασμα πεταμένο σε μια καρέκλα ή ριγμένο σε ένα παραβάν ή από τα προσωπικά αντικείμενα κάποιας γυναικείας μορφής, αφημένα στην άκρη του δωματίου. Στις νεκρές του φύσεις, μπουκάλια αραδιασμένα στη σειρά, τακτοποιημένα με μια τάξη, η οποία υποβάλλεται μέσα από μια ηρεμία, φαινομενική μεν αλλά ηρεμία που υποβάλλεται μέσα από ένα υπερβατικό φως που την κάνει περισσότερο έντονη αυτήν την ηρεμία και αυτήν την γαλήνη. Ακόμα και μέσα στα τοπία που είναι έξω στη φύση, δίπλα στην θάλασσα, με τα ακινητοποιημένα αγάλματα και τις επιγραφές από τα αρχαία γλυπτά, βλέπουμε να βεβαιώνεται μία αρχαία υπερβατικότητα, μια μεταφυσική ζωγραφική στην οποία ο Σαράντης Καραβούζης βιώνει πρώτα εσωτερικά και έτσι εξωτερικεύεται στο έργο. Ο άνθρωπος αν και είναι απών όπως είπαμε, είναι πάντα παρόν στην αναζήτηση της τάξης, της ηρεμίας, της γαλήνης, αλλά και της πλήρωσης και της ολοκλήρωσης. Τα χρώματα του Σαράντη Καραβούζη είναι γαιώδη, δοσμένα σε χαμηλούς τόνους. Που και που υπάρχει κάποιο κόκκινο, το οποίο όμως δεν διασπά απεναντίας δένει τη σύνθεση. Και οι μισάνοικτες πόρτες, τα ριγμένα αυτά υφάσματα, τα τακτικά τοποθετημένα μπουκάλια, όλα αποκτούν μια συμβολική αξία, την οποία καλείται ο άνθρωπος, ο θεατής να συνθέσει, να αναλογιστεί και να εννοήσει την ιδέα που υπάρχει στο έργο του, μέσα από τα αποσπασματικά δοσμένα αντικείμενα. Το φως που κατακλύζει το έργο του Σαράντη Καραβούζη είναι ένα υπερβατικό φως. Υπάρχει μια πηγή φωτεινή, είναι ο ήλιος ή το φεγγάρι, κανείς όμως δεν μπορεί να προσδιορίσει σαφώς τι είναι από τα δύο. Όπως επίσης, κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει εάν είναι πρωινό ή δειλινό. Αυτό το υπερβατικό φως που κατακλύζει τα τοπία του δίνει μια ηρεμία που μεταδίδεται στον θεατή και οδηγεί το έργο μέσα σε μια σφαίρα εξωπραγματική, μια σφαίρα υπερβατική, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μαγική και όταν αυτό το φως χάνει την υπερβατική του υφή και γίνεται μια συγκεκριμένη ακτίνα φωτός πάνω στο αντικείμενό του και τότε ακόμη, η μαγεία το όνειρο δεν χάνεται από το έργο του Σαράντη Καραβούζη, αντίθετα δίνει στο θεατή με την λάμψη μια περισσότερο ελπιδοφόρα θα λέγαμε σχέση, μια λάμψη προσμονής, μια λάμψη υπόσχεσης, μια λάμψη προσδοκίας".
- Κύριε Καραβούζη, επανερχόμαστε στη συζήτησή μας. Θα ήθελα να μας πείτε την δική σας άποψη γύρω από την εικονική ζωγραφική;
Η εικονική ζωγραφική έπαιξε σημαντικό ρόλο κάποια εποχή όταν ο Καμπίνσκι -αυτός ήταν ο πατέρας της εικονικής ζωγραφικής- μπαίνοντας στο εργαστήριό του, κάθεται σε μια καρέκλα και βλέπει ένα έργο του, το οποίο ήταν παραστατικό, αλλά το είδε ανάποδα. Τότε είδε ότι θα μπορούσε να κάνει ζωγραφική χωρίς να παριστάνει τίποτα. Αυτός το σκέφθηκε πρώτος. Από εκεί και πέρα άρχισε μια περίοδος αφηρημένης τέχνης του Καμπίνσκι, την οποία μιμήθηκαν πολλοί ευρωπαίοι και κυρίως αμερικανοί μεγάλοι καλλιτέχνες. Εγώ πιστεύω ότι έπαιξε έναν ρόλο στην αποδέσμευση της ζωγραφικής στο να έχει μια εικονική αποστολή. Ας πούμε η φωτογραφία μας δείχνει ένα γεγονός. Οι καλλιτέχνες θέλησαν να μας δείξουν ότι η ζωγραφική δεν είναι απαραίτητο να υπηρετεί εικονικά κάτι. Δηλαδή μπορεί να είναι μια αντιπαράθεση χρωμάτων και σχημάτων χωρίς να δείχνει την πραγματικότητα. Αυτό για μια περίοδο ήταν πολύ σημαντικό. Από εδώ και πέρα δεν ξέρω εάν αυτό ισχύει μέχρι τώρα. Μπορεί και ναι.
- Ο Πικάσο έχει πει ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει την εικονική ζωγραφική διότι κανείς δεν την έμαθε. Ισχύει αυτό σήμερα;
Ο Πικάσο θα πρέπει να σας πω, ήταν εναντίον της αντιεικονικής ζωγραφικής. Δεν πίστευε στην αρχιτεκτονική ζωγραφική και δεν την επιθυμούσε. Πίστευε ότι πάντα έπρεπε να υπάρχει μια αφετηρία, να ξεκινάει από κάπου και να μην εξαφανίζεται, να υπάρχουν τα στοιχεία του. Να μην είναι εντελώς ρεαλιστικό αλλά να υπάρχουν τα στοιχεία της πραγματικότητας. Ετσι πίστευε ο Πικάσο.
- Το είχα διαβάσει, ότι είχε πει ότι ο κόσμος δεν την καταλαβαίνει όταν δεν την έχει μάθει.
Ο Πικασο είναι πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης. Εάν πει κάποιος ότι δεν τον καταλαβαίνω ή δεν μου αρέσει είναι λάθος γιατί πρέπει να τον καταλάβεις εάν υπάρχει μια προπαίδεια. Να σας πω κάτι κ. Παπαδιονυσίου… Εχετε την εντύπωση ότι το κοινό όταν λέτε την ζωγραφική του Γκρέκου που είναι παραστατική το κοινό την καταλαβαίνει; Εγώ θα σας πω ότι δεν την καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει ένα μέρος της ζωγραφικής του. Ή όταν βλέπουμε ένα αρχαίο γλυπτό το καταλαβαίνουμε; Το καταλαβαίνουμε ως αληθινό ως πραγματικό. Αλλά ο γλύπτης δεν θέλει μόνο αυτό από το κοινό. Υπάρχουν και άλλες έννοιες, άλλες σημασίες οι οποίες διαφεύγουν από το κοινό γιατί είναι θέμα παιδείας…
- Κύριε Καραβούζη, θα θέλαμε να μας πείτε εάν οι θερμοκριτικοί βοηθούν τον καλλιτέχνη ή τον κόσμο γενικά ή όχι. Ή εξαρτάται από τις φιλίες και πόσο το κοινό επηρεάζεται από τους κριτικούς;
Πιστεύω ότι ο κόσμος και οι συλλέκτες αγοράζουν περισσότερο με το ένστικτό τους. Δεν επηρεάζονται από τις κριτικές, είτε είναι θετικές είτε είναι αρνητικές. Εχω τύχει να δω έκθεση με τις καλύτερες κριτικές όμως δεν είχε καμία επιτυχία. Αρα σημαίνει ότι το κοινό αιωρείται περισσότερο από το ένστικό του παρά από τους κριτικούς τέχνης. Όμως πιστεύω ότι υπάρχουν κριτικοί τέχνης που κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους και ευτυχώς που υπάρχουν. Θα σας εξηγήσω γιατί. Ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν κριτικοί τέχνης και ιστορικοί τέχνης. Τότε ποια η διαφορά από έναν ζωγράφο που κορνιζάρει, που κάνει τους Μύλους της Μυκόνου. Κανένας δεν θα μπορούσε να του εξηγήσει ότι αυτό που κάνω εγώ είναι λίγο καλύτερο από αυτό που κάνει εκείνος; Κανείς δεν μπορεί να το αντιληφθεί.
- Θα ήθελα να μου πείτε με λίγα λόγια πως χαρακτηρίζεται εσείς τον άνθρωπο Σαράντη Καραβούζη…
Εγώ θα σας το πω; Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου.
- Ποια είναι τα ελαττώματά σας;
Αμφιβάλω πολύ, δηλαδή δεν είμαι αποφασιστικός πολλές φορές, ενώ χρειάζεται να είμαι. Μελετάω πολύ κάτι πριν το κάνω, είναι από τα μεγαλύτερα ελαττώματά μου.
- Ποια τα μελλοντικά σας σχέδια;
Για το μέλλον σχεδιάζω μια έκδοση με εικόνες από την Αθήνα (αρχαιολογικούς χώρους, δρόμους, κτήρια, εικόνες της πόλης). Θα είναι μια σημαντική έκδοση. Κάνω μια σειρά από παστέλ με εικόνες της Αθήνας.
Συντάκτης: Αχιλλέας Παπαδιονυσίου
Δευτέρα, 12 Ιούλιος 2010
Σαράντης Καραβούζης (γ. 1938), γνωστός από τη ζωγραφική του περισσότερο, στη χαρακτική στράφηκε από το 1969, ακολουθώντας το μικτό πρότυπο των “ζωγράφων-χαρακτών”, που ήθελαν, μέσω των χαρακτικών τους, να επικοινωνήσουν πλατύτερα με το κοινό (βλ. A. Bartsch, Le peintre-graveur, 21τ., Βιέννη 1803-1829. Ειδικά για τον Καραβούζη ως ζωγράφο-χαράκτη βλ. Δ. Παυλόπουλου, “Ζωγράφοι-χαράκτες. Αρκετοί έχουν ασχοληθεί με τη χαρακτική ως προέκταση ή συμπλήρωμα στο υπόλοιπο έργο τους”, εφ. Η Καθημερινή [“Επτά Ημέρες”], 12 Μαρτίου 1995).
Έχει φιλοτεχνήσει ξυλογραφίες, λινογραφίες, χαλκογραφίες, τσιγκολιθογραφίες, μεταξοτυπίες και μονοτυπίες. Χαρακτικά του έχουν παρουσιαστεί σε εκθέσεις ατομικές (1996, Αθήνα, “Σπίτι της Κύπρου” 1997, Πειραιάς, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών) και ομαδικές (1981, Biennale Ευρωπαϊκής Χαρακτικής, Μπάντεν-Μπάντεν 1988, Ελληνική Μεταπολεμική Χαρακτική, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου? 1988, Πρώτη Triennale Mondiale des Estampes, Chamaliers, Musιe d’Art Contemporaine? 1990, Δεύτερη Biennale Μεσογειακής Χαρακτικής, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων? 1992, Περιοδεύουσα Έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής Χαρακτικής, Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος? 2000, Φώτα και Σκιές. Πανόραμα Ελληνικής Χαρακτικής από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, του Ιδρύματος Πιερίδη, Κυπρίων καλλιτεχνών και συλλεκτών, Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας [Συνεργασία: Πινακοθήκη Πιερίδη] - Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου).
Τα πρώτα του έργα χάραξε με την παμπάλαια μέθοδο της ξυλογραφίας σε πλάγιο ξύλο, όπου χρησιμοποιείται ένα κομμάτι ξύλου μαλακού, κομμένου στην κατεύθυνση του κορμού του δέντρου, με οριζόντια (πλάγια) τα νερά του για τον χαράκτη (για την ιστορία και τη διαδικασία της μεθόδου βλ. Δ. Παυλόπουλου, Χαρακτική – Γραφικές Τέχνες. Ιστορία – Τεχνικές – Μέθοδοι, Αθήνα 1995, σ. 114, 119-121). Ο ίδιος ο Καραβούζης διηγείται πως στη χαρακτική τον οδήγησε η ανάγκη να χαρίζει στους φίλους του έργα, την εποχή που έχει φύγει στη Γαλλία και σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έτσι, μια φυσική διάθεση προσφοράς που χαρακτηρίζει πάντα τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη τον έκανε, αυτοδίδακτο στη χαρακτική, να πάρει ένα κομμάτι ξύλου, να το χαράξει με απλά εργαλεία και να το τυπώσει με κουτάλι!
Από τα πρωτόλειά του στη χαρακτική, η “Προσωπογραφία της Γιούλικας Λακερίδου”, της επίσης ζωγράφου και χαράκτριας συζύγου του, είναι ξυλογραφία που φιλοτεχνήθηκε στη Fondation Hellιnique του Παρισιού το 1970 και δείχνει εκλεκτικές συγγένειες της χαρακτικής του Καραβούζη με τη χαρακτική του γερμανικού εξπρεσιονισμού και με τη βυζαντινή ζωγραφική. Η αδρή χάραξη του γυναικείου προσώπου στο ξύλο, με τις παχιές γραμμές των “φώτων”, παραπέμπει, χωρίς τούτο να σημαίνει κάτι άλλο, τόσο σε παραστατικότερες εκδοχές ξυλογραφιών των Karl Schmidt-Rottluff (1884-1976) και Erich Heckel (1883-1970) όσο και σε βυζαντινές τοιχογραφίες. Ο σημαντικός τεχνοκρίτης Γιώργης Πετρής (Γιώργος Σίμος, 1916-1997) σημείωνε, με την ευκαιρία έκθεσης ζωγραφικής του Καραβούζη στην Αθήνα, στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο “Ώρα”, το 1976 (Χρονικό ’77, γράμματα – τέχνες, Αθήνα 1977, σ. 113): “Δεν είναι ανάγκη να επικαλεστεί κανείς ξένα ονόματα για να εξηγήσει τη συμβολική, γενικότερα την τέχνη του Καραβούζη, όπως το κάνουν μερικοί που νομίζουν πως μονάχα η γενεαλογία των στοιχείων του μπορεί να εξηγήσει τον πλαστικό του κόσμο. Όποιος είναι πολύξερος ας επικαλεστεί όποια και όσα ονόματα γνωρίζει, είτε επιθυμεί. Η εκφραστική του ζωγράφου είναι δική του. Τα σύμβολά του, απ’ όπου και να προέρχονται, εκφράζουν δικές του βιωματικές καταστάσεις, δεν δρουν πάνω σε ξένα μέτρα. Ο καλλιτέχνης τα επιλέγει ανάλογα με τις δικές του εκφραστικές ανάγκες. Τελικά τα στοιχεία του αυτά φαίνονται σαν να στέκονται επιφυλακτικά αποξενωμένα από το θεατή, άγονται όμως, με την αυτονόητη σύνθεσή τους, σ’ ένα σφιχτό διάλογο ανάμεσά τους, γιατί τα συνέχει η ίδια τύχη, ενταγμένα καθώς είναι σ’ ένα χώρο υπερβατικό”. Οι κρίσεις αυτές ισχύουν και για τη χαρακτική του Καραβούζη, προσδιορίζοντάς την.
Μια άλλη ξυλογραφία του, το “Ζευγάρι”, που έχει φιλοτεχνηθεί στη Fondation Hellιnique του Παρισιού την ίδια περίοδο με το προηγούμενο έργο του, μας φέρνει στο κέντρο του αναγνωρίσιμου μορφοπλαστικού ιδιώματός του Καραβούζη στη ζωγραφική και την πλαστική του: στη μεταφυσική ατμόσφαιρα. Οι δύο μορφές, χωρίς να αποδίδουν πρόσωπα, γίνονται αφηρημένα σύμβολα, εμφανίζονται σε σκόπιμα απροσδιόριστο χώρο, βυθισμένες σε αχλύ μυστηρίου.
Αργότερα ασχολήθηκε επίσης με τη χάραξη λινόλαιου (linoleum), μίγματος αλεσμένου φελλού και βερνικιού λινέλαιου, όπου έδωσε και τυπώματα που θυμίζουν τη ζωγραφική του (“Φανταστικό τοπίο”, 1992).
Από το 1978, στο Παρίσι, επιχειρεί να κάνει χαλκογραφίες με τις μεθόδους της γραμμικής οξυγραφίας (eau-forte) και της τονικής οξυγραφίας (acquatinta), καθώς και τσιγκολιθογραφίες.
Τις χαλκογραφίες του, οι οποίες προϋπέθεταν οργανωμένο εργαστήριο για τις οξιδώσεις της χάλκινης πλάκας, και τις τσιγκολιθογραφίες του τις δούλευε και τις τύπωνε σε συνεργασία με τα εργαστήρια των Henri Monnier και Michel Cassι στο Παρίσι, Pino Pandolfini, Αλέκου Παπαδόπουλου και Ηλία Ν. Κουβέλη. Τις πρώτες δεκαπέντε τονικές οξυγραφίες του τις παρουσίασε μάλιστα “εις φύλλον” (in folio) το 1981, σε έκθεση στην “Ώρα”, μια με τον ζωγράφο Χρόνη Μότσογλου (γ. 1941) και τη χαράκτρια Τόνια Νικολαΐδη (γ. 1927). Το 1983 ακολούθησε η έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης “Υάκινθος” πέντε αριθμημένων (σε 30 αντίτυπα) οξυγραφιών του, που αποτελούσαν την εικονογράφηση του βιβλίου του ποιητή και στιχουργού Μιχάλη Μπουρμπούλη Το χρονικό δύο νήσων.
Οι οξυγραφίες του μεταφέρουν σαφέστερα από τις ξυλογραφίες το κλίμα της υπαινικτικής ζωγραφικής του. Θέματά του παραμένουν τα αντικείμενα (μπουκάλια, αρχαίες επιγραφές, κεφάλια αρχαίων γλυπτών και λουλούδια), οι μισάνοιχτες πόρτες με αρχαία αγάλματα, τα τοπία της αρχαιότητας, όλα σε αποξενωμένους χώρους και σε απροσδόκητες σχέσεις. Μοιάζουν να προφητεύουν τα επερχόμενα.
Την ακόμα πιο εμφανή σύνδεση της χαρακτικής του Καραβούζη με τη ζωγραφική του στο πεδίο της θεματογραφίας φέρουν οι τσιγκολιθογραφίες του. Εδώ λειτουργεί καθαρά ως ζωγράφος, αφού το λιθογραφικό κραγιόνι επιτρέπει να σχεδιάσει, όχι να χαράξει, πάνω στον τσίγκο, ενώ οι χρωματικές τονικότητες αναδεικνύουν ζωγραφικές
αξίες στα τυπώματα, που φτάνουν για κάθε έργο τις δύο εκατοντάδες, όπως η Νεκρή φύση με επιγραφή, του 1988.
Στενότερη τη συνάφεια με τη ζωγραφική του διακρίνουμε στις καλλιτεχνικές μεταξοτυπίες του, οι οποίες, πράγμα που συμβαίνει με τους ζωγράφους-χαράκτες, επαναλαμβάνουν ζωγραφικά έργα του για να τα διαδώσουν σε μεγαλύτερο αριθμό φιλοτέχνων. Η πρώτη μεταξοτυπία του (“Κεφάλι αγάλματος και παπούτσια”) έγινε το 1985. Ο καλλιτέχνης επιβλέπει τις εκτυπώσεις στα εργαστήρια του Άγγελου Λομβαρδιά, του Νίκου Κουκούτση και του Παναγιώτη Τσιρώνη.
Αγαπώντας τις καινοτομίες, ο Καραβούζης προχώρησε και σε άλλες τεχνικές των γραφικών τεχνών: δημιούργησε αρκετές μονοτυπίες και ορισμένες φωτοχαλκογραφίες, θέλοντας να δοκιμάσει και αυτών τις δυνατότητες. Το 1996 τυπώθηκαν και εκδόθηκαν σε δερματόδετο και πανόδετο φάκελο με αρίθμηση οκτώ φωτοχαλκογραφίες του από το Εργαστήριο Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη.
Δημήτρης Παυλόπουλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Μου έλειψε πολύ το τζιβαέρι μου..
μου λείψατε κι εσείς
αγαπημένοι μου φίλοι!!!
Άντε πάλι στα θρανία!
Μareld μου με το καλημέρα ξεκινήσαμε το μάθημα.
Μα πόσο το λαχτάρησα!
Ψυχή μου χαίρομαι αφάνταστα που είσαι πάλι κοντά μας.
Φιλιά πολλά και καλή εβδομάδα.
Υ.Σ η λεκτική επαλήθευση, συντονισμένη με την καρδιά σου μου ζήτησε crina και σου τα στέλνω.
Το καλύτερο είναι η σιωπή.
Το αμέσως καλύτερο είναι η αγάπη, η ποίηση, η μουσική
Όσσο ο αγαπημένος σου;;;
«Αρκεί να μην ξεχνάς και κάθε τόσο να θυμάσαι τη Νεφέλη, την Κλειώ.
Αυτό που κάποτε υπήρξε σώζεται μες στο μυαλό. Τίποτα δε χάνεται.
Η ανάμνηση είναι κάτι μαγικό»
Βαγγέλη μου!!!
Από κοντά σας δεν έφυγα ποτέ..
Είχα πολύ καιρό να μπω στα σπιτάκια μου..πριν από μερικές βδομάδες κάτι έψαχνα..και με έφερε στο τζιβαέρι..δάκρυσα..και ένοιωσα μια ερημιά..δεν μου ταιριάζει..
είπα θα πάρω λίγο από τη δύναμη της ατέλειωτης νύχτας που έχει σκεπάσει το δάσος μου...και θα φύγω να συναντήσω το Φως..
αυτή η ανάρτηση ήρθε μετά από μια συναισθηματική φόρτιση για αυτή τη θεϊκή ύπαρξη
τον Σαράντη Καραβούζη..
Φιλιά και καλή συνέχεια της ημέρας!!!
Βαγγέλη!!!
και από μένα..
"Beethoven's Silence" by Ernesto Cortazar
πάλι σιωπή..δεν την αποφεύγω..
lilies
Δημοσίευση σχολίου