Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
του Francois Ewald
Η διακινδύνευση (risque) στις σύγχρονες κοινωνίες καταλαμβάνει μια αξιοσημείωτη θέση. Βρίσκεται παντού: στον κόσμο της οικονομίας, όπου προσδιορίζει το προφίλ του επιχειρηματία, στον κόσμο του χρηματιστηρίου όπου ταυτίζεται με τη μεγάλη απειλή του κραχ, στον κοινωνικό περίγυρο, όπου οι θεσμοί των ιδιωτικών ή κοινωνικών ασφαλίσεων ασχολούνται με την κάλυψή της, στο δικαστικό κόσμο, όπου χρησιμεύει στην απόδοση των ευθυνών, στον κόσμο της ηθικής, όπου διαμαρτυρόμαστε που η κοινωνία μας είναι υποβοηθούμενη, στον ιατρικό κόσμο, υπό τη μορφή της απροσδιόριστης θεραπευτικής τύχης, στο στρατιωτικό κόσμο, που επινόησε τη στρατηγική του «μηδενικού κινδύνου» (risque zero). Βρίσκεται, επίσης, στην ίδια τη φύση με τη μορφή των μεγάλων οικολογικών απειλών, στην επιστημονική έρευνα, όπου προσπαθούμε να την περιορίσουμε με τη βοήθεια της δεοντολογίας, όπως γίνεται για παράδειγμα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και των βιομηχανικών εφαρμογών της για τις οποίες αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο η θέληση εξουσίας τους.
Η πανταχού παρουσία της διακινδύνευσης την έχει μετατρέψει σε μία λέξη-σύνθημα που προσδιορίζει κάθε τύπο συμβάντος, ατομικού ή συλλογικού, ελάσσονος σημασίας ή καταστροφικού. Η διακινδύνευση αποτελεί , στη σύγχρονη κοινωνία μας, τη μοντέρνα μορφή του συμβάντος, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε αυτό που μας ανησυχεί και μας προβληματίζει. Η διακινδύνευση είναι το μοναδικό σημείο για το οποίο η σύγχρονη κοινωνία προβληματίζεται, αυτοαναλύεται, αναζητά το σύστημα αξιών της και ίσως αναγνωρίζει τα όριά της.
Μια τέτοια συστηματική και ευρεία χρήση της έννοιας της διακινδύνευσης είναι πρόσφατη. Η έννοια της διακινδύνευσης πρωτοεμφανίζεται στη δυτική πολιτιστική ιστορία στα τέλη του Μεσαίωνα για να καθορίσει το αντικείμενο ενός ασφαλιστικού συμβολαίου. Θα περιοριστεί σ’αυτό για ένα μεγάλο διάστημα. Θα πρέπει να περιμένουμε την αντιμετώπιση του ζητήματος των εργατικών ατυχημάτων ,στα τέλη του 19ου αιώνα, για να αποκτήσει η έννοια της διακινδύνευσης πλήρη νομική υπόσταση με την κατηγορία της "επαγγελματικής απειλής", που στη συνέχεια διευρύνθηκε σ΄αυτή της "κοινωνικής απειλής". Και μόνο στη δεκαετία του 1970 πλέον, αναμφίβολα λόγω οικολογικών διεκδικήσεων , η έννοια της διακινδύνευσης θα πάρει τη διάσταση με την οποία είναι γνωστή σήμερα, όπου μερικοί, όπως ο Urlich Bech, φτάνουν στο σημείο να μιλούν ακόμα και για μια "κοινωνία διακινδύνευσης". Αυτή η ευρύτατη χρησιμοποίηση της συνιστά από μόνη της ένα γεγονός που έχει ενδιαφέρον να αναλυθεί. Δια μέσου της σύγχρονης χρήσης της έννοιας του κινδύνου, τι βιώνουμε ως "εμπειρία" με τη φιλοσοφική έννοια του όρου; Ποια μορφή εμπειρίας του εαυτού μας βιώνουμε, από τη στιγμή που θέτουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας και τις πράξεις μας υπό αμφισβήτηση διακινδυνεύοντας;
Η διακινδύνευση ως ηθική εμπειρία
Η διακινδύνευση, στην κοινωνία που ζούμε, αποτελεί την πηγή των ηθικών αξιών. Είναι το πρώτο πράγμα που αναφέρεται όταν μιλάμε για κίνδυνο: η διακινδύνευση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αξίας όλου του συστήματος αξιών της κοινωνίας μας.
Όλοι θα θυμούνται τη σκηνή στο έργο " Επαναστάτης χωρίς αιτία ", όπου ο James Dean προκαλεί τον αντίπαλό του σε μια κούρσα θανάτου, στην οποία νικητής θα είναι αυτός που θα πηδήξει τελευταίος από το αυτοκίνητο που ορμάει με ταχύτητα στο χείλος του γκρεμού. Σ΄αυτή την περίπτωση αξιολογείται θετικά η διακινδύνευση, με ένα σχήμα υπερβατικό και παράλογο συγχρόνως. Μέσω αυτής της αντιμετώπισης, που αφορά στη γνώση τού μέχρι ποιού σημείου είμαστε διατεθειμένοι να ριψοκινδυνεύσουμε τη ζωή μας, αυτό που διακυβεύεται είναι η δυνατότητα ελέγχου, που θα δημιουργήσει το νόμο, που θα θέσει το σύστημα αξιών. Αυτή η σκηνή στο έργο "Επαναστάτης χωρίς αιτία", είναι η αμερικάνικη εκδοχή ενός γνωστού σημείου της "Φαινομενολογίας του πνεύματος" του Χέγκελ: της διαλεκτικής μεταξύ του αφέντη και του σκλάβου. Διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή, ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως ανθρώπου, του οποίου η αξία δεν ανάγεται στη βιολογική του υπόσταση και ο οποίος, μάλιστα, είναι ικανός να τη θέσει σε κίνδυνο για κάποιον άλλο λόγο. Ο κόσμος των αξιών αποκαλύπτεται χάρις στην ικανότητα του ανθρώπου να διακινδυνεύει γι’αυτές. Ο κίνδυνος αποτελεί, ταυτόχρονα, αρχή ιεραρχίας: αυτός που ριψοκινδυνεύει να αντιμετωπίσει το θάνατο κυριαρχεί έναντι αυτού που δεν έχει το κουράγιο. Ο εξανθρωπισμός του ανθρώπινου είδους διεξάγεται μέσω της διακινδύνευσης και, πιο συγκεκριμένα, μέσω του κινδύνου της ίδιας της ζωής του. Τα ζώα, αντίθετα, είναι αποκλεισμένα από την εμπειρία της διακινδύνευσης. Με άλλα λόγια, αν δε μπορείς να διακινδυνεύσεις, τότε ζείς σαν ζώο.
Πράγματι, σύμφωνα με την παράδοσή μας, η έννοια της διακινδύνευσης συνδέεται με αυτές του θάρρους, του ηρωισμού και της ικανότητας να ρισκάρει κανείς τη ζωή του, να θυσιάζεται. Εκτός από το «ρίσκο» που παίρνω, μετράει και η αξία την οποία προσδίδω σ΄αυτό για το οποίο παίρνω το «ρίσκο»: η πατρίδα σε περίπτωση πολέμου, η ελευθερία σε περίπτωση αντίστασης, η αγάπη σε περίπτωση θυσίας της προσωπικής βολής. Αυτό που δίνει αξία σε μια αξία, είναι ο,τιδήποτε είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύσουμε γι΄αυτή.
Αν η επικινδυνότητα αποτελεί έναν τρόπο αξιολόγησης, δεν έχει ,ωστόσο, μια απόλυτη αξία. Αν το θάρρος είναι μια αρετή, δεν είναι ,ωστόσο, αρετή το θράσος . Η έξαψη του επικίνδυνου είναι ικανή να οδηγήσει στους χειρότερους αποτροπιασμούς, όπως φάνηκε καλά στον XXο αιώνα. Το εγκώμιο της αυτοθυσίας προσεγγίζει έναν φανατισμό που μπορούμε δικαίως να αμφισβητήσουμε. Η επικινδυνότητα δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό για την ύπαρξή μας. Εξάλλου, στη διαλεκτική σχέση μεταξύ του αφέντη και του σκλάβου, ο Hegel δικαιώνει το σκλάβο που με την εργασία του θα αποκτήσει την πραγματική κυριαρχία. Στην ηθική της διακινδύνευσης, υπάρχει πάντα ένα όριο που είναι η ίδια η ζωή. Μπορούμε να αξιολογήσουμε θετικά τη διακινδύνευση, αλλά μόνο στο μέτρο που υπηρετεί τη ζωή. Η επικινδυνότητα αποτιμά τη ζωή, υπό την προϋπόθεση ότι τη διαφυλάσσει. Έτσι, η ηθική της διακινδύνευσης έχει ένα όριο: την εξυπηρέτηση της ζωής. Δεν έχει απόλυτη αξία. Όλοι οι ηρωισμοί δεν είναι άμεμπτοι. Η ηθική της διακινδύνευσης ταλαντεύεται ανάμεσα στον παροξυσμό του ηρωισμού, για τον οποίο δεν έχει πλέον τίποτα αξία, και στη δειλή υποχώρηση ή συστολή κάποιου, που σε κάθε περίπτωση προτιμά να διασφαλίζεται, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω του. Η αξία της επικινδυνότητας βρίσκεται στο μέτρο, στην αναλογία. Ούτε υπερβολικά πολύς, ούτε υπερβολικά λίγος. Η ηθική της διακινδύνευσης είναι μια ηθική ισορροπίας.
Αυτός ο προβληματισμός γύρω από την αξία του κινδύνου είναι σήμερα παρών με πολλές μορφές. Έτσι , μπορούμε να αναρωτηθούμε σχετικά με τη στρατηγική του πολέμου με "μηδενικό κίνδυνο". Ποια αξία δίνουμε στις αξίες μας αν δε δεχόμαστε να τις υπερασπιστούμε παρά μόνο υπό την προϋπόθεση να μην πεθάνουμε γι΄αυτές;
Η διακινδύνευση ως κοινωνική εμπειρία
Πρόκειται για το πεδίο της ασφάλισης. Εδώ η επικινδυνότητα παίρνει τη μορφή ενός συμβάντος μελλοντικού, δυνατού να γίνει, ενδεχόμενου, πιθανού, ευτυχούς ή δυστυχούς, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δημιουργεί φόβο για τις συνέπειες που θα κληροδοτήσει. Σ΄ αυτό το πεδίο, ο κίνδυνος είναι πλασματικός. Παρόλα αυτά η ασφάλιση του προσδίδει μια αξία επίκαιρη, μια τιμή: το ασφάλιστρο της ασφάλισης. Έτσι, συνδεμένος με την ασφάλιση, ο κίνδυνος δεν εγκαταλείπει τον κόσμο των αξιών. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος στην ασφάλιση δεν αποτελεί ποτέ τίποτα άλλο παρά το μέτρο μιας αξίας. Η ασφάλιση είναι αυτή που δίνει μια οικονομική τιμή στον κίνδυνο, μια νομισματική εκτίμηση, το δεδομένο που προσδίδει μια μορφή ύπαρξης σε μια αξία.
Πώς μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια η τιμή του κινδύνου; Υπάρχουν δύο θεωρίες διαθέσιμες: η πρώτη, περισσότερο ψυχολογικού χαρακτήρα, υποστηρίζει πως η τιμή του κινδύνου μετριέται με βάση την αποστροφή που δείχνει απέναντί του εκείνος που επιζητά να τον αποφύγει. Για το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται ανάγκη στατιστικής. Η τιμή του κινδύνου αποτελεί το σύνολο του ποσού του ασφαλίστρου στο οποίο θα συμφωνήσουν αυτός που θα τον μεταβιβάσει και αυτός που δέχεται να τον επιβαρυνθεί. Είναι όπως το παρουσιάζει το παρακάτω ανέκδοτο: ο πρόεδρος της φίρμας Cutty Sark, για να διαφημίσει το ουίσκι του, είχε προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον πρώτο που θα έβλεπε το τέρας του Λοχ Νες. Ίσως μια νύχτα να είδε κάποιον εφιάλτη, να είχε κάποιες τύψεις; Όφειλε να κρατήσει την τρελή του υπόσχεση, αυτή που θα έβαζε σε κίνδυνο την επιχείρησή του. Έψαξε λοιπόν και βρήκε έναν ασφαλιστή, κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει τον κίνδυνο τον οποίο είχε τόσο απερίσκεπτα επωμισθεί. Βρήκε ένα συνδικάτο των Lloyds με το οποίο συμφώνησε ένα ασφάλιστρο. Για να καλυφθεί αυτός ο κίνδυνος, ο πλέον πλασματικός και απίθανος, του δόθηκε μια τιμή, έγινε μια μεταβίβαση κινδύνου, έγινε μια ασφάλιση χωρίς να χρειαστεί καμιά στατιστική. Η έννοια της επικινδυνότητας στην ασφάλιση δε συνδέεται τόσο με την έννοια του κινδύνου, όσο με εκείνη της ελπίδας ή του φόβου. Η επικινδυνότητα αποτελεί το μέτρο μιας ελπίδας, μιας μαθηματικής ελπίδας η οποία, σύμφωνα με τον Pascal, αντιστοιχεί στο αποτέλεσμα της πιθανότητας του γεγονότος προς την ίδια την αξία του, μιας ηθικής ελπίδας (ή χρηστικής) σύμφωνα με τον Dαniel Bernoulli , η οποία αντιστοιχεί σ΄αυτό που είμαι διατεθειμένος να πληρώσω περισσότερο από εκείνο που θα όφειλα, υπό αυστηρά κριτήρια μαθηματικής ελπίδας, για να απαλλαγώ από τον κίνδυνο. Και αυτό το "περισσότερο" είναι που μετράει με ακρίβεια ποια είναι για μένα η αξία του κινδύνου.
Αυτή η καθαρά συμβολαιογραφική θεώρηση της ασφάλισης αντιστοιχεί , για να επαναλάβουμε μια διάκριση που εισηγήθηκε ο Michel Albert, σε μια θεώρηση περισσότερο των ναυτικών χωρών παρά των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, και ως επί το πλείστον στη Γαλλία, επικρατεί μια θεώρηση της ασφάλισης που περιέχεται στην έννοια της αμοιβαιότητας- αλληλοασφάλισης, δηλαδή στην ιδέα της στατιστικής και της πιθανότητας. Αυτό οφείλεται στο ότι η ασφάλιση στη Γαλλία, για να μπορέσει να αναγνωριστεί, αναγκάστηκε να αποδεσμευτεί από το παιχνίδι και το στοίχημα. Στην προοπτική αυτή, η διακινδύνευση αντιστοιχεί στην πιθανότητα να συμβεί κάποιο γεγονός σε ένα πληθυσμό. Με δεδομένο τον πληθυσμό των Γάλλων αυτοκινητιστών, την κατάσταση των δρόμων, τη φύση των προφυλακτήρων των αυτοκινήτων, σήμερα χάνονται στην άσφαλτο περίπου 8.000 ζωές. Και για να επαναλάβουμε την έκφραση του μεγάλου κοινωνιολόγου Adolphe Quetelet, είναι ο «φόρος» τιμής που οι Γάλλοι αφιερώνουν κάθε χρόνο προκειμένου να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι από χρονιά σε χρονιά ο αριθμός αυτός θα διατηρηθεί σταθερός, με κάποιες αποκλίσεις, τις οποίες μπορούμε εξάλλου να υπολογίσουμε. Αυτό μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το μέσο ασφάλιστρο αυτοκινήτου ανά κάτοικο ή ανά οδηγό. Και μπορούμε ταυτόχρονα να υπολογίσουμε την πιθανότητα που έχει το τάδε ή το δείνα άτομο να συμπεριληφθεί στα 8.000 θύματα. Αυτό εξαρτάται από την ιπποδύναμη του αυτοκινήτου, την εμπειρία του οδηγού, τους δρόμους στους οποίους κυκλοφορεί, κ.λ.π.., κριτήρια που χρησιμεύουν στον προσδιορισμό του ατομικού ασφάλιστρου της οδικής ασφάλισης. Ο καθένας, ωστόσο, δεν αντιπροσωπεύει τον ίδιο κίνδυνο για την ομάδα. Μερικοί οδηγούν πιο ριψοκίνδυνα από τους άλλους. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να προσδιορίσει κανείς την τιμή της επικινδυνότητας: αντιστοιχεί στη μικρότερη ή μεγαλύτερη πιθανότητα δυστυχήματος, με βάση αναφοράς το μέσο όρο. Ονομάζουμε αυτή την τιμή , δίκαια τιμή (le prix equitable).
Με αυτή την περισσότερο κοινωνιολογική παρά ψυχολογική θεώρηση, η ομάδα υπερέχει εις βάρος του ατόμου. Ο κίνδυνος χαρακτηρίζει την ομάδα. Την προσβάλλει με μια καταθλίβουσα και αγγίζει τα άτομα ως μέλη της ομάδας. Ο κίνδυνος χαρακτηρίζει την ομάδα, την ενώνει, την προσωποποιεί και της δίνει μια ταυτότητα. Παράδοξο της ελευθερίας: ο καθένας μπορεί να αισθάνεται όσο ελεύθερος θέλει, θα συνεισφέρει δε, όπως κι αν έχει το πράγμα ,δια μέσου των πράξεών του, στην αναπαραγωγή της κοινής στατιστικής. Μια παρόμοια ομάδα, προσδιορισμένη από τον κίνδυνο που διατρέχει, αποτελεί αυτό που ονομάζουμε αλληλοασφαλιστικό σύστημα (une mutualité).
Δίνοντας στον κίνδυνο μια τιμή, τέτοια ώστε να μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ενός συμβολαίου, η ασφάλιση δίνει υπόσταση στο μη υφιστάμενο, αληθοφάνεια στο μη πραγματικό, παρουσία στο ενδεχόμενο. Αντιστρέφει τη ροή του χρόνου : το επίφοβο γεγονός είναι παρόν, έστω κι αν δεν έχει συμβεί, έστω κι αν δεν πρόκειται να συμβεί. Είναι παρόν, έχοντας πάρει υπόσταση από το συμβόλαιο, υπό τη μορφή ενός κλάσματος απειροστοελάχιστου σε σχέση με αυτό που θα γίνει. Μ΄άλλα λόγια, είναι παρόν με έναν τέτοιο τρόπο, εντούτοις ρεαλιστικό, που η παρουσία του παραμένει πρακτικά αδιόρατη. Είναι αυτό που προσδίδει διπλή αποτελεσματικότητα στην ασφάλιση. Κατ΄αρχάς, διαιρώντας τον κίνδυνο σε κλάσματα, κάνει το επίφοβο γεγονός όχι επίφοβο πλέον. Η ασφάλιση διαλύει, συντρίβει τα εμπόδια και τα κάνει υποφερτά. Μερικές φορές, μάλιστα, σε υπερβολικό βαθμό.
Η αρετή, όμως, της ασφάλισης έγκειται στο ότι ξεπερνά μια απλή λογική βοήθειας. Η ασφάλιση μεταβάλλει τη φύση των πραγμάτων με τέτοιο τρόπο, ώστε το να μην ασφαλίζεσαι να αποτελεί σφάλμα. Αυτό το τελευταίο διατυπώθηκε με επιτυχία τον περασμένο αιώνα από τον Edmond About, σε ένα μικρό βιβλίο που το είχε αφιερώσει στην Ασφάλιση (L’Assurance): "Γνωρίζετε ότι τα λάστιχα των αυτοκινήτων χρησιμοποιούμενα στο οδόστρωμα διασκορπίζουν πάνω από είκοσι κιλά σίδηρο την ημέρα στους δρόμους του Παρισιού. Αυτά τα είκοσι κιλά μετάλλου, πολύτιμα ανάμεσα στ΄άλλα, δεν εξαφανίζονται, αλλά χάνονται. Η απειροελάχιστη διαίρεσή τους, τα καθιστά άχρηστα, γιατί δε μπορεί να τα πιάσει κανείς. Υποθέστε ότι ένας υπομονετικός και επινοητικός εργάτης κατορθώνει να συλλέξει τα «άτομα» του σιδήρου, να τους επαναφέρει τη συνοχή τους, την αντοχή τους και όλες τις χρήσιμες ιδιότητές τους. Τα βάζει στο σιδηρουργείο και φτιάχνει ένα μοχλό. Αυτός ο εργάτης δε δημιούργησε ένα κεφάλαιο προς χρήση των ανθρώπων; Ένα λεπτό του φράγκου δεν αποτελεί περισσότερο κεφάλαιο, απ’ό,τι τα ρινίσματα σιδήρου συνιστούν ένα μοχλό. Πρόκειτα μετά βίας για μια αξία. Με μεγάλη δυσκολία θα βρείτε άτομα που θα τους ένοιαζε η απώλεια ή το κέρδος ενός λεπτού, γιατί από ένα λεπτό απομονωμένο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μα εκείνος που με τίμιο τρόπο θα αποκτούσε από τους συμπατριώτες του αυτό το μικρό άχρηστο κέρμα, θα δημιουργούσε ένα κεφάλαιο δέκα εκατομμυρίων, μ΄άλλα λόγια έναν καταπληκτικό μοχλό ικανό να κινήσει ακόμα και βουνά." Το να δίνει κανείς τιμή στην ελπίδα, το να ενεργοποιεί το ενδεχόμενο περικλείει, στο εξής, και το ότι αυτός που δεν ενεργοποιεί στην πορεία του το ενδεχόμενο της διακινδύνευσης είναι ένας παράγοντας ατομικής και συλλογικής ζημίας: ατομικής σε ό,τι αφορά στην κατάσταση στην οποία θα βρεθεί αν ο κίνδυνος πραγματοποιηθεί, συλλογικής, εφόσον στερεί την κοινωνία από τη δυνατότητα να μετακινήσει βουνά. Η ασφάλιση προσδίδει οικονομική αποτελεσματικότητα στο γεγονός της αλληλεγγύης. Η ασφάλιση, επειδή ενεργοποιεί το ενδεχόμενο, είναι ο μηχανισμός με τον οποίο μετατρέπεται μια πιθανή απώλεια σε κεφάλαιο, είναι, συγχρόνως, ένας συνδυασμός προστασίας και ένας οικονομικός μηχανισμός που αντιστρέφει τους όρους και δημιουργεί από μια απώλεια, μια αρχή επένδυσης. Η αξία του έγκειται στο ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν απλό μηχανισμό ανακατανομής του βάρους της επιβάρυνσης.
Η ασφάλιση προτείνει μια κοινωνική εμπειρία της διακινδύνευσης συνδεμένη ταυτόχρονα με το φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία. Με το φιλελευθερισμό γιατί είναι μια πολιτική φιλοσοφία που δημιουργεί μέσα από τη διαχείριση της διακινδύνευσης μια αρχή διακυβέρνησης. Πρέπει τα άτομα να έρθουν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο, για να αποκτήσουν απόλυτη συνείδηση της πραγματικής τους ταυτότητας, υποβοηθούμενα από τη δική τους προνοητικότητα από τον εθελοντικό συνεταιρισμό με τους άλλους. Η ασφάλιση, όμως, είναι ταυτόχρονα και γέννημα θρέμμα της δημοκρατίας, στην οποία δίνει το χαρακτηριστικό της αλληλεγγύης. Γι΄αυτό, εδώ και δύο αιώνες, καλούμαστε ασταμάτητα να αποκτήσουμε συνείδηση του εαυτού μας, άλλοτε ατομικά κι άλλοτε συλλογικά, υπό τη μορφή της ασφάλισης.
Αυτή η λογική της διακινδύνευσης γνώρισε μια μοναδική κάμψη, όταν θελήσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ασφάλιση στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων συνδεμένων με τη εξέλιξη της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας. Με τις κοινωνικές ασφαλίσεις ,η ασφάλιση γίνεται υποχρεωτική. Πρόκειται για τη μέριμνα προστασίας των ατόμων από ορισμένους κινδύνους που θα ονομάζαμε κοινωνικούς. Η ιδέα είναι διπλή: ανεξαρτήτως του εισοδήματός του, κάθε άτομο πρέπει να προστατεύεται από τους κινδύνους αυτούς για το λόγο του ότι αυτοί δεν είναι δίκαια κατανεμημένοι μέσα στην κοινωνία. Πρόκειται γι’αυτό που εκφράζει το επίσημο κοινωνικό δόγμα της 3ης Δημοκρατίας: την κοινωνική αλληλεγγύη. Το αν υπάρχουν κοινωνικοί κίνδυνοι, οφείλεται στο ότι η ίδια η κοινωνία τους δημιουργεί κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της χωρίς ωστόσο να είναι δίκαιος ο καταμερισμός τους. Η εξισορρόπηση των ανισοτήτων εν όψει του κινδύνου και η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, αυτό είναι το πρόγραμμα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η κοινωνική ασφάλιση με την εξασφάλιση απόδοσης χρημάτων με την κάλυψη των κοινωνικών κινδύνων δημιουργεί όχι πλέον έναν θεσμό αλλά ένα δικαίωμα, ένα δικαίωμα καταρχάς του μισθωτού και στη συνέχεια ένα δικαίωμα του πολίτη ως προς την κοινωνική Ασφάλεια. Η ιδέα της ενεργοποίησης του ενδεχόμενου, η οποία μεταφράζεται με οικονομικούς όρους σε κεφαλαιοποίηση, υποχωρεί μπροστά σε μια μορφή γενικευμένης ασφάλισης, που λειτουργεί με βάση τον καταμερισμό.
Αυτή η λογική της ασφάλισης γνώρισε εξαιρετική εξάπλωση. Ο κοινωνικός προϋπολογισμός του έθνους ξεπερνά στο εξής τον προϋπολογισμό του Κράτους. Και η απόσταση μεταξύ τους διαρκώς μεγαλώνει με βάση μια λογική σύμφωνα με την οποία η φύση των κινδύνων που πρέπει να καλυφθούν (υγεία, συντάξεις) δεν προεικάζει ότι πρόκειται να υπάρξει κάμψη. Εν τούτοις, έχουμε προσεγγίσει το όριο πέρα από το οποίο οι δαπάνες προφύλαξης φαίνεται ότι τείνουν να καταστρέψουν τις ίδιες τις πηγές απ’ όπου προμηθεύονται πόρους: τα κοινωνικά βάρη εξαντλούν την οικονομία. Ένας οικονομικός λόγος, που επαυξάνεται λόγω ενός ηθικού λόγου: αντί να βοηθούν στο να διακινδυνεύει κανείς, οι ασφαλιστικοί θεσμοί προκαλούν αντιπαραγωγικά φαινόμενα που οδηγούν στο “να χάνει κανείς το ηθικό του”: η ασφάλιση δε χρησιμεύει πλέον στο να διακινδυνεύει κανείς, εξουσιοδοτεί το να μη χρειάζεται ποτέ να διακινδυνεύσει.
Προηγουμένως, αναρωτιόμασταν για το ποιο είναι το αναγκαίο όριο της ανάληψης διακινδύνευσης, για τους κινδύνους που εγκυμονεί ο φανατισμός της διακινδύνευσης× τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίστροφη κατάσταση: αυτό που πρέπει να μας τρομάζει δεν είναι η υπερβολή στην ανάληψη της διακινδύνευσης, αλλά αντίθετα η έλλειψή της. Πρόκειται εκ νέου για ένα πρόβλημα ισορροπίας.
Ο κίνδυνος ως νομική εμπειρία
Η νομική μορφή της διακινδύνευσης είναι η ευθύνη. Αντιλαμβανόμαστε την διακινδύνευση σαν απειλή, κίνδυνο, δυστυχία, καταστροφή. Η ευθύνη είναι ένας μηχανισμός αν όχι της μεταφοράς της διακινδύνευσης, τουλάχιστον της μεταφοράς της επιβάρυνσης του κινδύνου. Δια μέσω των νόμων της νομικής ευθύνης οργανώνεται ο καταμερισμός του φόρτου αυτού στην κοινωνία. Ακριβώς όπως κάθε αιτία ακολουθείται από ένα αποτέλεσμα, κάθε ατομική δραστηριότητα δεν παύει να επηρεάζει την δραστηριότητα των άλλων ατόμων κατά τρόπο που δεν παύει να τροποποιεί την κατάσταση είτε θετικά είτε αρνητικά. Αυτό ισχύει στους κόλπους της οικογένειας, στη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών και στη σχέση του άνδρα με τη γυναίκα. Αυτό ισχύει στον οικονομικό τομέα όπου ο ανταγωνισμός δίνει το δικαίωμα να βλάπτουμε ατιμώρητα. Δεν παύουμε να επηρεάζουμε οι μεν τους δε. Η ευθύνη με τη νομική έννοια, καθορίζει εκείνες τις αλληλεπιδράσεις που δεν πρέπει να παραμείνουν σαν ευθύνη αυτού που τις υπομένει και συγχρόνως οργανώνει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να πραγματοποιηθεί η μεταφορά της ευθύνης. Φυσικά οι περισσότερες επιπτώσεις της κοινωνικής ζωής δεν δίνουν διέξοδο σε μια διαδικασία επανόρθωσης, ειδάλλως η ζωή θα ήταν αδύνατη. Κατ’αρχήν, αυτό που αφορά στην ευγένεια ή την κοινωνικότητα δεν ρυθμίζεται από τα δικαστήρια, όπως εξάλλου και οι οικογενειακές φιλονικίες. Η οικονομία της αγοράς δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει καθόλου εάν οι συντελεστές της μπορούσαν να εκφράζουν παράπονα για όλα τα κακά που προκαλούν συνεχώς ο ένας στον άλλο. Έτσι το άρθρο 1382 του Α.Κ. ορίζοντας ότι ένα αδίκημα δεν μπορεί να επανορθωθεί παρά μόνο στην περίπτωση που έχει προκληθεί κατά λάθος, είχε περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα της δικαστικής επιδίκασης αποζημίωσης. Αλλά το φαινόμενο του τυχαίου ατυχήματος που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία οδήγησε προοδευτικά στο να εδραιωθεί η ευθύνη πάνω στην έννοια της διακινδύνευσης.
Η διακινδύνευση είναι η «εκβιομηχανοποιημένη» εκδοχή της αντίληψής μας για την ευθύνη. Η έννοια αυτή δεν εισάγεται στο δίκαιο παρά μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα με τους νόμους για τα εργατικά ατυχήματα, δηλαδή με την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ακριβώς ότι η έννοια της διακινδύνευσης επιβλήθηκε για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τα προβλήματα του καταμερισμού των ευθυνών στη βιομηχανική κοινωνία. Πώς όμως να αναλογιστούμε την ευθύνη ως κίνδυνο;
Ας επιστρέψουμε στον Αριστοτέλη. Γι’ αυτόν, οι άνθρωποι είναι προορισμένοι για τη φρόνηση. Θα πρέπει να είμαστε φρόνιμοι, γιατί ο κόσμος είναι ατελής και αόριστος, το μέλλον είναι άδηλο. Αυτή είναι η μοίρα που οι θεοί έχουν ορίσει για τους ανθρώπους: θα πρέπει με τις πράξεις τους να τελειοποιήσουν αυτό τον ατελή κόσμο. Ο προορισμός του ανθρώπου στη γη είναι να άρει την αβεβαιότητα μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε, χάρη στις επιλογές του, ο κόσμος να βρει το μονοπάτι της τελειότητας. Στον κόσμο των θεών, με την αστρονομική κανονικότητα ή τους αμετάβλητους μαθηματικούς νόμους, δεν υπάρχει θέση για την ευθύνη γιατί δεν υπάρχει αβεβαιότητα. Αντιθέτως, ο κλήρος των ανθρώπων είναι ν’ αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα μέσα σ’ αυτόν τον ατελή κόσμο και ο προορισμός τους είναι να την άρουν. Για να το επιτύχουν αυτό, δεν μπορούν να εφαρμόσουν νόμους, γιατί ακριβώς αυτοί δεν υφίστανται. Θα πρέπει να κάνουν επιλογές, να αποφασίσουν, να προκαταλάβουν το μέλλον με ένα τρόπο αμετάκλητο, που θα δεσμεύει τις μελλοντικές γενιές. Γι’ αυτό το λόγο, οι επιλογές τους θα πρέπει να είναι «φρόνιμες» ή σύμφωνα με το λεξιλόγιο μας υπεύθυνες.
Σύμφωνα με το αριστοτελικό μοντέλο της φρόνισης, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στην ιστορία της Δύσης τις γενικές δομές που καθοδηγούν επιλογές ή αποφάσεις διά μέσω των οποίων ένας κόσμος με τις δικές του ιδιαιτερότητες εξελίχτηκε και συγχρόνως αναλογίστηκε τα όρια του. Η βιομηχανική επιλογή ήταν μία από αυτές. Και είναι στο πλαίσιο αυτό που η ευθύνη πήρε ρητά τη μορφή της διακινδύνευσης: κατά τη διάρκεια του 18ου αι. με τον κίνδυνο του επιχειρηματία, τον 19ο αι. με τον επαγγελματικό κίνδυνο των εργατικών ατυχημάτων και με τους κοινωνικούς κινδύνους που βιώνουν οι μισθοσυντήρητοι καθώς επίσης και με τους υγειονομικούς, τεχνολογικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Αυτή η αντίληψη της διακινδύνευσης περιλαμβάνει τρεις διαστάσεις.
Πρώτον, τη διάσταση της ισχύος. Τα προβλήματα της ευθύνης και του κινδύνου σήμερα δημιουργούνται από τα εκπληκτικά τεχνολογικά επιτεύγματα που πραγματώνονται. Η βιομηχανική «θέληση για δύναμη» , όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, επιβεβαιώνεται μέσω των διαθέσιμων τεχνικών που έχουν αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα. Αυτό έχει επανειλημμένα υπογραμμιστεί, αναπαραστασθεί, περιγραφεί ή παρουσιαστεί. Είναι άλλωστε γεγονός ότι στο τέλος αυτού του αιώνα, η βιομηχανική δύναμη δεν έχει βασιστεί μόνο στο ατύχημα αλλά στην καταστροφή. Ζούμε τη βιομηχανική υπόσχεση που εγκυμονεί μια καταστροφική απειλή. Από τότε που οι μεγάλες εταιρείες που κατασκευάζουν τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (Ο.G.M.) μας ανακοινώνουν ότι, χάρη σε αυτές, η πείνα στον κόσμο θα εξαφανιστεί σε μικρό χρονικό διάστημα και ότι τα προβλήματα του περιβάλλοντος στον αγροτικό τομέα αποτελούν ήδη παρελθόν, καθένας αντιλαμβάνεται αυτές τις ανακοινώσεις ως προειδοποίηση του κινδύνου. Αυτό στηρίζεται στο ότι πρόκειται για μια εκπληκτική επίδειξη δύναμης. Αυτή είναι η θέση που ανέπτυξε ο Hans Jonas στο βιβλίο του «Η αρχή της ευθύνης»9: η σύγχρονη βιομηχανική δύναμη είναι μια υπερδύναμη, μια τέτοια δύναμη που δεν μπορεί παρά να κάνει τον ορίζοντα της ευθύνης μας να εκτείνεται μακροπρόθεσμα. Είμαστε υπεύθυνοι για τις μελλοντικές γενιές. Οι Στωικοί φιλόσοφοι προκειμένου να απελευθερώσουν τους ανθρώπους από την αγωνία, τους προτείνουν να διακρίνουν ανάμεσα «σε αυτό που εξαρτάται από μας και σε αυτό που δεν εξαρτάται από μας», με δεδομένο ότι έχουμε να απαντήσουμε μόνο για ό,τι εξαρτάται από εμάς. Το πρόβλημα είναι ότι με τη βιομηχανική δύναμη φαίνεται ότι δεν έχει μείνει τίποτα που να μην εξαρτάται από μας. Απ’ αυτό προκύπτει το απεριόριστο της ευθύνης που μας ανησυχεί τόσο. Δεν χωρεί πλέον η έννοια της αθωότητας, όπως καταδεικνύεται από την περιορισμένη αναφορά στο δίκαιο των εννοιών του τυχαίου και της ανωτέρας βίας. Αυτό το απεριόριστο, ωστόσο, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της συνείδησης που έχουμε για τη σύγχρονη βιομηχανική δύναμη.
Η δεύτερη διάσταση στην αντίληψη της ευθύνης ως διακινδύνευσης αφορά στη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους. Η τεχνική δεν είναι μονάχα μια σχέση με τη φύση αλλά είναι επίσης και μια κοινωνική σχέση. Η δύναμη της βιομηχανικής κοινωνίας υλοποιείται επακριβώς διά μέσω των σχέσεων ισχύος – εξουσίας. Οι σχέσεις αυτές είναι θεμελιωδώς ασύμμετρες. Οι μοντέρνες τεχνολογίες οδηγούν σε εξάρτηση και όχι σε ισότητα. Όσο περισσότερο οι κοινωνίες αναπτύσσονται τεχνολογικά τόσο λιγότερο φαίνεται να εξαρτώνται από ένα μοντέλο κοινωνικού συμβολαίου. Η ασυμμετρία ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο καθιερώνεται από τις συμβάσεις εργασίας που οργανώνουν την «υποτέλεια» και τον επιμερισμό του επαγγελματικού κινδύνου. Επιπροσθέτως, η ασυμμετρία ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, τον επαγγελματία και τον μη επαγγελματία βρίσκεται στη βάση του δικαιώματος της κατανάλωσης. Σήμερα, τα προβλήματα της ευθύνης αφορούν σε ένα σημαντικό βαθμό στην διαχείριση αυτών των ασυμμετριών. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ένας από λόγους για τους οποίους το πρόβλημα των ιατρικών λαθών βρίσκεται στο επίκεντρο των σύγχρονων αντιπαραθέσεων σχετικά με την ευθύνη. Η σχέση του γιατρού με τον άρρωστο είναι θεμελιωδώς ασύμμετρη, ενώ συνεχίζουμε να τη θεωρούμε από νομικής απόψεως ως μία σύμβαση από την οποία να προκύπτει ζήτημα καταμερισμού του κινδύνου. Είναι αυτή η διάσταση της ασυμμετρίας μαζί με το αίσθημα της εξάρτησης που την ακολουθεί, που αποτελούν την ουσία των μεγάλων υποθέσεων, οι οποίες στη Γαλλία είναι στην επικαιρότητα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90: μολυσμένο αίμα, αμίαντος, τρελές αγελάδες. Τα θύματα συνειδητοποιούν ότι βρέθηκαν σε μια κατάσταση που εμπεριέχει κίνδυνο, τον οποίο γνώριζε εκείνος που είχε τον έλεγχό της βιομηχανικής διαδικασίας και επέλεξε να τα βάλει σε κίνδυνο χωρίς απαραίτητα να τα ενημερώσει. Η εξάρτηση αποκαλύπτεται από το κατοπινό πεπρωμένο. Η διακινδύνευση δεν είναι μόνο η επικινδυνότητα, είναι και μία κοινωνική σχέση: Είναι η σχέση μεταξύ αυτού που έχει την τεχνολογική δύναμη και αυτού που ωφελείται ή πιθανόν υπόκειται σ’αυτή.
Δύναμη σε σχέση με τη φύση, εξουσία στη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους. Απομένει η τρίτη διάσταση της νομικής αντίληψης του κινδύνου: αυτή της βλάβης. Στη βιομηχανική κοινωνία θεωρείται ότι δεν μπορεί να υπάρξει δραστηριότητα, επιχείρηση χωρίς κίνδυνο. Αυτό υπογράμμιζε πριν από έναν αιώνα ο Raymond Saleilles σχολιάζοντας την καινούργια νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη των εργατικών ατυχημάτων: «Η σύγχρονη ζωή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά θέτει ζήτημα διακινδύνευσης10». Εννοείται: ο κίνδυνος είναι δεδομένος, δεν αμφισβητείται καθεαυτός, το θέμα είναι απλώς να οργανώσουμε τον καταμερισμό του. «Το ζήτημα δεν είναι να επιβάλλουμε μια ποινή αλλά να γνωρίζουμε ποιος πρέπει να ανεχτεί τη ζημία, αυτός που την προκάλεσε ή αυτός που την υπέστη. Δεν τίθεται θέμα ποινικής ευθύνης, διακυβεύεται μόνο η κοινωνική αντίληψη. Δεν πρόκειται κατ’ουσία για ένα θέμα που αφορά στην ευθύνη αλλά στους κινδύνους: ποιος θα πρέπει να τους υπομείνει; Αναπόφευκτα, λογικά και δίκαια, πρέπει να είναι αυτός που δρα ο οποίος αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεων και των δραστηριοτήτων του11». Δεν φανταζόμαστε καν να θέσουμε ως συνθήκη για την αποδοχή μιας πράξης ή μιας επιχείρησης, ότι θα πρέπει αυτή να μην εμπεριέχει κινδύνους για τους άλλους. Αλλά θέτουμε τη συνθήκη ότι δεν αφήνουμε το βάρος μόνο σε αυτούς που τους υφίστανται και ότι αυτός που εκθέτει τους άλλους σε κίνδυνο αναλαμβάνει και την ευθύνη τους. Είναι αυτές οι μεταβάσεις που οργανώνονται από το δικαίωμα της ευθύνης στη βάση της διακινδύνευσης. Έτσι, θα δημιουργήσουμε αντικειμενικές ευθύνες, τεκμήρια ευθύνης των οποίων η φιλοσοφία συνίσταται στο να φέρει το φορτίο του κινδύνου αυτός που τον δημιούργησε ή αυτός που τον εκμεταλλεύεται. Η ανταπόκριση στον κίνδυνο είναι επομένως η αποζημίωση περισσότερο απ’ ότι η πρόληψη. Γι’ αυτό το λόγο η ασφάλιση έχει γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη με τον πολλαπλασιασμό των υποχρεωτικών ασφαλίσεων (στη Γαλλία υπάρχουν γύρω στις εκατό). Κανένας μέχρι πρόσφατα δεν ανησύχησε γι’ αυτό το καινούριο κοινωνικό συμβόλαιο ―είναι το συμβόλαιο της αλληλεγγύης― σύμφωνα με το οποίο ο κίνδυνος είναι αποδεκτός από τη στιγμή που αποζημιώνεται και το βάρος δεν πέφτει στο θύμα.
Είμαστε μάρτυρες σήμερα μιας αξιοσημείωτης αλλαγής σε αυτό το σχήμα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο να πολλαπλασιάσουμε τις ευθύνες για τον κίνδυνο και να οργανώσουμε μέσω της ασφάλισης τη φερεγγυότητα των υπευθύνων αλλά να αποτρέψουμε κάποιους κινδύνους. Η πρόληψη (prévention) όχι μόνο έχει το προβάδισμα έναντι της αποζημίωσης, αλλά επιχειρούμε να προλάβουμε και τους κινδύνους που δεν έχουν ακόμα παρουσιαστεί. Πρόκειται για προφύλαξη (précaution). Και αυτό για πολλούς λόγους: πρώτον, αναμφίβολα ένας μετασχηματισμός στη φύση των ζημιών που δεν αφορούν πλέον τόσο στα μεμονωμένα ατυχήματα όσο στις καταστροφές. Φτάνουμε σε χρηματικά ποσά που ξεπερνούν τόσο τα όρια του ασφαλίσιμου όσο και του αποζημιώσιμου. Υπάρχει επίσης ένα είδος επαναξιολόγησης του τιμήματος του κινδύνου. Έχουμε μία σωστή κλίμακα για να αξιολογήσουμε αυτό το καινούριο μέτρο κινδύνου: στον πόλεμο του 1914, ένας στρατηγός έστελνε να σκοτωθούν 300.000 άνδρες κατά δεκάδες, όπως στη μάχη του Chemin des Dames. Σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε πόλεμο παρά με «μηδενικό κίνδυνο». Οι αξίες έχουν μεταλλαχτεί με μοναδικό τρόπο: Παραδοσιακά, στο ισοζύγιο κέρδους- ζημιών αρκούσε τα πλεονεκτήματα να υπερισχύουν επαρκώς σε σχέση με τους κινδύνους, ώστε να εξουσιοδοτείται κάποιος να τους αναλάβει και επομένως να χάσει κάτι διακινδυνεύοντας. Σήμερα τείνουμε να μετράμε τον κίνδυνο ξεκινώντας από αυτό το χαμένο μέρος: ποιος θα άξιζε να θυσιαστεί; Αυτοί που θα έχουν τη δυστυχία να αποτελούν μέρος όσων θυσιαστούν, δεν έχουν την ίδια αξία όπως και οι άλλοι; Τέτοιος είναι ο τρόπος εκτίμησης που βρίσκεται πίσω από τον προβληματισμό για τον μηδενικό κίνδυνο.
Η φιλοσοφία της προφύλαξης δεν οδηγεί, όπως είπαμε, στο να περάσουμε και πάλι από την διακινδύνευση στο λάθος. Απορρέει από μια διπλή επαναξιολόγηση των κινδύνων: κατ’αρχάς, σε συνάρτηση με τα υλοποιούμενα τεχνολογικά επιτεύγματα και για τα οποία συνειδητοποιούμε πλέον ότι δεν τα ελέγχουμε. Είμαστε αντιμέτωποι μ’ένα είδος υπερβολής της δύναμης σε σχέση με την εξουσία, που δεν ξέρουμε πολύ καλά πώς να αξιολογήσουμε νομικά: κίνδυνος της ανάπτυξης ή αρχή της προφύλαξης, ανάλογα με το αν τοποθετούμαστε σε επίπεδο νομικό ή πολιτικό. Στη συνέχεια, επειδή συνεργούμε σε ένα είδος επανάστασης των θυμάτων που δεν αποδέχονται πλέον τον κυνισμό της παραδοσιακής ισοτιμίας στην αποδοχή του «ρίσκου». Τα θύματα δεν αμφισβητούν τόσο την τιμή των αξιολογήσεων όσο τις σχέσεις εξουσίας που εμπεριέχονται στους τεχνολογικούς κινδύνους. Η εξέγερσή τους από δω και στο εξής συντελεί στο να αξιολογούμε τον κίνδυνο ξεκινώντας από αυτό που θα θεωρούσαμε μέχρι τώρα μάλλον επουσιώδες.
Εδώ επιπλέον μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η εμπειρία του κινδύνου είναι μια εμπειρία ορίων. Απέναντι στην υπερδύναμη που είναι εφεξής η δική μας (και η οποία μετριέται από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε τα αποτέλεσματά της), από τις σχέσεις ασυμμετρίας και εξάρτησης που συνεπάγεται (μαζί με το αίσθημα της απώλειας αυτονομίας που αυτή προκαλεί) και από το έκταση των κινδύνων που διατρέχουμε, δεν θα άρμοζε, αν όχι να σταματήσουμε, τουλάχιστον να κάνουμε μία παύση που θα μας επιτρέψει να ανακτήσουμε τον έλεγχο της διαδικασίας που κυριαρχεί πάνω μας; Ο χρόνος της προφύλαξης είναι αυτός της συμφωνημένης αναστολής (moratoires).
Αυτές οι τρεις διαστάσεις, ηθική, κοινωνική και νομική της σύγχρονης αντίληψης για την διακινδύνευση, δεν την εξαντλούν. Αν θα θέλαμε να το αντιμετωπίσουμε πιο σφαιρικά, θα έπρεπε να προσθέσουμε τη στρατιωτική εμπειρία που είναι χωρίς αμφιβολία μία από τις πιο παλιές μορφές αντίληψης του κίνδυνου, την εμπειρία του παιγνίου η οποία από τον Pascal μέχρι τον Von Neumann και τον Morgenstern, έλαβε μία τόσο σημαντική θέση στη διαμόρφωση των συμπεριφορών απέναντι στο κίνδυνο και παραμένει τόσο επίκαιρη στον κόσμο της οικονομίας, την ιατρική εμπειρία που λόγω της προόδου της ιατρικής και της ιατρικοποίησης της κοινωνίας έχει αποκτήσει κυρίαρχη θέση στη θεώρηση μας για τη διακινδύνευση. Θα έπρεπε να προσθέσουμε επίσης το ψυχολογικό βίωμα, όπου η διακινδύνευση εμφανίζεται ως μια συνισταμένη του σύγχρονου ατομικισμού.
Δεν ήταν στις προθέσεις μου να είμαι διεξοδικός. Επιχείρησα απλώς να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο η διακινδύνευση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης κοινωνίας. Και αυτό, όχι μόνο λόγω των απειλών που βαραίνουν επάνω μας, αλλά ακόμα βαθύτερα, επειδή πρόκειται για μια γενική αρχή αξιολόγησης. Βασίζοντας τις αξίες της στον κίνδυνο, η σύγχρονη κοινωνία είναι ταυτόχρονα καταδικασμένη να υπομείνει τη διαλεκτική της διακινδύνευσης: την ηθική του κινδύνου την ίδια στιγμή που ενθαρρύνει τη θυσία, ως όριο αυτής.
Η αντίληψη του κινδύνου αποτελεί για τη σύγχρονη κοινωνία μια οριακή εμπειρία: μέχρι ποιού σημείου δεν υπερβαίνουμε τα όρια; Η σύγχρονη κοινωνία, την ίδια στιγμή που αξιοποιεί τον κίνδυνο, την περιπέτεια, την επιχείρηση, ζητά να της βάλει κάποιο μέτρο. Κατ’αυτό τον τρόπο, ο κίνδυνος καθίσταται την ίδια στιγμή μια αρχή αξιολόγησης, προτροπής, δράσης και μία αρχή περιορισμού, περιστολής, απαγόρευσης. Μαζί με την υπερτίμηση του κινδύνου, όπως και μαζί με την υποτίμησή του, το ανθρώπινο κλίνει προς το μη ανθρώπινο. Άρα δεν αντιτίθεται μία ηθική της διακινδύνευσης σε μία ηθική της προστασίας: είναι η ίδια η ηθική της διακινδύνευσης που είναι ταυτόχρονα μία ηθική της προστασίας. Κίνδυνος και ασφάλεια δεν αντιτίθενται ως δύο ανεξάρτητες ουσίες. Η διακινδύνευση είναι ταυτόχρονα κατάφαση και άρνηση. Βρίσκεται στην ανάγκη να ξεπεραστεί μέσα στο αναγκαίο σχέδιο της υπέρβασης του κεκτημένου ορίου, όπως και στην κριτική συνείδηση του κινδύνου της υπέρβασης των ορίων. Γι’ αυτό ο σύγχρονος άνθρωπος, συνδεδεμένος όπως είναι με τον κίνδυνο έχει μία διαρκώς ανήσυχη συνείδηση, ή καλύτερα, είναι προορισμένος για την ανησυχία που συνδέεται με την ευθύνη.
«…Η ακαθόριστη ανησυχία
αυτό που κάνει τον άνθρωπο να φοβάται τον εκπληρωμένο πόθο του».
11 σχόλια:
"Σήμερα τείνουμε να μετράμε τον κίνδυνο ξεκινώντας από αυτό το χαμένο μέρος: ποιος θα άξιζε να θυσιαστεί; Αυτοί που θα έχουν τη δυστυχία να αποτελούν μέρος όσων θυσιαστούν, δεν έχουν την ίδια αξία όπως και οι άλλοι;"
Σας φιλώ!
Τώρα, καλή μου Mareld, περιμένεις να...διακινδυνέψω ένα σχόλιο;!
Αληθινά, πολύ ωραίο κείμενο.
( Αμ, η εικονογράφηση;)
Βροχερά μαντιλάκια κουνάμε στη Στοκχόλμη.
Ζακυνθινάκι μου!
Το πρωί εμφανίστηκε ο ήλιος έτσι.. να μας πει..κοιτάχτε με..κοιτάχτε με..σε λίγο θα με ψάχνετε στα όνειρά σας..
Αν οι καταβολάδες μου δεν ήταν βαθιά μεσ΄στη καρδιά της πατρίδας μας..εννοώ.. της Ζακύνθου..που εικονογράφηση.. που Cohen και φυσικά
πως να τολμήσεις να διακινδυνεύσεις αν δεν έχεις στο αίμα σου "Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία"
όπως ας πούμε "ο
Παναγιώτης ο διαχρονικός. Παναγιώτης ο φίλος. Παναγιώτης συλληφθείς και βασανισθείς διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις.
Ο Παναγιώτης που εμπνέονταν από την αριστερά αλλά δεν κλεινόταν στα τείχη της. Ήθελε να τα κατεδαφίσει. Ο Παναγιώτης που «είδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίχτυ των θεών όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια» - και προσπάθησε να το τρυπήσει. Το λέει ο Σεφέρης για τον Ευριπίδη. Ο Παναγιώτης της Παλαιστίνης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Παναγιώτης του Πάμπλο. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται επίσης. Ο Παναγιώτης της πλατειάς ανάσας. Ο Παναγιώτης που έψαχνε τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Που αμφέβαλλε. Που αμφισβητούσε. Που αυτοσαρκάζονταν και γελούσε. Ο Παναγιώτης που μπορούσε να πει όχι και σε ένα ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Ο Παναγιώτης της Ιδιωτικής Οδού όπου σεργιανούσαν Ελυτικές κόρες με καλάθια με κρόκους στο κεφάλι"
Παναγιώτης Κανελλάκης
Γεννήθηκε το 1942 στην Ανδρίτσαινα της ορεινής Ολυμπίας.
Μας άφησε στις 20 Οκτωβρίου 2009, στη Ρώμη.
«Υπάρχει μια νύχτα,
που ο θάνατος παίρνει τη μορφή
της Παναγιάς.
Σε μια τέτοια νύχτα,
θα ‘θελα να ξαναγεννηθώ
Μιχάλης Κόκκινος
mareld ...καλή μου καλησπέρα.
Περνάω μια δύσκολη φάση αυτόν τον καιρό και θέλω να ξέρεις πως μου κάνουν καλό αυτά που γράφεις.
Μακάρι να ήσουν πιό κοντά...
Είναι σαν να σε ξέρω χρόνια!
Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η έννοια αυτή της διακινδύνευσης, που κάποιες φορές με δυναστεύει και με παρασύρει, αθέλητα νομίζω, σε μονοπάτια δύσβατα της ζωής μου, είναι η ουσία της ανθρωπιάς μας κι αυτό που μας διαχωρίζει από τα ζώα...
Σε ανακαλύπτω συνεχώς @Mareld μου μέσα από αυτές τις τόσο ουσιαστικές @σελίδες σου, με την απέραντη ευαισθησία για τα ανθρώπινα...
Νομίζω ότι εδώ μέσα σήμερα... πήρα πάλι δύναμη για να συνεχίσω...
Σ' ευχαριστώ!
:))
Αγαπημένοι μου φίλοι!
Εγώ σας ευχαριστώ!
Πολλά φιλιά!
Αυτή η ανάρτηση είναι η τελευταία στο τζιβαέρι..
Θα τελειώσω με λόγια που βρήκαν φωλιά στη καρδιά μου..
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Διοτίμα μου,
..Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Λιαντίνης
Λειβαδίτης. αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
1950
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος..
Aν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσεις την ανθρώπινη φύση σου και να πας παραπέρα, να ενωθείς με το σύμπαν και να αφιερωθείς στην εξασφάλιση της αρμονίας του...
Καλό ξημέρωμα Mareld μου και καλή εβδομάδα!
Ένας αγώνας είναι η μάταιη αυτή ζωή μας, αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι...
Φιλιά!
:))
“Αυτός που προδίδει έστω και μια φορά τις αρχές του, χάνει την αγνότητα της σχέσης του με τη ζωή. Το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του, είναι σα να παραιτείται από τα πάντα, από την ταινία του, από τη ζωή του”. Ταρκόφσκι
Δημοσίευση σχολίου