Η γλώσσα της τέχνης είναι κάθε φορά διαφορετική, είναι εικαστική γλώσσα, μουσική γλώσσα, λόγος, αυτό είναι ένα μέσον και όχι αυτοσκοπός.
Γιώργης Βαρλάμος, (1922): τι λέει η εικόνα μου και όχι το πώς είναι φτιαγμένη (αποσπάσματα)
Εμμανουήλ Μαυρομμάτη Ο διάλογος που ακολουθεί και του οποίου δημοσιεύονται αποσπάσματα, θα περιληφθεί ολόκληρος στο προσεχές βιβλίο του συγγραφέα με συνομιλίες του με ΄Ελληνες χαράκτες.
Γιώργης Βαρλάμος: Εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε σαν καλλιτέχνες, είναι να ψάξουμε να βρούμε τον εαυτό μας και με κάποια γλώσσα που διαθέτουμε να τον εκφράσουμε […]. Η γλώσσα της τέχνης είναι κάθε φορά διαφορετική, είναι εικαστική γλώσσα, μουσική γλώσσα, λόγος, […] αυτό είναι ένα μέσον και όχι αυτοσκοπός. Λάθος μεγάλο οι τάσεις και τα ρεύματα που ψάχνουν να βρουν […] τι θα πει ότι ψάχνω να βρω μια γλώσσα και αυτό το θεωρούμε σκοπό; […] Είναι απλώς ένα εργαλείο με το οποίο θα γράψω αυτά που αισθάνομαι σαν καλλιτέχνης. […].
Εμμανουήλ Μαυρομμάτης: Αυτό το βρήκατε όμως σιγά-σιγά. Όταν ξεκινούσατε όμως, είχατε πάντοτε αυτή την οπτική ή βρέθηκε λίγο-λίγο με την πράξη;
-Ασφαλώς όταν ξεκίνησα δεν ήξερα πολλά πράγματα, […] ούτε έκανα κανένα ηρωισμό […] απλώς αυτό που ήθελα, έπεσα με τα μούτρα να το μάθω. Και τό 'μαθα. Και όχι μόνο τό 'μαθα, είναι σαν το γραφικό μου χαρακτήρα, […] όσο γράφω, τόσο ο γραφικός μου χαρακτήρας γίνεται πιο προσωπικός. Κάποτε αναζητούσαν, πριν μερικά χρόνια, το πρωτότυπο, ποιο είναι το πρωτότυπο; Το πρωτότυπο το έψαχναν όλοι να το βρούνε, μήπως αυτό που κάνουν μοιάζει με τον Matisse, με τον Delacroix. […] Άμα θα είσαι εσύ, εκείνο που σε βολεύει, που πάει το χέρι σου, το μυαλό σου, […] θα φτάσεις στο σημείο να είσαι πρωτότυπος. […]
-Ποιο είναι το στοιχείο στη χαρακτική που εντείνει την πρωτοτυπία της, είναι η τεχνική της; Η χαρακτική έχει μια ειδικότητα.
-Όπως είναι η γλυπτική, η ζωγραφική, είναι ένας τρόπος έκφρασης, όπως οι άλλοι τρόποι, είναι τρόπος γραφής. Στα χέρια του καθενός γίνεται και διαφορετική γιατί ο καθένας μας αλλιώς πιάνει το χέρι του, αλλιώς σκέπτεται το μυαλό του, επομένως δεν υπάρχει σχολή […], αυτά τα κάνουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ιστορία της τέχνης προσπαθούν να κατατάξουν σε σχολές, δεν έχουν όμως νόημα, αυτά δεν παίζουν ρόλο με το μέγεθος του χαρακτικού έργου, με την αξία του χαρακτικού έργου, αυτά έχουν λόγο καθαρά ιστορικό. Δεν παίζει κανένα ρόλο, δεν έχει καμιά αξία, ούτε ωφελεί σε τίποτα.
-Έχει όμως η χαρακτική μεγαλύτερες αντιστάσεις από ότι άλλες τέχνες, όπως η ζωγραφική; Υπάρχει δηλαδή ένας βαθμός ευκολίας στη ζωγραφική, ένας βαθμός δυσκολίας στη χαρακτική;
-Τα πάντα είναι δύσκολα όταν τα πάρει κανείς στα σοβαρά. Και τα πάντα είναι εύκολα όταν κανείς τα κατακτήσει.
-Στη δική σας τη ζωή, την προσωπική, τη χαρακτική, ποιες ήταν οι φάσεις που τις βλέπετε σήμερα αναδρομικά και σκέπτεστε ότι αντιπροσωπεύουν τρόπους με τους οποίους προχωρήσατε και αναπτύξατε τη δουλειά σας; Που ήταν αποφασιστικά σημεία, τα σημαντικά σημεία.
-Θέλετε να πείτε ποιους είχα δασκάλους.
-Οι δάσκαλοι είναι ένα μέρος. Μετά είναι και ο μαθητής.
-Ο μαθητής, όταν είναι μαθητής σωστός, πάει στη δουλειά του και ακούει. […] Μαζεύει και όταν φτάσει στο σημείο… όταν τα μαζέψει όλα αυτά, θ’αρχίσει να λέει αυτό μου κάνει, αυτό δεν μου κάνει. ΄Εξω. […] Και όταν λέτε παράδοση, τι θα πει παράδοση; Θα πει αυτό που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα, δηλαδή αυτά που έχουμε ήδη μέσα μας. […]
-Πείτε μου για τους δασκάλους.
-Δασκάλους; Δασκάλους έχει σήμερα κανείς όσους θέλει. Εκείνο που με ενοχλεί εμένα λίγο […] είναι το εξής, ότι επειδή ακριβώς έχουμε δασκάλους σήμερα, πολύ εύκολα, […] άρα έχουμε μια πολύ μεγάλη ποικιλία ανθρώπων να διαλέξουμε. Όμως, το να διαλέγει κανείς είναι λίγο επικίνδυνο, αν κοιτάξει τον εαυτό του μέσα του, είναι αδύνατο να μην τον επηρεάσει το γεγονός ότι […] έχει κάποιο περιεχόμενο, είναι δυνατό να το πετάξει το περιεχόμενο, να αλλάξει, να πει ότι εγώ από μαύρος έγινα άσπρος; Δε γίνεται. […] Επομένως, η μαγιά υπάρχει μέσα του για να αποκομίσει τις γνώσεις που του χρειάζονται και να γίνει ολοκληρωμένος ανθρωπος, αυτός που πρέπει να ’ναι. […] Αυτό θα πρέπει με πολλή φειδώ να προσέχει τι προσλαμβάνει, αν του χρειάζεται να το προσλάβει. Και να έχει το θάρρος να πει ότι αυτό το αρνούμαι γιατί δε μου πάει. Κι όχι επειδή είναι της μόδας πρέπει σώνει και καλά να το ακολουθήσουμε. […] Σήμερα έχουμε τη δικτατορία του κεφαλαίου. Και το κεφάλαιο δεν το νοιάζει […] θέλει φτηνό μεροκάματο κι όσο γίνεται περισσότερα λεφτά. Με τέτοιες προϋποθέσεις, κατευθύνονται τα πάντα. […].
-Μιλήσατε πριν για τη μαγιά. Εμείς οι ΄Ελληνες, στον τομέα της χαρακτικής, έχουμε μαγιά; Πώς την προσδιορίζετε ιστορικά, πώς τη βλέπετε;
-Θα σας πως εγώ τι κάνω. […] Πήγα στο σχολειό, έμαθα, πήγα στο μεγάλο σχολειό, έμαθα, πήγα μετά στο πιο μεγάλο σχολειό, στα Μουσεία της Ευρώπης και έμαθα και είδα πως εμείς έχουμε -δηλαδή είχαμε εκείνο τον καιρό- ένα δάσκαλο ο οποίος ήτανε σοφός και από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Κεφαλληνός. Ανακάλυψα μέσα μου τον Ευφρόνιο, τόσους ζωγράφους που είχα την ευτυχία να πάω στο Μουσείο έναν ολόκληρο χρόνο, αυτά που κάναμε με τις Δέκα Λευκές Αττικές Ληκύθους, (σταθμός στη ζωή μου) […] γιατί να μην αρχίσω από πιο νωρίς να χορτάσω αυτά τα πράγματα αφού αυτά νιώθω, αυτά με εκφράζουν. Εκεί πάει το χέρι μου. […].
-Υπάρχουν όμως κατά τη γνώμη σας, στην ιστορία της σύγχρονης χαρακτικής, αυτού του αιώνα (μιλούμε για τον εικοστό αιώνα), υπάρχουν φάσεις, περίοδοι, που χαρακτηρίζονται από πιο ειδικά στοιχεία και από πλευράς τεχνικής και από πλευράς ιδεών (η τεχνική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο γιατί και αυτή εξελίσσεται) και των τρόπων με τους οποίους αυτές οι ιδέες μεταφράζονται τεχνικά –μπορείτε περίπου να ορίσετε ένα σχήμα, μια εξέλιξη πραγμάτων που συνέβησαν στη χαρακτική;
-Αυτά για μένα δεν υπάρχουν. Εκείνο που υπάρχει για μένα είναι αξιοπρόσεκτο και αν καμιά φορά, κάποιος σαν τον Dali για παράδειγμα, πει κάτι που είναι ενδιαφέρον… θα το δω, θα το μελετήσω, δεν ξέρω αν θα μου πάει, γιατί είναι πολύ δύσκολο πια σε έναν άνθρωπο ο οποίος ανδρώθηκε, να του βάλεις καινούργιες ιδέες γιατί, τι έκανες σ’αυτή τη ζωή, περιπάτους έκανα; Άρα ο ίδιος, όντας και κάτι, δουλεύοντας το μυαλό του κατά τρόπο τέτοιο που δεν δουλεύουν τα μυαλά των άλλων, είναι σε θέση να πει σε κάθε (εννοεί: ένα) από τους πρωτότυπους πειρασμούς που υπάρχουν, ένα ναι ή ένα όχι. Το αν αυτές οι εκλάμψεις που γίνονται […] σε κάποια εποχή, οφείλονται σε ανθρώπους οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι, […] δε σημαίνει ότι σώνει και καλά θα τους ακολουθήσω, […] αν δε μου πηγαίνουν τα διώχνω. […].
-Τι ρόλο παίζει τότε η διδασκαλία αν τελικά τα πράγματα ξεκινούν από μας τους ίδιους, και μετά η διδασκαλία έρχεται να τα διαμορφώσει, να τους δώσει μορφή; Τι διδάσκει η διδασκαλία;
-Η διδασκαλία διδάσκει τον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσετε, θα σας δώσει μια γλώσσα, να μάθετε. Όπως στο παιδάκι, μι και α, κάνει μα. […]. Πράγμα που δεν το μαθαίνει η σχολή καλών τεχνών καν, σήμερα. […] Γιατί δεν έχει […] τους δασκάλους τους ίδιους, δεν έχει που μπορούν να μάθουν γιατί και κείνοι δεν ξέρουν αν μι και α κάνουν μα ή μου. […] Και το άλλο, μπορεί να σου πει […] ότι ξέρεις, μέσα στην ιστορία υπάρχει κι αυτός που έκανε έτσι, έκανε αλλιώς, για να δεις και να πλουτίσεις τις γνώσεις σου, για το πώς σκέπτονταν παρόμοιοι άνθρωποι σαν και σένα και τι ήταν το έργο τους. […]
-Επομένως, είναι βασικό να υπάρχει διδασκαλία της ιστορίας. […].
- […] Στο βιβλίο μου το γράφει. ΄Εχω βάλει ιστορία της τυπογραφίας. Που είναι η ιστορία της χαρακτικής. […] Αυτά σαν ιστορία είναι ωραίο να τα ξέρει κανείς. […].
- Και το πώς η χαρακτική απελευθερώθηκε από την τυπογραφία. Ήταν συνδεδεμένη, (εννοεί: με την τυπογραφία), με τα incunables, το κείμενο χαραγμένο μαζί με την εικόνα. ΄Επειτα η εικόνα αυτονομήθηκε και κυκλοφόρησε το κείμενο χωρίς εικόνα.
- […] Το είδα, δεν μπόρεσα ν’ αγοράσω ένα τέτοιο, (εννοεί: ένα incunable) όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι το 1951, μου έμεινε σαν πληγή μέσα μου, που δεν είχα χρήματα ν’ αγοράσω αυτό, […].
- Η μη διδασκαλία της ιστορίας της χαρακτικής ίσως να έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει περισσότερη εμμονή στις τεχνικές που διδάσκονται χωρίς την ιστορία τους, γιατί υπήρξαν δηλαδή αυτές οι τεχνικές της χαρακτικής, γιατί εφαρμόστηκαν και πώς εφαρμόστηκαν σε διαφορετικές περιόδους. Μιλώ, για παράδειγμα, για τη μαύρη τεχνική, για τη λευκή χάραξη, για πολλά πράγματα που έχουν μια ιστορία, ανταποκρίθηκαν σε κάποια ανάγκη. Η ανάγκη έφυγε κάποτε και έμεινε μόνο η διδασκαλία της τεχνικής ως τεχνικής. Το αποτέλεσμα κατά τη γνώμη μου ήταν ο χαράκτης, να χρησιμοποιεί μια τεχνική ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο (εννοεί: αυτή) υπήρξε, με συνέπεια να χρησιμοποιεί εικόνες και θέματα που δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη αυτής της (εννοεί: συγκεκριμένης) τεχνικής. Ώστε να υπάρχει μια διάσταση του είδους της τεχνικής και της εικόνας. Πώς αντιμετωπίσατε αυτά τα προβλήματα, στο διάστημα της δικής σας ζωής; Τη σχέση θέματος και τεχνικής που δεν εξυπηρετεί το θέμα;
-[…] Ξεκίνησα με διάθεση να μάθω τα πάντα. Τα οποία πάντα δεν γινόντουσαν. Σταμάτησα στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Και εδώ ακόμη έφτασα στο σημείο να κάνω και εκεί […] να κάνω τη ζωγραφική και τη χαρακτική ένα πράγμα. Δηλαδή, το σχέδιο που χαράζω, είναι ζωγραφική και φτάνει στο σημείο η χαρακτική μου να λες αυτό, είναι σαν ακουαρέλα. Γιατί την τεχνική μου την ξέρω έτσι, με βόλεψε έτσι, υπάρχει τρόπος να μεταχειριστώ κι άλλες τεχνικές, λέμε μικτή τεχνική, γιατί το λέμε μικτές τεχνικές, γιατί δεν μπορούσαμε με τη χάραξη, με τις γραμμές, να κάνω ίσως αυτό το πράμα να είναι τόσο μαλακό και μεταχειρίστηκα την ακουατίντα, που δίνει μια εντύπωση πιο μαλακιά. Όλα αυτά είναι πράγματα που ο καλλιτέχνης τα βρίσκει τη στιγμή εκείνη που κάνει το έργο του, γι’ αυτό ποτέ δεν κάνει όλα τα έργα του με τον ίδιο τρόπο. […]
-Αυτό όμως διδάσκεται ή πρέπει να διδάσκεται. Μπορεί ο καλλιτέχνης να μην το βρει μόνος του.
-Μπορεί και να διδάσκεται και γιατί να μη διδάσκεται; […] Γιατί τα παιδιά που έχει ο δάσκαλος γύρω του, άλλου του πάει το ένα και άλλου του πάει το άλλο. […] Όμως αυτός δεν είναι ο σκοπός, ο σκοπός είναι να εκφραστείς.
-Άρα η τεχνική δεν είναι το αντικείμενο. Η τεχνική είναι απλώς ένα μέσον. Το λέω για τον εξής λόγο. Υπάρχουν σχολές (στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία), που διδάσκουν στους καλλιτέχνες τεχνικές. Και βέβαια, μετά θα δουν εκείνοι τι θα κάνουν. Φοβούμαι όμως ότι η διδασκαλία των τεχνικών γίνεται χωρίς παράλληλη διδασκαλία ως προς το τι αποβλέπει, τι μπορεί να δώσει, ποιες είναι οι δυνατότητές της, οι θεματικές που μπορεί να αποδώσει. Με αποτέλεσμα να κατασκευάζονται χαράκτες που είναι πιο πολύ τεχνολόγοι και λιγότερο δημιουργοί.
-[…]Το αν είσαι σπουδαίος ή όχι σπουδαίος καλλιτέχνης αυτό εξαρτάται από το τι είναι εκείνο που χαράζει, τι λέει εκείνο που χαράζει, το ζητούμενο είναι τι λέει εκείνο που χαράζει, το άλλο είναι ένας τρόπος για να το πει.
-Θα σας κάνω μια ερώτηση που εκφράζει μια προσωπική μου τοποθέτηση, μπορεί να μη συμφωνείτε, αλλά θα ήθελα όμως να το συζητήσουμε. Προσωπικά, δίνω μεγάλη σημασία στο πρωτότυπο -στην πλάκα στην οποία είναι (εννοεί: είναι χαραγμένο) το έργο. ΄Εχω γράψει ότι στην ουσία το έργο είναι αυτό -το άλλο είναι μετά, είναι οι εκτυπώσεις του έργου. Το έργο είναι στην πηγή. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στην εποχή μας, ότι έχουμε μάθει να βλέπουμε ως έργο το αποτέλεσμα. (Εννοεί: την εκτύπωση). Ιστορικά μάλιστα κατέστρεφαν την πλάκα για να ισχύει μόνο η εκτύπωση. Ποια είναι η άποψή σας γύρω από αυτές τις σκέψεις;
-Είμαι εναντίον της αρίθμησης (εννοεί: των εκτυπώσεων). […] Πήρες το ένα από τα δέκα αντίτυπα και αισθάνεσαι μεγάλη περηφάνεια που βγήκαν μόνο τόσα λίγα αντίτυπα. Αν το Μουσείο ζητήσει ένα ενδέκατο αντίτυπο […] δε θα σε κολάκευε;
-Είναι εμπορικά αυτά.
- Προπαντός τι έγκλημα είναι να τραβάς μια χαρακιά και να καταστρέφεις το έργο (εννοεί: την πλάκα). […] Και το εμπόριο δεν πρέπει να το έχει κανείς υπόψη του. […] Ένα έργο πολύ σημαντικό, το οποίο είχα εικονογραφήσει, ήταν οι επτά τραγωδίες του Σοφοκλή, […] για λογαριασμό ενός Γάλλου εκδότη, ο οποίος με άφησε ελεύθερο να κάνω ότι θέλω. Και έκανα ένα έργο το οποίο έκανε πάταγο στο Παρίσι. […] Δεν είχα την τύχη να εξακολουθήσω μ’αυτόν τον άνθρωπο […] γιατί πέθανε. Τον αντικατέστησε κάποιος άλλος, ο οποίος ήταν υπάλληλός του κάποτε και ο οποίος με βρήκε για να με παρακαλέσει να κάνουμε μαζί ένα έργο. Και μου δίνει να κάνω το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Έκανα λοιπόν το Συμπόσιο του Πλάτωνα και άρχισε να μου λέει, αν το έκανες λίγο έτσι, λίγο έτσι, γιατί οι πελάτες μου ξέρεις … Χαίρετε. Πήρα τα σχέδια κι έφυγα. […]
-Στην εκτύπωση εν τέλει, όλες οι απόλυτες ιδιομορφίες που μπορούν να υπάρχουν στο πρωτότυπο, στη χαρακτική πλάκα, ίσως να μην εμφανίζονται πάντοτε, να μην είναι πάντοτε διαπιστωνόμενες. Γι’ αυτό και έχω την άποψη ότι σωστό θα ήταν, ο θεατής να βλέπει και το πρωτότυπο, να βλέπει και την πλάκα και να βλέπει και το αποτέλεσμα.
-Αν πραγματικά θα μπορούσε, -εμείς τουλάχιστον όταν κάναμε κάτι (εννοεί: για) το οποίο είχε σημασία πολύ μεγάλη το πρωτότυπο, προσπαθούσαμε να το αποδώσουμε όσο γίνεται περισσότερο σωστά, έτσι έγιναν οι Δέκα Αττικές Λήκυθοι. Και τότε βάλαμε το έργο, το πρωτότυπο και το αντίτυπο. Υπάρχει όμως η περίπτωση, πολλές φορές, στο αντίτυπο, να κάνεις ακόμα και υπερβάσεις, να φτάσεις στο σημείο να διορθώσεις ακόμα το αντίτυπο και να καταργήσεις τα δύο όμοια αντίτυπα. Ότι θέλεις κάνεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό που δίνεις να είναι καλό -λέει εκείνο που λέει;
-Υπάρχει όμως περίπτωση από το αντίτυπο, δηλαδή από την εκτύπωση, να διαπιστώσετε ορισμένα πράγματα και να επανέλθετε στο πρωτότυπο και να επιδιορθώσετε το πρωτότυπο; Να ξαναεπέμβετε στη χαρακτική πλάκα;
-Βεβαίως. Ό,τι θέλετε κάνετε. […]
-Είναι ένα έργο ελαφρώς κινητικό, πηγαίνει και έρχεται, δεν είναι μια οριστική κατάσταση.
-Οριστική κατάσταση δεν υπάρχει ποτέ. […] Ο καλλιτέχνης κάνει έργο στο οποίο βάζει την ψυχή του. […] Με ποιον κάνει συμφωνία και ποιος θα του πει πώς θα δουλέψει. […] (Εννοεί: ο καλλιτέχνης). Θα το κάνει. Όπως θέλει, δικό του είναι το έργο. […].
-Ποια είναι τα κριτήρια, τα δικά σας κριτήρια, ως προς την επιλογή μιας τεχνικής;
-Συνήθως έχει πάντα κανείς μια τεχνική η οποία τον βολεύει. […] Δε νομίζω πως θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς ότι εδώ, προκειμένου να κάνω το ύφασμα αυτό, θα με βόλευε πιο πολύ η ακουατίντα ή το eau-forte ή το vernis mou. Ό,τι θέλει κάνει, ό,τι νομίζει ότι του αρέσει. […] Πριν από χρόνια, που στη χαρακτική δεν υπήρχε μάλλον, ο όρος ζωγράφος-χαράκτης, που σημαίνει ότι ο ζωγράφος χαράζει τα δικά του έργα και όχι των άλλων, υπήρχαν οι χαράκτες οι οποίοι χάραζαν τα έργα των άλλων, έκαναν δηλαδή ότι κάνει σήμερα η τυπογραφία, […] οι οποίοι ήταν άφταστοι –άφταστοι, γνώρισα έναν απ’αυτούς στο Παρίσι, ζούσε ακόμα τον καιρό εκείνο, […] έχει κάνει πολλά γραμματόσημα και μάλιστα μ’ αγαπούσε γιατί έλεγε, είσαι κι εσύ σαν εμένα, που έκανα και το πιο μικρό έργο και το πιο μεγάλο έργο. Αυτοί οι άνθρωποι τότε, προκειμένου να δώσουν περισσότερο το υλικό το οποίο χάραζαν, -χάραζαν έναν άνθρωπο που φοράει το σακάκι του και φοράει ένα μάλλινο από μέσα, [….] το μάλλινο το έκαναν με μια διαφορετική χάραξη. […] Η διαφορετική χάραξη (εννοεί: ήταν) σε τέτοιο βαθμό που αλλιώς χάραζε το σακάκι κι αλλιώς τη φόδρα. […] Εκείνο που πρέπει να προσέξεις σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι όλα αυτά πρέπει να δένουν μεταξύ τους και να μη μοιάζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. […].
-Στη δική σας τη ζωή θα μπορείτε σήμερα αναδρομικά να εντοπίσετε τις περιόδους τεχνικών;
-Όχι, είναι μια ροή. […] Εκείνο το οποίο βγαίνει είναι το τι λέει η εικόνα μου, όχι το πώς είναι φτιαγμένη. […] Όταν άρχισα να ασχολούμαι πολύ με το θέμα, να ασχολούμαι πολύ με το τι θέλω να πω, τα άλλα έρχονταν από μόνα τους. […] Όχι όπως έκαναν μερικοί, έπαιρναν ένα διαφανές και έκαναν έτσι τις γραμμές, αλλού τις έκαναν αλλιώς, αυτό ήταν μια μελέτη την οποία έκαναν γιατί δεν ήξεραν το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να βγάλει όταν το χαράξουν. Αλλά αυτό το πράγμα, όταν το έχεις κάνει πολλές φορές, το ξέρεις το αποτέλεσμα απ' έξω.
-Οπότε, σ’ αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι ο χαράκτης εργάζεται βάσει των αποτελεσμάτων που θα ήθελε να έχει, […] δουλεύει αναδρομικά προοπτικά για το μέλλον. Δουλεύει με τον τρόπο αυτό για το αποτέλεσμα που νομίζει ότι θα δώσει. (Εννοεί: κατά την εκτύπωση που δεν έχει γίνει και της οποίας θα πρέπει να προβλέψει το αποτέλεσμα).
-Γιατί άμα δεν το δώσει θα το πετάξει και θα κάνει άλλο. […].
-Τι μπορεί να διδαχθεί από τη χαρακτική;
-[…] Ο δάσκαλος θα πρέπει τον κάθε μαθητή να μην τον τραβήξει από εκεί που τραβάει η όρεξή του, αλλά να του την αναπτύξει. Να την δυναμώσει, να της βρει το ειδικό φάρμακο που θα της δώσει για να γίνει καλύτερη. Και να γίνει καλύτερη σ’αυτόν το δρόμο που πήρε ο καθένας, άσχετα αν εσένα σου αρέσει ή δεν σου αρέσει ο δρόμος αυτός. […] Δεν θα κάνεις το μαθητή σου όπως έκανες τον εαυτό σου θα τον πας όπως πάει να γίνει ο μαθητής σου. Εκεί που πάει η ροπή του προς τα εκεί.
-Το 1987 είχα οργανώσει μια έκθεση στην γκαλερί Πλειάδες (είχατε πάρει και εσείς μέρος) με θέμα, «Το εργαστήριο του Κεφαλληνού».1 Είχα δείξει πολλούς μαθητές του Κεφαλληνού. Τότε είχα διαπιστώσει ότι αφενός μεν ο καθένας είχε τραβήξει ένα τελείως διαφορετικό δρόμο και αφετέρου ότι κανενός το έργο δεν είχε την παραμικρή συγγένεια με το έργο του δασκάλου. Επομένως, μόνο η ιδέα ότι ήταν μαθητές του έδενε το σύνολο. Νομίζω πως αυτό ανταποκρίνεται σ’αυτό το οποίο λέτε. […] Νομίζω πως οι μαθητές αυτοί όχι μόνο ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο, αλλά ότι άλλάξαν και το είδος της διδασκαλίας που δέχτηκαν ή εφάρμοζαν πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με τη διδασκαλία. […].
-Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο είχαμε ένα φωτισμένο καθηγητή και έλεγε το εξής: και στο Πανεπιστήμιο που θα μπείτε μεθαύριο, εμείς οι καθηγητές δεν μπορούμε να σας μάθουμε. Θα σας δείξουμε όμως πού θα βρείτε να αναζητήσετε για να μάθετε αυτά που θέλετε να μάθετε. […]
(Σημειώσεις)
1 Το εργαστήριο του Κεφαλληνού. Η σχολή, οι μαθητές του, 21 Γενάρη-20 Φλεβάρη 1987, Γκαλερί Πλειάδες, Αθήνα, Κατάλογος, απόσπασμα κειμένου Εμμανουήλ Μαυρομμάτη, σ. 3-14, δημοσιεύονται εργασίες των καλλιτεχνών: Γιώργης Βαρλάμος, Γιώργος Βελισσαρίδης, Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος, Χρίστος Δαγκλής, ΄Ιρις Δρακούλη, Μαριόρα Εξαρχοπούλου, Τηλέμαχος Κάνθος, Βάσω Κατράκη, Τάκης Κατσουλίδης, Λουίζα Μοντεσάντου, Γιώργος Μόσχος, Τόνια Νικολαΐδη, Νικολής, Δημήτρης Παπαγεωργίου, Νότα Σιοτρόπου-Γεωργίου, Α. Τάσσος, Ρένα Τζολάκη, σ.15-31.
Ο Γιώργος Βαρλάμος γεννήθηκε το 1922 στην Πάρο. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ ζωγραφική με δάσκαλους τους Ο. Αργυρό και Κ. Παρθένη, και χαρακτική (1942-1947) με δάσκαλο το Γ.Κεφφαληνό. Συνέχισε, με τη βοήθεια υποτροφίας, τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ecole dew Beaux-Arts ζωγραφική κοντά στους R. Cami, J.-E. Bersier και H. G. Adam (1951-1952) και στο College Technique Estienne χαρακτική, με δάσκαλους τους G. L. Prost και R. Cottet (1958-1961), όπου και ειδικεύτηκε στην τέχνη του βιβλίου και ιδιαίτερα στη χάραξη γραμματοσήμων. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το Γ. Κεφαλληνό στην έκδοση Δέκα Λευκαί Λήκυθοι του Μουσείου Αθηνών (1953-1956). Κρατώντας πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής, κατορθώνει έγκαιρα να αποφύγει την πίεση των κατακτήσεων του δασκάλου του και να προχωρήσει σ’ένα περισσότερο προσωπικό δρόμο. Ο Βαρλάμος με ιδιαίτερη προτίμηση στην ξυλογραφία, έχει δώσει έργα που αναφέρονται σε όλες τις θεματογραφικές περιοχές και διακρίνονται για την πληρότητα και την εκφραστική τους δύναμη.
Η χαρακτική του χαρακτηρίζεται για την ευκρίνεια και την τιμιότητα της εργασίας, την αμεσότητα και την ποιότητα των διατυπώσεών του. Σε χαρακτηριστικά έργα του χρησιμοποιεί πλήθος λεπτές γραμμές που δίνουν συχνά την εντύπωση μίας μικρογραφικής διαπραγμάτευσης, ενώ οι προσπάθειές του που αναφέρονται στο φυσικό χώρο διακρίνονται για μία καθαρά ποιητική φωνή, που βασίζεται στις αρμονικές μεταβάσεις από το άσπρο στο μαύρο.
Ανάλογα στοιχεία έχουμε και στην ζωγραφική του, στην οποία διαφαίνονται τόσο η επίδραση του Κ. Παρθένη όσο και του P. Cezanne. Έδωσε σειρές έργων με τοπία (Μετέωρα) και θέματα από το φυτικό κόσμο, με υλικά κυρίως ακρυλικά και ακουαρέλες. Χωρίς να θυσιάζει τα αντικειμενικά στοιχεία της οπτικής πραγματικότητας, δεν περιορίζεται στην απλή μεταφορά τους στη ζωγραφική επιφάνεια, αλλά σε μια μετάφρασή τους με έμφαση στις ζωγραφικές αξίες.
Διακρίθηκε σε “Διεθνή Διαγωνισμό της Λειψίας” για την επιμέλεια Βιβλίου με ποίηση του Nerunda.
Συμμετείχε με τον Κεφαλληνό στη σχεδίαση και χάραξη των “Δέκα Λευκών Ληκύθων” του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που εκδόθηκαν το 1956, χάραξε σειρά γραμματοσήμων, επιμελήθηκε, εικονογράφησε και σχεδίασε πληθώρα εξώφυλλων πολλών βιβλίων, με πολλά ένθετα χαρακτικά του.
Σαν Ζωγράφος διακρίθηκε για τις τολμηρές χρωματικές του συνθέσεις σε Λάδια, Ακρυλικά και Ακουαρέλες, ιδιαίτερα στην απόδοση της Ελληνικής χλωρίδας με τέτοιο τρόπο ώστε τα Αγριολούλουδα του Βαρλάμου να θεωρούνται μοναδικά και αξεπέραστα, ενώ στη Χαρακτική η πρωτοποριακή μα και ταυτόχρονα τέλεια απόδοση της φύσης τον κατατάσσει στην κορυφή των χαρακτών.
Στο πλαίσιο του εκδοτικού προγράμματος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ο ζωγράφος Γ. Βαρλάμος φιλοτέχνησε το 2001 ένα φεγιέ με ένα θέμα-πρόκληση όπως είναι η κολύμβηση αρχαίων ελληνίδων, από ερυθρόμορφο αμφορέα του 510 π.Χ.
και στις αρχές του 2002 πέντε ωραία γραμματόσημα με αρχαιοελληνικό υλικό έκφρασης και τεκμηρίωσης. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές («Κούρος», 1958 «Ζυγός», 1961 «Αστορ», 1965 Παρίσι, 1973 «Ώρα», 1977 «Ζουμπουλάκη», 1980 «Αργώ», 1981 «Χρυσόθεμις», 1984 «Έκφραση», 1985,1996 «Artigraf», 1992) και ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες 1948,1957,1963,1987 Γενεύη, 1955 Σαντιάγκο 1957 Λουγκάνο, 1958 Μπιενάλε Σάο Πάουλο, 1963 Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, 1963 «Τέχνη», Θεσσαλονίκη, 1975 «Νέες Μορφές», 1980 Ο Χαράκτης και το Γυμνό, «Υάκινθος», 1981 «Χρυσόθεμις», 1982 κ.α.) Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Π.Δ. Αθηναίων, στη Συλλ.ΜΙΕΤ, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος κ.α. Είναι μέλος του ΕΕΤΕ.
Έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή 13 Σεπτέμβρη
Σε ευχαριστούμε Γιώργη για αυτό που ήσουν και τη κληρονομιά που μας άφησες..