Animated Graphics, Animated Gif,  Animated Gifs,  Animated Flowers, Color Splash, Flowers, Keefers Pictures, Images and Photos
Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, χώμα, αέρας, φως, είναι μέρος της αιωνιότητας. Αιωνιότητα δεν είναι ό,τι αντέχει στο χρόνο - γιατί τότε θα’χαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες - αλλά ό,τι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα.Λιλή Ζωγράφου

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Γιώργης Βαρλάμος αφιέρωσε όλη τη ζωή και την τέχνη του στον αγώνα για να γίνει ο κόσμος καλύτερος...



Η γλώσσα της τέχνης είναι κάθε φορά διαφορετική, είναι εικαστική γλώσσα, μουσική γλώσσα, λόγος, αυτό είναι ένα μέσον και όχι αυτοσκοπός.

Γιώργης Βαρλάμος, (1922): τι λέει η εικόνα μου και όχι το πώς είναι φτιαγμένη (αποσπάσματα)


 Εμμανουήλ Μαυρομμάτη Ο διάλογος που ακολουθεί και του οποίου δημοσιεύονται αποσπάσματα, θα περιληφθεί ολόκληρος στο προσεχές βιβλίο του συγγραφέα με συνομιλίες του με ΄Ελληνες χαράκτες.



Γιώργης Βαρλάμος: Εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε σαν καλλιτέχνες, είναι να ψάξουμε να βρούμε τον εαυτό μας και με κάποια γλώσσα που διαθέτουμε να τον εκφράσουμε […]. Η γλώσσα της τέχνης είναι κάθε φορά διαφορετική, είναι εικαστική γλώσσα, μουσική γλώσσα, λόγος, […] αυτό είναι ένα μέσον και όχι αυτοσκοπός. Λάθος μεγάλο οι τάσεις και τα ρεύματα που ψάχνουν να βρουν […] τι θα πει ότι ψάχνω να βρω μια γλώσσα και αυτό το θεωρούμε σκοπό; […] Είναι απλώς ένα εργαλείο με το οποίο θα γράψω αυτά που αισθάνομαι σαν καλλιτέχνης. […].


Εμμανουήλ Μαυρομμάτης: Αυτό το βρήκατε όμως σιγά-σιγά. Όταν ξεκινούσατε όμως, είχατε πάντοτε αυτή την οπτική ή βρέθηκε λίγο-λίγο με την πράξη;

 -Ασφαλώς όταν ξεκίνησα δεν ήξερα πολλά πράγματα, […] ούτε έκανα κανένα ηρωισμό […] απλώς αυτό που ήθελα, έπεσα με τα μούτρα να το μάθω. Και τό 'μαθα. Και όχι μόνο τό 'μαθα, είναι σαν το γραφικό μου χαρακτήρα, […] όσο γράφω, τόσο ο γραφικός μου χαρακτήρας γίνεται πιο προσωπικός. Κάποτε αναζητούσαν, πριν μερικά χρόνια, το πρωτότυπο, ποιο είναι το πρωτότυπο; Το πρωτότυπο το έψαχναν όλοι να το βρούνε, μήπως αυτό που κάνουν μοιάζει με τον Matisse, με τον Delacroix. […] Άμα θα είσαι εσύ, εκείνο που σε βολεύει, που πάει το χέρι σου, το μυαλό σου, […] θα φτάσεις στο σημείο να είσαι πρωτότυπος. […]


 -Ποιο είναι το στοιχείο στη χαρακτική που εντείνει την πρωτοτυπία της, είναι η τεχνική της; Η χαρακτική έχει μια ειδικότητα.

 -Όπως είναι η γλυπτική, η ζωγραφική, είναι ένας τρόπος έκφρασης, όπως οι άλλοι τρόποι, είναι τρόπος γραφής. Στα χέρια του καθενός γίνεται και διαφορετική γιατί ο καθένας μας αλλιώς πιάνει το χέρι του, αλλιώς σκέπτεται το μυαλό του, επομένως δεν υπάρχει σχολή […], αυτά τα κάνουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ιστορία της τέχνης προσπαθούν να κατατάξουν σε σχολές, δεν έχουν όμως νόημα, αυτά δεν παίζουν ρόλο με το μέγεθος του χαρακτικού έργου, με την αξία του χαρακτικού έργου, αυτά έχουν λόγο καθαρά ιστορικό. Δεν παίζει κανένα ρόλο, δεν έχει καμιά αξία, ούτε ωφελεί σε τίποτα.


 -Έχει όμως η χαρακτική μεγαλύτερες αντιστάσεις από ότι άλλες τέχνες, όπως η ζωγραφική; Υπάρχει δηλαδή ένας βαθμός ευκολίας στη ζωγραφική, ένας βαθμός δυσκολίας στη χαρακτική;

 -Τα πάντα είναι δύσκολα όταν τα πάρει κανείς στα σοβαρά. Και τα πάντα είναι εύκολα όταν κανείς τα κατακτήσει.


 -Στη δική σας τη ζωή, την προσωπική, τη χαρακτική, ποιες ήταν οι φάσεις που τις βλέπετε σήμερα αναδρομικά και σκέπτεστε ότι αντιπροσωπεύουν τρόπους με τους οποίους προχωρήσατε και αναπτύξατε τη δουλειά σας; Που ήταν αποφασιστικά σημεία, τα σημαντικά σημεία.

 -Θέλετε να πείτε ποιους είχα δασκάλους.


 -Οι δάσκαλοι είναι ένα μέρος. Μετά είναι και ο μαθητής.

 -Ο μαθητής, όταν είναι μαθητής σωστός, πάει στη δουλειά του και ακούει. […] Μαζεύει και όταν φτάσει στο σημείο… όταν τα μαζέψει όλα αυτά, θ’αρχίσει να λέει αυτό μου κάνει, αυτό δεν μου κάνει. ΄Εξω. […] Και όταν λέτε παράδοση, τι θα πει παράδοση; Θα πει αυτό που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα, δηλαδή αυτά που έχουμε ήδη μέσα μας. […]


 -Πείτε μου για τους δασκάλους.

 -Δασκάλους; Δασκάλους έχει σήμερα κανείς όσους θέλει. Εκείνο που με ενοχλεί εμένα λίγο […] είναι το εξής, ότι επειδή ακριβώς έχουμε δασκάλους σήμερα, πολύ εύκολα, […] άρα έχουμε μια πολύ μεγάλη ποικιλία ανθρώπων να διαλέξουμε. Όμως, το να διαλέγει κανείς είναι λίγο επικίνδυνο, αν κοιτάξει τον εαυτό του μέσα του, είναι αδύνατο να μην τον επηρεάσει το γεγονός ότι […] έχει κάποιο περιεχόμενο, είναι δυνατό να το πετάξει το περιεχόμενο, να αλλάξει, να πει ότι εγώ από μαύρος έγινα άσπρος; Δε γίνεται. […] Επομένως, η μαγιά υπάρχει μέσα του για να αποκομίσει τις γνώσεις που του χρειάζονται και να γίνει ολοκληρωμένος ανθρωπος, αυτός που πρέπει να ’ναι. […] Αυτό θα πρέπει με πολλή φειδώ να προσέχει τι προσλαμβάνει, αν του χρειάζεται να το προσλάβει. Και να έχει το θάρρος να πει ότι αυτό το αρνούμαι γιατί δε μου πάει. Κι όχι επειδή είναι της μόδας πρέπει σώνει και καλά να το ακολουθήσουμε. […] Σήμερα έχουμε τη δικτατορία του κεφαλαίου. Και το κεφάλαιο δεν το νοιάζει […] θέλει φτηνό μεροκάματο κι όσο γίνεται περισσότερα λεφτά. Με τέτοιες προϋποθέσεις, κατευθύνονται τα πάντα. […].


 -Μιλήσατε πριν για τη μαγιά. Εμείς οι ΄Ελληνες, στον τομέα της χαρακτικής, έχουμε μαγιά; Πώς την προσδιορίζετε ιστορικά, πώς τη βλέπετε;

 -Θα σας πως εγώ τι κάνω. […] Πήγα στο σχολειό, έμαθα, πήγα στο μεγάλο σχολειό, έμαθα, πήγα μετά στο πιο μεγάλο σχολειό, στα Μουσεία της Ευρώπης και έμαθα και είδα πως εμείς έχουμε -δηλαδή είχαμε εκείνο τον καιρό- ένα δάσκαλο ο οποίος ήτανε σοφός και από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Κεφαλληνός. Ανακάλυψα μέσα μου τον Ευφρόνιο, τόσους ζωγράφους που είχα την ευτυχία να πάω στο Μουσείο έναν ολόκληρο χρόνο, αυτά που κάναμε με τις Δέκα Λευκές Αττικές Ληκύθους, (σταθμός στη ζωή μου) […] γιατί να μην αρχίσω από πιο νωρίς να χορτάσω αυτά τα πράγματα αφού αυτά νιώθω, αυτά με εκφράζουν. Εκεί πάει το χέρι μου. […].


 -Υπάρχουν όμως κατά τη γνώμη σας, στην ιστορία της σύγχρονης χαρακτικής, αυτού του αιώνα (μιλούμε για τον εικοστό αιώνα), υπάρχουν φάσεις, περίοδοι, που χαρακτηρίζονται από πιο ειδικά στοιχεία και από πλευράς τεχνικής και από πλευράς ιδεών (η τεχνική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο γιατί και αυτή εξελίσσεται) και των τρόπων με τους οποίους αυτές οι ιδέες μεταφράζονται τεχνικά –μπορείτε περίπου να ορίσετε ένα σχήμα, μια εξέλιξη πραγμάτων που συνέβησαν στη χαρακτική; 

-Αυτά για μένα δεν υπάρχουν. Εκείνο που υπάρχει για μένα είναι αξιοπρόσεκτο και αν καμιά φορά, κάποιος σαν τον Dali για παράδειγμα, πει κάτι που είναι ενδιαφέρον… θα το δω, θα το μελετήσω, δεν ξέρω αν θα μου πάει, γιατί είναι πολύ δύσκολο πια σε έναν άνθρωπο ο οποίος ανδρώθηκε, να του βάλεις καινούργιες ιδέες γιατί, τι έκανες σ’αυτή τη ζωή, περιπάτους έκανα; Άρα ο ίδιος, όντας και κάτι, δουλεύοντας το μυαλό του κατά τρόπο τέτοιο που δεν δουλεύουν τα μυαλά των άλλων, είναι σε θέση να πει σε κάθε (εννοεί: ένα) από τους πρωτότυπους πειρασμούς που υπάρχουν, ένα ναι ή ένα όχι. Το αν αυτές οι εκλάμψεις που γίνονται […] σε κάποια εποχή, οφείλονται σε ανθρώπους οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι, […] δε σημαίνει ότι σώνει και καλά θα τους ακολουθήσω, […] αν δε μου πηγαίνουν τα διώχνω. […].


 -Τι ρόλο παίζει τότε η διδασκαλία αν τελικά τα πράγματα ξεκινούν από μας τους ίδιους, και μετά η διδασκαλία έρχεται να τα διαμορφώσει, να τους δώσει μορφή; Τι διδάσκει η διδασκαλία;

 -Η διδασκαλία διδάσκει τον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσετε, θα σας δώσει μια γλώσσα, να μάθετε. Όπως στο παιδάκι, μι και α, κάνει μα. […]. Πράγμα που δεν το μαθαίνει η σχολή καλών τεχνών καν, σήμερα. […] Γιατί δεν έχει […] τους δασκάλους τους ίδιους, δεν έχει που μπορούν να μάθουν γιατί και κείνοι δεν ξέρουν αν μι και α κάνουν μα ή μου. […] Και το άλλο, μπορεί να σου πει […] ότι ξέρεις, μέσα στην ιστορία υπάρχει κι αυτός που έκανε έτσι, έκανε αλλιώς, για να δεις και να πλουτίσεις τις γνώσεις σου, για το πώς σκέπτονταν παρόμοιοι άνθρωποι σαν και σένα και τι ήταν το έργο τους. […]


 -Επομένως, είναι βασικό να υπάρχει διδασκαλία της ιστορίας. […].

 - […] Στο βιβλίο μου το γράφει. ΄Εχω βάλει ιστορία της τυπογραφίας. Που είναι η ιστορία της χαρακτικής. […] Αυτά σαν ιστορία είναι ωραίο να τα ξέρει κανείς. […].


 - Και το πώς η χαρακτική απελευθερώθηκε από την τυπογραφία. Ήταν συνδεδεμένη, (εννοεί: με την τυπογραφία), με τα incunables, το κείμενο χαραγμένο μαζί με την εικόνα. ΄Επειτα η εικόνα αυτονομήθηκε και κυκλοφόρησε το κείμενο χωρίς εικόνα.

 - […] Το είδα, δεν μπόρεσα ν’ αγοράσω ένα τέτοιο, (εννοεί: ένα incunable) όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι το 1951, μου έμεινε σαν πληγή μέσα μου, που δεν είχα χρήματα ν’ αγοράσω αυτό, […].


 - Η μη διδασκαλία της ιστορίας της χαρακτικής ίσως να έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει περισσότερη εμμονή στις τεχνικές που διδάσκονται χωρίς την ιστορία τους, γιατί υπήρξαν δηλαδή αυτές οι τεχνικές της χαρακτικής, γιατί εφαρμόστηκαν και πώς εφαρμόστηκαν σε διαφορετικές περιόδους. Μιλώ, για παράδειγμα, για τη μαύρη τεχνική, για τη λευκή χάραξη, για πολλά πράγματα που έχουν μια ιστορία, ανταποκρίθηκαν σε κάποια ανάγκη. Η ανάγκη έφυγε κάποτε και έμεινε μόνο η διδασκαλία της τεχνικής ως τεχνικής. Το αποτέλεσμα κατά τη γνώμη μου ήταν ο χαράκτης, να χρησιμοποιεί μια τεχνική ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο (εννοεί: αυτή) υπήρξε, με συνέπεια να χρησιμοποιεί εικόνες και θέματα που δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη αυτής της (εννοεί: συγκεκριμένης) τεχνικής. Ώστε να υπάρχει μια διάσταση του είδους της τεχνικής και της εικόνας. Πώς αντιμετωπίσατε αυτά τα προβλήματα, στο διάστημα της δικής σας ζωής; Τη σχέση θέματος και τεχνικής που δεν εξυπηρετεί το θέμα;

 -[…] Ξεκίνησα με διάθεση να μάθω τα πάντα. Τα οποία πάντα δεν γινόντουσαν. Σταμάτησα στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Και εδώ ακόμη έφτασα στο σημείο να κάνω και εκεί […] να κάνω τη ζωγραφική και τη χαρακτική ένα πράγμα. Δηλαδή, το σχέδιο που χαράζω, είναι ζωγραφική και φτάνει στο σημείο η χαρακτική μου να λες αυτό, είναι σαν ακουαρέλα. Γιατί την τεχνική μου την ξέρω έτσι, με βόλεψε έτσι, υπάρχει τρόπος να μεταχειριστώ κι άλλες τεχνικές, λέμε μικτή τεχνική, γιατί το λέμε μικτές τεχνικές, γιατί δεν μπορούσαμε με τη χάραξη, με τις γραμμές, να κάνω ίσως αυτό το πράμα να είναι τόσο μαλακό και μεταχειρίστηκα την ακουατίντα, που δίνει μια εντύπωση πιο μαλακιά. Όλα αυτά είναι πράγματα που ο καλλιτέχνης τα βρίσκει τη στιγμή εκείνη που κάνει το έργο του, γι’ αυτό ποτέ δεν κάνει όλα τα έργα του με τον ίδιο τρόπο. […]


 -Αυτό όμως διδάσκεται ή πρέπει να διδάσκεται. Μπορεί ο καλλιτέχνης να μην το βρει μόνος του.

 -Μπορεί και να διδάσκεται και γιατί να μη διδάσκεται; […] Γιατί τα παιδιά που έχει ο δάσκαλος γύρω του, άλλου του πάει το ένα και άλλου του πάει το άλλο. […] Όμως αυτός δεν είναι ο σκοπός, ο σκοπός είναι να εκφραστείς.


 -Άρα η τεχνική δεν είναι το αντικείμενο. Η τεχνική είναι απλώς ένα μέσον. Το λέω για τον εξής λόγο. Υπάρχουν σχολές (στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία), που διδάσκουν στους καλλιτέχνες τεχνικές. Και βέβαια, μετά θα δουν εκείνοι τι θα κάνουν. Φοβούμαι όμως ότι η διδασκαλία των τεχνικών γίνεται χωρίς παράλληλη διδασκαλία ως προς το τι αποβλέπει, τι μπορεί να δώσει, ποιες είναι οι δυνατότητές της, οι θεματικές που μπορεί να αποδώσει. Με αποτέλεσμα να κατασκευάζονται χαράκτες που είναι πιο πολύ τεχνολόγοι και λιγότερο δημιουργοί.

 -[…]Το αν είσαι σπουδαίος ή όχι σπουδαίος καλλιτέχνης αυτό εξαρτάται από το τι είναι εκείνο που χαράζει, τι λέει εκείνο που χαράζει, το ζητούμενο είναι τι λέει εκείνο που χαράζει, το άλλο είναι ένας τρόπος για να το πει.


 -Θα σας κάνω μια ερώτηση που εκφράζει μια προσωπική μου τοποθέτηση, μπορεί να μη συμφωνείτε, αλλά θα ήθελα όμως να το συζητήσουμε. Προσωπικά, δίνω μεγάλη σημασία στο πρωτότυπο -στην πλάκα στην οποία είναι (εννοεί: είναι χαραγμένο) το έργο. ΄Εχω γράψει ότι στην ουσία το έργο είναι αυτό -το άλλο είναι μετά, είναι οι εκτυπώσεις του έργου. Το έργο είναι στην πηγή. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στην εποχή μας, ότι έχουμε μάθει να βλέπουμε ως έργο το αποτέλεσμα. (Εννοεί: την εκτύπωση). Ιστορικά μάλιστα κατέστρεφαν την πλάκα για να ισχύει μόνο η εκτύπωση. Ποια είναι η άποψή σας γύρω από αυτές τις σκέψεις;


 -Είμαι εναντίον της αρίθμησης (εννοεί: των εκτυπώσεων). […] Πήρες το ένα από τα δέκα αντίτυπα και αισθάνεσαι μεγάλη περηφάνεια που βγήκαν μόνο τόσα λίγα αντίτυπα. Αν το Μουσείο ζητήσει ένα ενδέκατο αντίτυπο […] δε θα σε κολάκευε;


 -Είναι εμπορικά αυτά.

 - Προπαντός τι έγκλημα είναι να τραβάς μια χαρακιά και να καταστρέφεις το έργο (εννοεί: την πλάκα). […] Και το εμπόριο δεν πρέπει να το έχει κανείς υπόψη του. […] Ένα έργο πολύ σημαντικό, το οποίο είχα εικονογραφήσει, ήταν οι επτά τραγωδίες του Σοφοκλή, […] για λογαριασμό ενός Γάλλου εκδότη, ο οποίος με άφησε ελεύθερο να κάνω ότι θέλω. Και έκανα ένα έργο το οποίο έκανε πάταγο στο Παρίσι. […] Δεν είχα την τύχη να εξακολουθήσω μ’αυτόν τον άνθρωπο […] γιατί πέθανε. Τον αντικατέστησε κάποιος άλλος, ο οποίος ήταν υπάλληλός του κάποτε και ο οποίος με βρήκε για να με παρακαλέσει να κάνουμε μαζί ένα έργο. Και μου δίνει να κάνω το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Έκανα λοιπόν το Συμπόσιο του Πλάτωνα και άρχισε να μου λέει, αν το έκανες λίγο έτσι, λίγο έτσι, γιατί οι πελάτες μου ξέρεις … Χαίρετε. Πήρα τα σχέδια κι έφυγα. […]


 -Στην εκτύπωση εν τέλει, όλες οι απόλυτες ιδιομορφίες που μπορούν να υπάρχουν στο πρωτότυπο, στη χαρακτική πλάκα, ίσως να μην εμφανίζονται πάντοτε, να μην είναι πάντοτε διαπιστωνόμενες. Γι’ αυτό και έχω την άποψη ότι σωστό θα ήταν, ο θεατής να βλέπει και το πρωτότυπο, να βλέπει και την πλάκα και να βλέπει και το αποτέλεσμα.

 -Αν πραγματικά θα μπορούσε, -εμείς τουλάχιστον όταν κάναμε κάτι (εννοεί: για) το οποίο είχε σημασία πολύ μεγάλη το πρωτότυπο, προσπαθούσαμε να το αποδώσουμε όσο γίνεται περισσότερο σωστά, έτσι έγιναν οι Δέκα Αττικές Λήκυθοι. Και τότε βάλαμε το έργο, το πρωτότυπο και το αντίτυπο. Υπάρχει όμως η περίπτωση, πολλές φορές, στο αντίτυπο, να κάνεις ακόμα και υπερβάσεις, να φτάσεις στο σημείο να διορθώσεις ακόμα το αντίτυπο και να καταργήσεις τα δύο όμοια αντίτυπα. Ότι θέλεις κάνεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό που δίνεις να είναι καλό -λέει εκείνο που λέει;


 -Υπάρχει όμως περίπτωση από το αντίτυπο, δηλαδή από την εκτύπωση, να διαπιστώσετε ορισμένα πράγματα και να επανέλθετε στο πρωτότυπο και να επιδιορθώσετε το πρωτότυπο; Να ξαναεπέμβετε στη χαρακτική πλάκα;

 -Βεβαίως. Ό,τι θέλετε κάνετε. […]


 -Είναι ένα έργο ελαφρώς κινητικό, πηγαίνει και έρχεται, δεν είναι μια οριστική κατάσταση.

 -Οριστική κατάσταση δεν υπάρχει ποτέ. […] Ο καλλιτέχνης κάνει έργο στο οποίο βάζει την ψυχή του. […] Με ποιον κάνει συμφωνία και ποιος θα του πει πώς θα δουλέψει. […] (Εννοεί: ο καλλιτέχνης). Θα το κάνει. Όπως θέλει, δικό του είναι το έργο. […].


 -Ποια είναι τα κριτήρια, τα δικά σας κριτήρια, ως προς την επιλογή μιας τεχνικής;

 -Συνήθως έχει πάντα κανείς μια τεχνική η οποία τον βολεύει. […] Δε νομίζω πως θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς ότι εδώ, προκειμένου να κάνω το ύφασμα αυτό, θα με βόλευε πιο πολύ η ακουατίντα ή το eau-forte ή το vernis mou. Ό,τι θέλει κάνει, ό,τι νομίζει ότι του αρέσει. […] Πριν από χρόνια, που στη χαρακτική δεν υπήρχε μάλλον, ο όρος ζωγράφος-χαράκτης, που σημαίνει ότι ο ζωγράφος χαράζει τα δικά του έργα και όχι των άλλων, υπήρχαν οι χαράκτες οι οποίοι χάραζαν τα έργα των άλλων, έκαναν δηλαδή ότι κάνει σήμερα η τυπογραφία, […] οι οποίοι ήταν άφταστοι –άφταστοι, γνώρισα έναν απ’αυτούς στο Παρίσι, ζούσε ακόμα τον καιρό εκείνο, […] έχει κάνει πολλά γραμματόσημα και μάλιστα μ’ αγαπούσε γιατί έλεγε, είσαι κι εσύ σαν εμένα, που έκανα και το πιο μικρό έργο και το πιο μεγάλο έργο. Αυτοί οι άνθρωποι τότε, προκειμένου να δώσουν περισσότερο το υλικό το οποίο χάραζαν, -χάραζαν έναν άνθρωπο που φοράει το σακάκι του και φοράει ένα μάλλινο από μέσα, [….] το μάλλινο το έκαναν με μια διαφορετική χάραξη. […] Η διαφορετική χάραξη (εννοεί: ήταν) σε τέτοιο βαθμό που αλλιώς χάραζε το σακάκι κι αλλιώς τη φόδρα. […] Εκείνο που πρέπει να προσέξεις σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι όλα αυτά πρέπει να δένουν μεταξύ τους και να μη μοιάζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. […].


 -Στη δική σας τη ζωή θα μπορείτε σήμερα αναδρομικά να εντοπίσετε τις περιόδους τεχνικών;

 -Όχι, είναι μια ροή. […] Εκείνο το οποίο βγαίνει είναι το τι λέει η εικόνα μου, όχι το πώς είναι φτιαγμένη. […] Όταν άρχισα να ασχολούμαι πολύ με το θέμα, να ασχολούμαι πολύ με το τι θέλω να πω, τα άλλα έρχονταν από μόνα τους. […] Όχι όπως έκαναν μερικοί, έπαιρναν ένα διαφανές και έκαναν έτσι τις γραμμές, αλλού τις έκαναν αλλιώς, αυτό ήταν μια μελέτη την οποία έκαναν γιατί δεν ήξεραν το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να βγάλει όταν το χαράξουν. Αλλά αυτό το πράγμα, όταν το έχεις κάνει πολλές φορές, το ξέρεις το αποτέλεσμα απ' έξω.


 -Οπότε, σ’ αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι ο χαράκτης εργάζεται βάσει των αποτελεσμάτων που θα ήθελε να έχει, […] δουλεύει αναδρομικά προοπτικά για το μέλλον. Δουλεύει με τον τρόπο αυτό για το αποτέλεσμα που νομίζει ότι θα δώσει. (Εννοεί: κατά την εκτύπωση που δεν έχει γίνει και της οποίας θα πρέπει να προβλέψει το αποτέλεσμα).

 -Γιατί άμα δεν το δώσει θα το πετάξει και θα κάνει άλλο. […].


 -Τι μπορεί να διδαχθεί από τη χαρακτική;

 -[…] Ο δάσκαλος θα πρέπει τον κάθε μαθητή να μην τον τραβήξει από εκεί που τραβάει η όρεξή του, αλλά να του την αναπτύξει. Να την δυναμώσει, να της βρει το ειδικό φάρμακο που θα της δώσει για να γίνει καλύτερη. Και να γίνει καλύτερη σ’αυτόν το δρόμο που πήρε ο καθένας, άσχετα αν εσένα σου αρέσει ή δεν σου αρέσει ο δρόμος αυτός. […] Δεν θα κάνεις το μαθητή σου όπως έκανες τον εαυτό σου θα τον πας όπως πάει να γίνει ο μαθητής σου. Εκεί που πάει η ροπή του προς τα εκεί.


 -Το 1987 είχα οργανώσει μια έκθεση στην γκαλερί Πλειάδες (είχατε πάρει και εσείς μέρος) με θέμα, «Το εργαστήριο του Κεφαλληνού».1 Είχα δείξει πολλούς μαθητές του Κεφαλληνού. Τότε είχα διαπιστώσει ότι αφενός μεν ο καθένας είχε τραβήξει ένα τελείως διαφορετικό δρόμο και αφετέρου ότι κανενός το έργο δεν είχε την παραμικρή συγγένεια με το έργο του δασκάλου. Επομένως, μόνο η ιδέα ότι ήταν μαθητές του έδενε το σύνολο. Νομίζω πως αυτό ανταποκρίνεται σ’αυτό το οποίο λέτε. […] Νομίζω πως οι μαθητές αυτοί όχι μόνο ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο, αλλά ότι άλλάξαν και το είδος της διδασκαλίας που δέχτηκαν ή εφάρμοζαν πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με τη διδασκαλία. […].

 -Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο είχαμε ένα φωτισμένο καθηγητή και έλεγε το εξής: και στο Πανεπιστήμιο που θα μπείτε μεθαύριο, εμείς οι καθηγητές δεν μπορούμε να σας μάθουμε. Θα σας δείξουμε όμως πού θα βρείτε να αναζητήσετε για να μάθετε αυτά που θέλετε να μάθετε. […]

 (Σημειώσεις)

1 Το εργαστήριο του Κεφαλληνού. Η σχολή, οι μαθητές του, 21 Γενάρη-20 Φλεβάρη 1987, Γκαλερί Πλειάδες, Αθήνα, Κατάλογος, απόσπασμα κειμένου Εμμανουήλ Μαυρομμάτη, σ. 3-14, δημοσιεύονται εργασίες των καλλιτεχνών: Γιώργης Βαρλάμος, Γιώργος Βελισσαρίδης, Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος, Χρίστος Δαγκλής, ΄Ιρις Δρακούλη, Μαριόρα Εξαρχοπούλου, Τηλέμαχος Κάνθος, Βάσω Κατράκη, Τάκης Κατσουλίδης, Λουίζα Μοντεσάντου, Γιώργος Μόσχος, Τόνια Νικολαΐδη, Νικολής, Δημήτρης Παπαγεωργίου, Νότα Σιοτρόπου-Γεωργίου, Α. Τάσσος, Ρένα Τζολάκη, σ.15-31.




 Ο Γιώργος Βαρλάμος γεννήθηκε το 1922 στην Πάρο. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ ζωγραφική με δάσκαλους τους Ο. Αργυρό και Κ. Παρθένη, και χαρακτική (1942-1947) με δάσκαλο το Γ.Κεφφαληνό. Συνέχισε, με τη βοήθεια υποτροφίας, τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ecole dew Beaux-Arts ζωγραφική κοντά στους R. Cami, J.-E. Bersier και H. G. Adam (1951-1952) και στο College Technique Estienne χαρακτική, με δάσκαλους τους G. L. Prost και R. Cottet (1958-1961), όπου και ειδικεύτηκε στην τέχνη του βιβλίου και ιδιαίτερα στη χάραξη γραμματοσήμων. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το Γ. Κεφαλληνό στην έκδοση Δέκα Λευκαί Λήκυθοι του Μουσείου Αθηνών (1953-1956). Κρατώντας πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής, κατορθώνει έγκαιρα να αποφύγει την πίεση των κατακτήσεων του δασκάλου του και να προχωρήσει σ’ένα περισσότερο προσωπικό δρόμο. Ο Βαρλάμος με ιδιαίτερη προτίμηση στην ξυλογραφία, έχει δώσει έργα που αναφέρονται σε όλες τις θεματογραφικές περιοχές και διακρίνονται για την πληρότητα και την εκφραστική τους δύναμη.

Η χαρακτική του χαρακτηρίζεται για την ευκρίνεια και την τιμιότητα της εργασίας, την αμεσότητα και την ποιότητα των διατυπώσεών του. Σε χαρακτηριστικά έργα του χρησιμοποιεί πλήθος λεπτές γραμμές που δίνουν συχνά την εντύπωση μίας μικρογραφικής διαπραγμάτευσης, ενώ οι προσπάθειές του που αναφέρονται στο φυσικό χώρο διακρίνονται για μία καθαρά ποιητική φωνή, που βασίζεται στις αρμονικές μεταβάσεις από το άσπρο στο μαύρο.


 Ανάλογα στοιχεία έχουμε και στην ζωγραφική του, στην οποία διαφαίνονται τόσο η επίδραση του Κ. Παρθένη όσο και του P. Cezanne. Έδωσε σειρές έργων με τοπία (Μετέωρα) και θέματα από το φυτικό κόσμο, με υλικά κυρίως ακρυλικά και ακουαρέλες. Χωρίς να θυσιάζει τα αντικειμενικά στοιχεία της οπτικής πραγματικότητας, δεν περιορίζεται στην απλή μεταφορά τους στη ζωγραφική επιφάνεια, αλλά σε μια μετάφρασή τους με έμφαση στις ζωγραφικές αξίες.

 Διακρίθηκε σε “Διεθνή Διαγωνισμό της Λειψίας” για την επιμέλεια Βιβλίου με ποίηση του Nerunda.

 Συμμετείχε με τον Κεφαλληνό στη σχεδίαση και χάραξη των “Δέκα Λευκών Ληκύθων” του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που εκδόθηκαν το 1956, χάραξε σειρά γραμματοσήμων, επιμελήθηκε, εικονογράφησε και σχεδίασε πληθώρα εξώφυλλων πολλών βιβλίων, με πολλά ένθετα χαρακτικά του.

Σαν Ζωγράφος διακρίθηκε για τις τολμηρές χρωματικές του συνθέσεις σε Λάδια, Ακρυλικά και Ακουαρέλες, ιδιαίτερα στην απόδοση της Ελληνικής χλωρίδας με τέτοιο τρόπο ώστε τα Αγριολούλουδα του Βαρλάμου να θεωρούνται μοναδικά και αξεπέραστα, ενώ στη Χαρακτική η πρωτοποριακή μα και ταυτόχρονα τέλεια απόδοση της φύσης τον κατατάσσει στην κορυφή των χαρακτών.

Στο πλαίσιο του εκδοτικού προγράμματος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ο ζωγράφος Γ. Βαρλάμος φιλοτέχνησε το 2001 ένα φεγιέ με ένα θέμα-πρόκληση όπως είναι η κολύμβηση αρχαίων ελληνίδων, από ερυθρόμορφο αμφορέα του 510 π.Χ.
και στις αρχές του 2002 πέντε ωραία γραμματόσημα με αρχαιοελληνικό υλικό έκφρασης και τεκμηρίωσης. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές («Κούρος», 1958 «Ζυγός», 1961 «Αστορ», 1965 Παρίσι, 1973 «Ώρα», 1977 «Ζουμπουλάκη», 1980 «Αργώ», 1981 «Χρυσόθεμις», 1984 «Έκφραση», 1985,1996 «Artigraf», 1992) και ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες 1948,1957,1963,1987 Γενεύη, 1955 Σαντιάγκο 1957 Λουγκάνο, 1958 Μπιενάλε Σάο Πάουλο, 1963 Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, 1963 «Τέχνη», Θεσσαλονίκη, 1975 «Νέες Μορφές», 1980 Ο Χαράκτης και το Γυμνό, «Υάκινθος», 1981 «Χρυσόθεμις», 1982 κ.α.) Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Π.Δ. Αθηναίων, στη Συλλ.ΜΙΕΤ, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος κ.α. Είναι μέλος του ΕΕΤΕ.

 








΄΄Τα χρόνια της κατοχής ως φοιτητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών οργανώθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Η συνεπής πολιτική θέση και στάση του, του κόστισε την απόρριψη των αιτήσεών του για εκλογή του ως καθηγητή Χαρακτικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, επί τρεις μάλιστα φορές, παρότι με το πλουσιότατο έργο του, τις διεθνείς βραβεύσεις του και τη βαθιά γνώση του σε όλα τα είδη της χαρακτικής είχε επάξια κερδίσει τον τίτλο στην κρίση κάθε αμερόληπτου γνώστη του αντικειμένου.΄΄





Έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή 13 Σεπτέμβρη 
 Σε ευχαριστούμε Γιώργη για αυτό που ήσουν και τη κληρονομιά που μας άφησες.. 



Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ' αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία.





ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ - ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ

Ούτε όταν κάποιος είναι νέος να αργεί να φιλοσοφεί ούτε και όταν φτάσει στα γηρατειά να λυπάται τον κόπο να φιλοσοφεί.

Γιατί κανείς δεν είναι άωρος ούτε πάρωρος για εκείνο που κάνει την ψυχή να υγιαίνει. 

Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ' αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία. 

Επομένως πρέπει να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος. 

Ο νέος για να είναι νέος μαζί και γέρος λόγω της αφοβίας για εκείνα που θα έρθουν, ο γέρος για να παραμένει νέος με την ανάμνηση των αγαθών που χάρηκε. 

Πρέπει, λοιπόν, να μελετήσουμε όσα κάνουν την ευδαιμονία, γιατί όταν αυτή την έχουμε, τα έχουμε όλα, όταν πάλι τη στερηθούμε, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.

Όσα συνεχώς σου παράγγελνα αυτά και να τα κάνεις και να τα μελετάς, θεωρώντας τα στοιχεία της σωστής ζωής. 

Πρώτα πρώτα τον θεό να τον θεωρείς όν, άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράσταση του θεού, και να μην του φορτώνεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και αταίριαστο στη μακαριότητά του. 

Αντίθετα να φρονείς γι' αυτόν κάθε τι που μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Διότι οι θεοί υπάρχουν, εφ' όσον η γνώση που έχουμε γι' αυτούς είναι ολοκάθαρη. 

Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος. 
Διότι δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς.

Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς πολλών, αλλά εκείνος που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών.

 Ό,τι φρονούν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνώση αλλά προλήψεις, από όπου, στους κακούς προκαλούνται από τους θεούς οι μεγαλύτερες βλάβες και οι ωφέλειες στους καλούς. Γιατί επειδή οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές αποδέχονται όλους τους όμοιους και θεωρούν ξένο κάθε τι που δεν είναι τέτοιο.

Κοίταξε να συνηθίσεις με την ιδέα πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι να στερηθείς την αίσθηση. 

Γι' αυτό η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, κάνει να χαρούμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι επειδή μας φορτώνει ατελείωτα χρόνια, αλλά επειδή μας αφαιρεί τον κόπο της αθανασίας. 

Γιατί δεν υπάρχει τίποτα φοβερό στη ζωή του ανθρώπου αν έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα φοβερό γι' αυτόν που παύει να ζει. 

Επομένως, ανόητος είναι εκείνος ο οποίος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν θα έρθει αλλά γιατί τον στενοχωρεί το ότι θα έρθει. Γιατί εκείνο που δεν μας ενοχλεί όταν είναι μπροστά μας, άδικα μας στενοχωρεί όταν το περιμένουμε. 

Το πιο φρικιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, γιατί ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. 

Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους, γιατί ακριβώς για τους ζωντανούς δεν υπάρχει (ο θάνατος), οι δε πεθαμένοι δεν υπάρχουν (όταν έλθει). 

Ο πολύς όμως κόσμος άλλοτε αποφεύγει τον θάνατο σα μέγιστο κακό, κι άλλοτε τον επιδιώκει σαν ανάπαυση των δυσκολιών της ζωής. 

Ο σοφός όμως ούτε εγκαταλείπει τη ζωή, ούτε φοβάται το να μη ζει, γιατί δεν θεωρεί κακό το να μη ζει ούτε του είναι πόθος το να ζει. 

Γιατί όπως φαγητό δεν διαλέγει το περισσότερο, αλλά το πιο νόστιμο, έτσι και στη ζωή δεν ζητάει τον περισσότερο χρόνο, αλλά τον πιο ευχάριστο. 

Αυτός δε που παραγγέλει στον νέο να ζει καλά, ενώ τον γέροντα να έχει καλά γεράματα είναι ανόητος, όχι μόνο γιατί η ζωή έχει τις χάρες της αλλά και γιατί αυτές είναι η μελέτη του να ζει κανείς καλά και να πεθαίνει καλά. 

Αλλά πολύ χειρότερος είναι και εκείνος που λέει:
καλό είναι να μην γεννηθεί ο άνθρωπος, αφού όμως γεννήθηκε να περάσει τις πύλες του Άδη όσο μπορεί γρηγορότερα.

Γιατί αν αυτό το λέει επειδή το πιστεύει, πως λοιπόν δεν φεύγει από τη ζωή; γιατί αυτό του είναι εύκολο, εάν βέβαια το έχει πάρει απόφαση. 
Εάν όμως το λέει κοροϊδεύοντας, είναι απερίσκεπτος σε πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. 

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εξ ολοκλήρου δικό μας, ούτε δεν είναι. Ώστε να μην περιμένουμε ότι σίγουρα θα είναι δικό μας, ούτε εξ ολοκλήρου να απελπιζόμαστε ότι δεν θα είναι.

Θα πρέπει να αναλογιστούμε και ότι από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες και από τις φυσικές άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μονάχα φυσικές. 

Από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες για την ανάπαυση του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή. 

Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στο να ανάγουμε κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, εφ' όσον αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. 

Γιατί όλα γι' αυτό τα κάνουμε, για να μην πονάμε και για να μην ταραζόμαστε. 

Άπαξ και τούτο διασφαλιστεί για εμάς, γαληνεύει η βαρυχειμωνιά της ψυχής, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πια ανάγκη να τρέξει να κυνηγήσει κάτι για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν υποφέρουμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.

Και για τούτο θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό σύμφυτο μ' εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ' αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό. 

Και επειδή αυτή είναι το πρώτο και έμφυτο αγαθό, γι' αυτό και δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. 

Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφ' όσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή, όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους. 

Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει συγγενική φύση με εμάς είναι καλό, δεν προτιμάται όμως κάθε ηδονή. Όπως ακριβώς κάθε πόνος είναι κακό, όμως από τη φύση του δεν είναι αποφευκτός κάθε πόνος. 

Όλα όμως αυτά επιβάλλεται να κριθούν με συγκριτική μεταξύ τους κλίμακα και προσεχτικό καταλογισμό του τι είναι από τα συμφέροντα και του τι δεν είναι. Γιατί μερικές φορές χρησιμοποιούμε το μεν αγαθό σαν κακό, το δε κακό αντίθετα σαν καλό.
Και την αυτάρκεια τη θεωρούμε μεγάλο αγαθό όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα αν δεν έχουμε πολλά, με πλήρη πεποίθηση ότι με μεγάλη ευχαρίστηση απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που την έχουν ελάχιστα ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό είναι ευκολοπόριστο, ενώ το περιττό δυσκολοπόριστο. 

Και τα λιτά γεύματα δίνουν την ίδια ευχαρίστηση με τα πολυτελή δείπνα εφ' όσον εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη. 

Και το ψωμί και το νερό προκαλούν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, εφ' όσον τα παίρνει κάποιος όταν τα έχει ανάγκη. 

Το να συνηθίζει κανείς σε απλή και όχι πολυτελή διατροφή και στην υγεία του είναι ωφέλιμο και στις αναγκαίες του βίου ενασχολήσεις ακούραστο τον κάνει και όταν, λοιπόν, κατά διαστήματα καταλήγουμε σε πολυδάπανες δίαιτες, τις απολαμβάνουμε καλύτερα και απέναντι στις μεταπτώσεις της τύχης μας κάνει άφοβους. 

Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. 

Γιατί δεν είναι τα μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων όσα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή, αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή, και που διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες μεγάλη ταραχή κυριεύει τις ψυχές.

Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση. 

Γι' αυτό και πολυτιμότερο από τη φιλοσοφία είναι η φρόνηση, διότι απ' αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει, και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα. 

Γιατί οι αρετές έχουν φυτρώσει από την ίδια ρίζα με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.

Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι ανώτερος από αυτόν που έχει σωστές απόψεις για τον θεό και ο οποίος έχει λυτρωθεί τελείως από το φόβο του θανάτου και ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει το σκοπό που έθεσε η φύση και ο οποίος πιστεύει πόσο εύκολα μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί το ύψιστο αγαθό και πόσο η διάρκεια ή η ένταση των δεινών είναι σύντομη; 

Την δε ειμαρμένη του προτείνουν μερικοί ως κυρίαρχο των πάντων, πόσο αυτός κοροϊδεύει βεβαιώνοντας ότι μερικά κατ' ανάγκη συμβαίνουν, άλλα κατά τύχη κι άλλα από εμάς, επειδή βλέπει ότι η μεν ανάγκη είναι ανεύθυνη η δε τύχη άστατη, η δική μας όμως δραστηριότητα είναι ελεύθερη, γι' αυτό από τη φύση του είναι να υπόκειται σε μομφή ή να επαινείται, γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο και τους θεούς παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων. 

Γιατί ο μύθος για τους θεούς αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης με τη μεσολάβηση της τιμής προς τους θεούς. Η ειμαρμένη εμφανίζει την ανάγκη να μη γνωρίζει εξιλέωση. 

Την τύχη ούτε θεό την θεωρεί, όπως την θεωρούν οι πολλοί, γιατί από τον θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα, ούτε την θεωρεί αβέβαιη έστω αιτία, γιατί δεν πιστεύει ότι από αυτή παρέχεται το αγαθό ή το κακό για την μακαριότητα των ανθρώπων, παρ' όλο που δημιουργεί την αφετηρία για μεγάλα αγαθά ή κακά. Πιστεύει, λοιπόν, ότι είναι καλύτερο να ατυχήσει κανείς μετά από σωστή σκέψη, παρά να ευτυχήσει παράλογα. 

Διότι είναι καλύτερο στις πράξεις των ανθρώπων εκείνο που σωστά επιλέχθηκε να αποτύχει, παρά εκείνο που κακώς επιλέχθηκε να πετύχει λόγω τύχης.

Να μελετάς, λοιπόν, αυτά τα συγγενικά με αυτά, μέρα και νύχτα μόνος σου ή μαζί με όμοιον με σένα και ποτέ ούτε στον ύπνο σου ούτε στον ξύπνιο σου θα διαταραχθείς, θα ζήσεις δε σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων. 

Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό ζώο άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά.




Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν' ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας;




Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν' ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. 


Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας; 

Ο Επίκουρος δεν είχε καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση στο ερώτημα αυτό: ο πανταχού παρών φόβος μας για τον θάνατο.

Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου, επέμενε ο Επίκουρος, μας εμποδίζει ν'απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. 


Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. 

Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.Ο Επίκουρος απάντησε στην ατελείωτη και ανικανοποίητη αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων προτρέποντάς μας ν' αποθηκεύουμε και ν' ανακαλούμε βαθιά χαραγμένες μνήμες ευχάριστων εμπειριών. 

Αν μπορούμε να μάθουμε ν' αντλούμε πάλι και πάλι από αυτές τις μνήμες, υποστήριζε, τότε δεν θα έχουμε ανάγκη την ατελείωτη ηδονιστική αναζήτηση.

Ο θρύλος λέει ότι ο Επίκουρος ακολούθησε την ίδια του τη συμβουλή, και στο κρεβάτι του θανάτου του (από επιπλοκές που ακολούθησαν την εμφάνιση πέτρας στα νεφρά) διατήρησε, παρά τους αφόρητους πόνους, την αταραξία του ανακαλώντας ευχάριστες συζητήσεις που είχε κάνει στο παρελθόν με τον κύκλο των φίλων και των μαθητών του.

Η μεγαλοφυΐα του πρόλαβε μάλιστα τη σύγχρονη άποψη για το ασυνείδητο: ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για τον θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.

Πώς επιχείρησε ο Επίκουρος ν' ανακουφίσει το άγχος θανάτου;

Διατύπωσε μια σειρά από καλά κατασκευασμένα επιχειρήματα, τα οποία οι μαθητές του απομνημόνευαν σαν κατήχηση. Πολλά απ'τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητήθηκαν στα 2.300 χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζουν όμως να αποδεικνύονται καίρια στο πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. 

Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσω τρία απ' τα πιο γνωστά του επιχειρήματα, τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα στη δουλειά μου με πολλούς ασθενείς αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, για την ανακούφιση του προσωπικού μου άγχους θανάτου.

1. Η θνητότητα της ψυχής 


2. Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου


3. Το επιχείρημα της συμμετρίας


Η θνητότητα της ψυχής


Ο Επίκουρος δίδασκε ότι η ψυχή είναι θνητή και πεθαίνει μαζί με το σώμα, ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Σωκράτης. Λίγο πριν από τη θανάτωσή του, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης είχε βρει παρηγοριά στην πίστη του στην αθανασία της ψυχής και στην προσδοκία ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του θ' απολάμβανε αιώνια μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με τους οποίους θα μοιραζόταν την αναζήτηση της σοφίας. Ένα μεγάλο μέρος της θέσης του Σωκράτη που περιγράφεται ολοκληρωμένα στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε από τους νεοπλατωνικούς και επρόκειτο στο μέλλον ν' ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στη χριστιανική κατασκευή για τη μετά θάνατον ζωή.

Ο Επίκουρος καταδίκαζε δριμύτατα τους σύγχρονούς του θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι, προσπαθώντας ν' αυξήσουν τη δύναμή τους, ενέτειναν το άγχος θανάτου των οπαδών τους προειδοποιώντας τους για τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν μετά θάνατον σε όσους δεν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς. 
(Στους αιώνες που θ' ακολουθούσαν, η θρησκευτική εικονογραφία του μεσαιωνικού χριστιανισμού που απεικόνιζε τις τιμωρίες της Κόλασης όπως στις σκηνές της Ημέρας της Κρίσεως που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος πρόσθεσε στο άγχος θανάτου μια αιματοβαμμένη εικαστική διάσταση.)

Αν είμαστε θνητοί κι η ψυχή μας δεν ζει μετά τον θάνατό μας, επέμενε ο Επίκουρος, τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε στο επέκεινα της ζωής. 
Δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ' τους θεούς. 

Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη θεών (ένα τέτοιο επιχείρημα θα τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί με την κατηγορία του αιρετικού λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα),υποστήριζε όμως ότι οι θεοί δεν ασχολούνταν με τη ζωή των ανθρώπων και μας χρησίμευαν μόνο ως πρότυπα γαλήνης και μακαριότητας, προς τα οποία θα έπρεπε να προσβλέπουμε.

Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου

Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί η ψυχή είναι θνητή και τη στιγμή του θανάτου διασκορπίζεται. 

Αυτό που διασκορπίστηκε δεν έχει ικανότητα αντίληψης, και οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό είναι για μας ένα τίποτα.

Με άλλα λόγια: όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος. 

Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ. 

Επομένως, έλεγε ο Επίκουρος, «γιατί να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να τον αντιληφθούμε;»

Η θέση του Επίκουρου έχει την ακριβώς αντίστροφη οπτική απ' το ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν:«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει». 

Ο Επίκουρος λέει ότι πράγματι δεν θα είμαστε εκεί, ότι δεν θα το ξέρουμε όταν θα συμβεί, γιατί ο θάνατος κι «εγώ» με τίποτα δεν γίνεται να συνυπάρχουμε. 

Επειδή είμαστε νεκροί, δεν γνωρίζουμε ότι είμαστε νεκροί. Σ' αυτή την περίπτωση λοιπόν, τι να φοβηθούμε;

Το επιχείρημα της συμμετρίας

Το τρίτο επιχείρημα του Επίκουρου υποστηρίζει ότι η κατάσταση της μη ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν πριν απ' τη γέννησή μας. 

Παρά τις πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες γι' αυτό το αρχαίο επιχείρημα, πιστεύω ότι εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλη δύναμη να προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους που πεθαίνουν.

Απ' τους πολλούς ανθρώπους που επαναδιατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στο πέρασμα των αιώνων, κανείς δεν το έχει πει τόσο όμορφα όσο ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, στην αυτοβιογραφία του, Μίλα μνήμη , η οποία ξεκινάει με τις εξής φράσεις: «Το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, κι η κοινή λογική μας λέει ότι η ύπαρξη μας δεν είναι παρά μια σύντομη αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους. Παρότι οι δυο τους είναι όμοια δίδυμα, ο άνθρωπος κατά κανόνα βλέπει την προγεννητική άβυσσο με μεγαλύτερη γαλήνη από την άβυσσο προς την οποία κατευθύνεται (με περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα)»
Aπόσπασμα από το βιβλίο του IRVIN D. YALOM - ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ TOY ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ (Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου )


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ότι ζωγραφίζω είναι η ψυχή μου, η σάρκα μου και το είδωλό μου στον καθρέφτη..Giannis Stratis

The Fission of Soul (1999)



The fission of the man (2005)

“Νιώθω ικανοποιημένος που ο χρωστήρας συμβάλλει στη ψυχή μου να αισθάνεται καλά, πολύ περισσότερο δε όταν αυτός ακουμπά τις ρίζες την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Πατρίδος”







"Dance on the Elgin Marbles"





Ο Stratis αναφέρει ότι προβληματίζεται όταν βλέπει τις κοινωνικές αξίες της ανθρωπότητας να είναι απορροφημένες από τον υλισμό και την τεχνολογία. Το στυλ του μένει σταθερό σ' αυτές τις σκέψεις για την κατάσταση του ανθρώπου και οι πίνακές του απεικονίζουν μια έκφραση και ισορροπία αυτής της άποψης. Το κοινό μπορεί καθαρά να καταλάβει την εσωτερική του διαμάχη όσον αφορά το μοίρασμα του ανθρώπου ανάμεσα στις προτεραιότητες και την επακόλουθη αναζήτηση για αισιοδοξία.

Η εργασία του Stratis συχνά κατέχει μια συγκεκριμένη σειρά ή τύπο σχεδίου. Αυτή η πλευρά του δεν είναι φανερή αλλά σταδιακά γίνεται αισθητή, όπως ακριβώς η ζωή διατηρεί μία βάση σταθερότητας η οποία δεν γίνεται αμέσως φανερή. Ο Stratis επίσης χρησιμοποιεί έντονα περιγράμματα –αυτός ο διαχωρισμός του θέματος μελέτης από το φόντο και ή ο καθορισμός των εσωτερικών συστατικών προκαλούν ένα αίσθημα ασφαλή ορίων αλλά και μία αίσθηση απομόνωσης. Παρόλα αυτά, με το να εξαλείφει λεπτομέρειες όπως τα χαρακτηριστικά του προσώπου και χρησιμοποιώντας στοιχεία αιφνιδιασμού και χιούμορ,
ο Stratis πετυχαίνει τη διαφώτιση στα έργα του, δηλώνοντας ότι η ελπίδα πραγματικά υπάρχει.
Ο Stratis ζωγραφίζει με λάδια και μικτές τεχνικές σε μια ποικιλία επιφανειών σε μονοχρωματικές και αντιθετικές παλέτες, και αυτή του η επιλογή είναι ικανή να αντιπροσωπεύει τις δύο βασικές αρχές του πνεύματος:
Την αδιαφορία ενάντια στον αγώνα.

Ο Stratis έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και εμπλέκεται με πολλούς τοπικούς, εθνικούς και διεθνείς επαγγελματικούς καλλιτεχνικούς συνδέσμους, και ανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Καλλιτεχνικής επιτροπής των Special Olympics στην Αθήνα το 2004. Μέχρι το 1995 πραγματοποίησε 115 εκθέσεις στην Ελλάδα, το Μεξικό, την Ιταλία, το Παρίσι, την Τουρκία, την Ιαπωνία και την Αμερική. Ο Giannis Stratis έχει λάβει τέσσερα τιμητικά διπλώματα, τέσσερα διεθνή βραβεία πρώτης θέσης, πέντε χρυσά μετάλλια και αρκετές αναγνωρίσεις για τη εργασία του. Αποτελούσε το έργο του θέμα σε περισσότερα από 350 άρθρα και αναφορές σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει λάβει αποδοχής σε αναφορές από Ιστορικούς της Τέχνης και κριτικούς της Τέχνης, καλλιτεχνικούς διευθυντές, καθηγητές και διευθυντές Μουσείων από πολλές χώρες. Πίνακες του Giannis Stratis μπορείτε να βρείτε στην Προεδρική Δημοκρατική Κατοικία της Αθήνας, στην Ελληνική Βουλή, στο Μουσείο Λευκωσίας της Κύπρου και σε αμέτρητες γκαλερί σε ιδιωτικές συλλογές και σε κάθε σημείο του κόσμου.

Επιπρόσθετα με τη ζωγραφική , τα κατορθώματα και τα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνουν το Σχεδιασμό Κοσμημάτων, τη Φωτογραφία, την Ποίηση, τη Λογοτεχνία, το Πιάνο, και τη Συλλογή Τέχνης. Φαίνεται ότι ο Giannis Stratis διευρύνει την αγάπη του για την T έχνη με το να τη ζει εξίσου καλά”.

Ο Έλληνας καλλιτέχνης όταν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους για τα επιτεύγματά του τόσο στην Αμερική όσο και τα δημοσιευμένα άρθρα στα γνωστά περιοδικά εξέφρασε τον θαυμασμό του λέγοντας :

Νιώθω ικανοποιημένος που ο χρωστήρας συμβάλλει στη ψυχή μου να αισθάνεται καλά, πολύ περισσότερο δε όταν αυτός ακουμπά τις ρίζες την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Πατρίδος”.

Το 2006 η Angela di Bello, διευθύντρια της Agora Gallery στο Ghelsea της Νέας Υόρκης, κάλεσε για καθολική αντιπροσώπευση όλου του τού έργου, τον Giannis Stratis. Και έκθεσε την τέχνη του στα δύο κέντρα με την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο της τέχνης, στο Soho και Ghelsea.


Η ίδια είπε χαρακτηριστικά καθώς ανάφερε για την ζωγραφική του: ‘’Τα πρόσωπα του Giannis Stratis δημιουργούνται ως ένας οπτικός ύμνος’’… ‘’προσφέρουν μια σαγηνευτική εργασία η οποία εμβαθύνει στην ψυχολογική έρευνα της προσωπικότητας…’’

Agora Gallery στο Chelsea in New York City



Το Γεράκι


Σταυροφόρος


“Η Οιμωγή”

Ο Γιάννης Στρατής μυσταγωγός ενός άλλου Πολιτισμού εντρύφησε στην Ιωνική κουλτούρα - από τα μικρά του χρόνια λόγω Μικρασιατικής καταγωγής - και εμπνέεται από τις παραδόσεις των τόπων αυτών.



Τα έργα που δημιούργησε το “Το Γεράκι”, “Ο Σταυροφόρος” και “Η Οιμωγή” είναι κατ’ επίφαση τρία έργα.
Στην ουσία πρόκειται για ένα έργο – μία τριλογία - του οποίου το θέμα είναι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πώς οδηγήθηκε εκεί? Όχι πάντως από την λογική.
Η σύλληψη καθοδήγησε το χέρι του στην δημιουργία, βούτηξε στο ασυνείδητό του, ενώθηκε με το Σύμπαν, πρώτα είδε με τα μάτια της ψυχής του το θέμα και μετά με την όρασή του.
Το εικαστικό αποτέλεσμα της τριλογίας των έργων του αφήνει έκθαμβο και συγκλονίζει τον θεατή αφού στο “Γεράκι” και στον “Σταυροφόρο” όλα αποτυπώνονται με τέλεια αδαμάντινη καθαρότητα και λάμψη – το ασπρόμαυρο του θέματος δημιουργεί μία απόλυτη ελευθερία και επιθετικότητα στην εκτέλεση – για να φθάσει στην πορφυρή “Οιμωγή”, το αποκορύφωμα του Ανθρώπινου πόνου.

Ο οραματισμός προηγήθηκε του θέματος και αυτό είναι το χαρακτηριστικό του καλλιτέχνη, οδηγεί την ψυχή του έξω από τα πεπερασμένα στα άδυτα του συλλογικού ασυνειδήτου απ’ όπου συλλαμβάνει την έμπνευση”.

Η Δρ. Ιστορικός της Τέχνης Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν έχει αναφέρει:

(…) Αποκαλυπτικές ενδείξεις της υπέρτατης ενέργειας, κοντολογίς της «αλήθειας», οι μορφές αυτές δείχνουν ότι παρακολουθούν τα όσα συμβαίνουν αλλού, σε άλλα μήκη κύματος, ασύλληπτα από τις ανθρώπινες μας αισθήσεις.
(…)Μορφές αντιπροσωπευτικές ενός μικρόκοσμου, κατ’ εικόνα και ομοίωση του μακρόκοσμου, διαπερασμένες από το ρυθμό του σύμπαντος, μεταγγίζουν και σε εμάς πέρα από ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, μια ουσιαστική , αντιδραστική σε κάθε περιγραφή υποβολή από αυτό καθεαυτό το σύμπαν, ή καλύτερα την ιδέα που είναι ενορχηστρωμένη σε αυτό. Ιδέα που καθώς ενυπάρχει σε όλα δίχως εξαίρεση τα έργα του Στρατή, καταξιώνει το καθένα από αυτά σαν την υπέρτατη επαλήθευση του κατά Πλάτωνα ορισμού της αυθεντικής Τέχνης.

Διαπερασμένες ή καλύτερα ενσαρκωμένες μέσ’ από μιαν αυθεντική πνοή και χαρισματική ενέργεια, οι μορφές του Στρατή ενεργοποιούν μέσα μας πέρα από εικαστικές αισθητικές εντυπώσεις μεγάλες σε εμβέλεια ψυχικές εμπειρίες”.

Η τριλογία των έργων του Γιάννη Στρατή στο Corfu Palace
25 Ιουλίου 2008




Universal Grief...the result of globalization (2005)






King Minos-Amorgos
(2005)



The Country House
(2005)





The Embodimnt (2007)




The Game
(2007)



The Ballerina






OMMA (The Look)


The Compleχ





"I Anaskevi"





Ζωγραφίζω δίχως πινέλα καθότι για μένα
ο καλύτερος χρωστήρας είναι τα δάχτυλά μου ...


Τα έργα ζωγραφικής, τα σχέδια, τα λάδια σε ξύλα και οι μικτές τεχνικές που ακολουθώ, πορεύονται στα χνάρια της αφηρημένης ζωγραφικής, ως μία κατάσταση διαχρονικότητας. Χρησιμοποιώντας τόσο την Αρχαία όσο και τη σύγχρονη Ελληνική κουλτούρα ως θεματολογία, οι χαρακτήρες μου δημιουργούνται ως μία οπτική επιβράβευση της ανθρωπότητας, αποδίδοντας στους εαυτούς τους μία ταυτότητα μέσα από την ηθική, την ικανότητα και το προσωπικό συναίσθημα. Υιοθετώ την ωμή και αποφασιστική τεχνοτροπία, για να μεταφέρω την προοπτική που αντηχεί από το έργο στον θεατή. Ενοχλημένος από την σκληρή κοινωνική πραγματικότητα τού «Σήμερα», η οποία, κατά την άποψή μου, διαρκώς οδηγείται βαθύτερα σε μια νέα τάξη πραγμάτων, σε συνδυασμό με τα τεχνολογικά επιτεύγματα, βλέπω τον άνθρωπο να απορροφάται άμεσα και να είναι κατακερματισμένος από τις υλικές του αξίες, όντας πολύ αδύναμος να αντιδράσει για την θετική και πανανθρώπινη ανάπτυξη του.

Η σχέση μου με κάθε έργο μου ξεχωριστά έχει την αμεσότητα της ψυχής και της σάρκας πάνω στον καμβά. Ζωγραφίζω δίχως πινέλα καθότι για μένα ο καλύτερος χρωστήρας είναι τα δάχτυλά μου τα οποία βουτώ στα χρώματα ακολουθώντας τις εντολές της έμπνευσής μου. Πιστεύω στις μεγάλες ανατροπές και αλλοίμονο στον καλλιτέχνη που ζωγραφίζει από την ημέρα που γεννήθηκε μέχρι να πεθάνει, το ίδιο. Η τέχνη είναι όχι ένας, αλλά πολλοί κύκλοι και το ζήτημα είναι να τους ανακαλύψεις και να κάνεις μαζί τους την περιστροφή σου. Άλλωστε το ίδιο το σύμπαν είναι γεμάτο από άπειρους κύκλους που περιδινούνται και αλλάζουν κάθε χιλιοστό του δευτερολέπτου.

Θυμάμαι τον διεθνή ιστορικό τέχνης Adam Grassi, της Agora Gallery της Νέας Υόρκη ο οποίος έγραψε αναφορικά με το έργο του τα εξής: «Με βαθιά αλληγορία και έντονο συναίσθημα, οι ζωγραφικοί πίνακες του Giannis Stratis μιλούν για την ανθρώπινη κατάκτηση και τη φύση, καθώς και την ιστορία της ανθρώπινης φιλοδοξίας. Ενοχλημένος από τις κατακλυσμικές εξελίξεις στην τεχνολογία, -όπως η ατομική βόμβα- και από την ακόρεστη λαχτάρα της Δύσης για πλούτο, ο Stratis δημιουργεί καμβάδες, οι οποίοι αναπαριστούν την επίπτωση αυτών των κινητήριων δυνάμεων».

«…Βλέπω τον άνθρωπο να απορροφάται και να κατακερματίζεται από τις υλιστικές αξίες του», λέει ο Stratis «…όντας πολύ αδύναμος για να αντιδράσει για την θετική και πανανθρώπινη εξέλιξή του».Το αντιστάθμισμα του Stratis για αυτές τις καταστροφικές ορμές είναι η φύση και η πνευματικότητα . Ως κατακλείδα,τα έργα του αποκαλύπτουν αυτή την αισιοδοξία, ότι δηλ. αυτά τα προαναφερθέντα στοιχεία θα θριαμβεύσουν σε τελική φάση.«Το Ανθισμα κατόπιν της πυρηνικής καταστροφής», ένα έργο με παθιασμένο κόκκινο και γήινες αποχρώσεις ,το οποίο αντικατοπτρίζει αυτή την θετική αναγέννηση.

Παρακολουθώ τη σημερινή κρίση και αντιλαμβάνομαι ότι η μοναδική διέξοδος ια να βγούμε από αυτήν, είναι να κερδίσει ο καθένας μας τον εαυτό του. Να μπορούμε να αναπνέουμε ελεύθερα, να ερωτευόμαστε ελεύθερα, να επιλέγουμε φίλους ελεύθερα, αλλά και να απορρίπτουμε ελεύθερα. Είναι πολύ σημαντικό σήμερα να αρνιέσαι εκείνο που σε προσβάλει και σε απαξιώνει. Όχι δεν είναι μόνο η κακή πολιτική που έφερε τα πράγματα σ αυτό τον κατήφορο. Είμαστε όλοι εμείς, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που, αρνήθηκε να σκεφτεί και να διαλογιστεί με τον εαυτό της. Ε, λοιπόν η τέχνη αυτό προσφέρει. Να μπορείς να βλέπεις τα εσώψυχά σου δίχως να χρειάζεται να πληρώσεις διόδια γι αυτό.

Σε ό,τι αφορά εμένα, κάθε γραμμή που τραβάω είναι και μια λύτρωση που με απομακρύνει από τα τηλεοπτικά πάνελ και τη μιζέρια της αποχαυνωμένης κοινωνίας. Ότι ζωγραφίζω είναι η ψυχή μου, η σάρκα μου και το είδωλό μου στον καθρέφτη, παρέα με όλες τις ενοχές μου και τα λάθη μου. Στο κατω κατω αυτό σημαίνει ανατροπή, να επιβάλεις την αυτοκριτική ακόμα και στο υποσυνείδητό σου. Μόνο τότε μπορείς να είσαι καλλιτέχνης και πολίτης. Ότι ζωγραφίζεις θα είσαι εσύ και ότι ψηφίζεις θα αντιπροσωπεύει τον εαυτό σου και μόνον αυτόν.
Info


Humn of Indian
(2007)

Γεννήθηκε ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Ασχολείται με την Ποίηση και την Λογοτεχνία. Σπουδές Ελεύθερου Σχεδίου και Μουσικής στη Ρώμη.

Διδάσκεται αποσπασματικά από τον ζωγράφο Μιχάλη Κανδύλη. Μελετάει Ιστορία της Τέχνης και Σύγχρονα Θεωρητικά Κείμενα. Πρώτη του εμφάνιση Πέμπτη 6 Ιουλίου 1995 στο Π.Κ.Δ.Αθηνών στην Αίθουσα ‘Τρίτση’ εκθέτεται το έργο του με μεγάλους αναγνωρισμένους ζωγράφους όπως Dali, Picasso, Clee ,Macritte, Ronault κ.α τίτλος της έκθεσης “ ΜΑΣΚΕΣ ”. Η Δρ .Ιστορικός της Τέχνης

Χαρά Παπαθεοδώρου αναφέρει για το έργο του στην συγκεκριμένη μεγάλη αυτή Εκθεση, ( ... ) “Ο πόνος που ξεπηδάει σαν μια μορφή Μάσκας στο έργο του Γιάννη Στρατή είναι γραφή αποκαλυπτική, η προσπάθεια αυτή είναι ένα είδος κάθαρσης και αποκαλύπτει αντί να κρύβει”.

Εχει πραγματοποιήσει 6 Ατομικές Εκθέσεις και 120 Ομαδικές στην Ελλάδα και το Εξωτερικό .

Έργα του βρίσκονται στην Πινακοθήκη Προεδρίας της Δημοκρατίας (Προεδρική Σουίτα), Πινακοθήκη Βουλής των Ελλήνων, Πινακοθήκη Αντιπροσωπείας Ε.Ο.Κ, Μουσείο Λευκωσίας, Μουσείο Μεξικού, Μουσείο Ισπανίας, Πινακοθήκη Ιδρύματος Τράπεζας Πειραιώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και εξωτερικό.

Για καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Γιάννη Στρατή, δεν πρέπει να ντύνεις τα έργα του με σχεδιασμούς εκφράσεων και λέξεων, γιατί και εκείνες γίνονται λευκά πινέλα σε λευκό καμβά, εκμηδενίζονται και χάνουν την άξια τους, μπροστά στο μεγαλείο σκέψης, προβληματισμού και δέους που αισθάνεσαι όταν βλέπεις τα έργα του.

Ειλικρινά, δε ξέρω ποιο από όλα τα έργα του, χτυπάει περισσότερη φλέβα σκέψης μέσα μου, αλλά αν ήταν να διαλέξω κάποιο που με προκαλεί και με ιντριγκάρει αυτό θα ήταν το DADARSA!! Δε θα προλογίσω το συγκεκριμένο αριστούργημα, σας αφήνω απλά να ταξιδέψετε, να γευτείτε, να νιώσετε, να αγγίξετε, να μυρίσετε όλα τα αρώματα ψυχής, που αναδύονται από τις απλές ασπρόμαυρες γραμμές του……

Άλλωστε αυτή είναι και μαγεία που προσφέρει ο Γιάννης στον καθένα απο εμάς.
femalecity


Τυπικότατος στην ώρα του και με την θετική διάθεση και το μοναδικό στυλ που τον διακατέχει ο Γιάννης Στρατής μας μίλησε για την μέχρι τώρα πορεία του, τα μελλοντικά του σχέδια, για την τέχνη όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος και για πολλά άλλα. Συνειδητοποιημένος και πάνω απ όλα προσγειωμένος , χωρίς το «τουπέ» του σταρ με τις πολλές διακρίσεις μας χάρισε ένα απίστευτο απόγευμα στο ιστορικό μέρος του Πειραιά το Πόρτο Λεόνε.

Ø Θα ήθελα να μας πεις για την πρώτη σου δουλειά πότε πραγματοποιήθηκε ; Η πρώτη μου δουλειά που δεν ήταν δουλειά αλλά προσπάθεια ήταν το 1995 στο σπίτι μου του Παπάγου τότε.

Ø Από τι εμπνευσμένος; Εμπνευσμένος από τα έργα άλλων δημιουργών που είχα μέσα στο χώρο μου και την δύναμη της στιγμής, ότι τίποτα δεν είναι δικό μου είναι όλα της δύναμης της δημιουργίας. Αυτό τροφοδότησε την ανάγκη να δημιουργήσω κάτι δικό μου να πέσω στο πάτωμα έχοντας ένα χαρτόνι και κάτι τέμπερες.

Ø Ήταν της στιγμής ή ήταν κάτι που ήθελες από μικρός να ακολουθήσεις και το είχες οραματιστεί; Όχι ήταν κάτι της στιγμής. Μια στιγμή μπορεί να αλλάξει μια ολόκληρη ζωή. Δεν είχα σκεφτεί ότι θα γίνω ένας καλλιτέχνης που θα δίνω συνεντεύξεις. Υπήρχε η παιδεία από την οικογένεια μου αλλά η ζωγραφική απείχε πολύ από εμένα σαν παιδί. Αργότερα έγιναν κάποιες σπουδές στο γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο αλλά μέχρι εκεί

Ø Υπήρξε κάποιος από την οικογένεια που να είχε καλλιτεχνική φλέβα; Απ ότι έχω μάθει λένε ότι υπάρχει γονίδιο, κάποιος μακρινός συγγενής από την οικογένεια της γιαγιάς μου από την πλευρά της μητέρας μου στην Κωνσταντινούπολη. Και ένας άλλος συγγενής από την πλευρά του πατέρα μου ονόματι Κωσταγιόλας ήταν ένας εξαίρετος γλύπτης
Ø Το πρώτο έργο έγινε γνωστό στο κοινό το 1995 πως έγινε όλη η διαδικασία και μάλιστα τα έργα σου να είναι δίπλα σε έργα μεγάλων ζωγράφων όπως Picasso, Dali ; Eίναι μια περίεργη ιστορία. Υπήρχε μια συγκέντρωση στο σπίτι ενός φίλου μου ζωγράφου του Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου και την επομένη ήρθε στο σπίτι μου. Και βλέπει το έργο μου ρωτώντας μαι «βρε Γιάννη μου ποιανού είναι αυτό;» Του απάντησα δικό μου και εκείνος μου είπε «είναι εκπληκτικό το θέλω.» Του το δώρισα λοιπόν
Κατερίνας press



















"Το Πειραιωτάκι... Ελπίδα Για Ενα Καλύτερο Αύριο"



Hope for a better tomorrow (2007)









Τα Ιμια του Γιάννη Στρατή παραχωρήθηκαν στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος από τον Αλεξ Μαραθιανάκη της Ντάουν Τάουν Αρτ Γκάλερυ, Αθήνα, την ημέρα της δωδέκατης επετείου μνήμης τους.

Τα Ιμια είναι ένα ανεπανάληπτο έργο του Γιάννη Στρατή, το οποίο οφείλει την μοναδικότητά του στο θέμα που τον ενέπνευσε – η εισβολή των Τούρκων στην Ελληνική βραχονησίδα Ιμια στις 30 Ιανουαρίου 1996.

Τον καιρό της κρίσης των Ιμίων ο Στρατής ήταν τριάντα – τριών ετών. Ενοχλημένος από την άδικη Τουρκική πράξη έπεσε στο πάτωμα του σπιτιού του και φιλοτέχνησε το παρόν έργο κατευθείαν στο ξύλο. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του, αλλά ήξερε ότι ήθελε να εκφράσει την αγανάκτηση που είχε ως Ελληνας. Αρχισε το έργο με αραιωμένο χρώμα δουλεμένο απευθείας με τα δάκτυλα. Πήρε το μπλε ως χρώμα της θάλασσας και έμβλημα της πίστης και ζωγράφισε το πορτραίτο της Ελλάδας – ένα πρόσωπο με ρίζες στη αρχαϊκή προσωπογραφία (θυμίζει περιέργως κεφάλι από αγάλματα είτε Κούρων είτε Κορών) ήρεμο στην ετοιμότητά του για δράση. Αυτό το πρόσωπο αντιπροσωπεύει τον κάθε Ελληνα που γνωρίζει πώς να προάγει τον πολιτισμό και ν’ ανθίσταται στην αδικία. Εγραψε με κεφαλαία σε κόκκινο χρώμα στο επάνω μέρος του έργου την ημερομηνία «ΤΡΙΤΗ 30/1/1996», ημέρα κατά την οποία η Ελλάδα επίσημα αναχαίτισε την Τουρκική εισβολή. Κάτω από την ημερομηνία έγραψε «ΕΛΛΑΔΑ» και αντικριστά «ΑΙΓΑΙΟ» υπογραμμισμένο. Εντόπισε την βραχονησίδα με την περιβάλλουσα θάλασσα στα χείλη του προσώπου και ακριβώς επάνω της, όπου λέγεται ότι συγκεντρώνεται ο θυμός, υπογράμμισε την ταυτότητα «ΙΜΙΑ». Το έργο χαρακτηρίζεται από μια αραχνοΰφαντη ποιότητα και διάφανη αίσθηση σαν φύσημα ένεκα της οποίας αφυπνίζεται η θύμηση του καλλιτέχνη για τις χαμένες πατρίδες.

Με τα Ιμια ο Στρατής εξέφρασε την αγανάκτηση, την λύπη, τον θυμό και την οργή του για τον διαρκή περιορισμό των συνόρων της πατρίδας του. Ο Στρατής σχολιάζει: «Τίποτα δεν χαρίζεται και τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς μάχες».
Μεγακλής Ρογκάκος – Ιστορικός Τέχνης


Η Angela di Bello διευθύντρια της Agora Gallery είπε «Η ποικιλόμορφη τεχνοτροπία και τα λάδια σε καμβά αναφορικά με τα σχέδια και τους πίνακες προσφέρουν μια σαγηνευτική εργασία η οποία εμβαθύνει στην ψυχολογική έρευνα της προσωπικότητας. Τα πρόσωπα του Giannis Stratis δημιουργούνται ως ένας οπτικός ύμνος στο σύνολο του ανθρώπινου στοιχείου και μεταφέρουν την αίσθηση της ταυτότητας μέσα από στοιχεία ηθοπλασίας, "ακουστικής έκφρασης" και προσωπικού συναισθήματος. Με ένα στιλ καταλυτικό, τα έργα επικοινωνούν με μια έντονα συγκινησιακή διάθεση, η οποία είναι διάχυτη. Η ικανότητά του να επικοινωνεί αποτελεσματικά μέσα από το έργο του, επιτυγχάνεται με τεχνική επιδεξιότητα και ευχέρεια».



The Garden full of flowers Compleχ (2005)









Το έργο «Ο κόκκινος θρύλος του Porto Leone» αναφέρεται στο μεσαιωνικό λιμάνι της Αθήνας, που τώρα είναι γνωστό ως Πειραιάς. Η φιγούρα –φυλακτό στον πίνακα, γεμάτη από αφηρημένες, φυσικές μορφές απευθύνεται στον θεατή με δονκιχωτική έκφραση. Τα επιθετικά χρώματα της παλέτας ,το κίτρινο και κόκκινο, παραθέτουν μια διάθεση στην οποία δεν δύναται να αντεπεξέλθει η φιγούρα –φυλαχτό. Καθίσταται προφανές ότι η μορφή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις φιλοδοξίες της, αυτή η σχέση που γέρνει προς τη μια μεριά δίχως να ισορροπεί αποτελεί την πρωταρχική πηγή έντασης στον πίνακα.




BIOGRAPHY: The art of Giannis Stratis combines the endlessness of representation with the fathomlessness of intelligibility (The present article was entitled "The Art of Giannis Stratis: Horizontal Expression Vertically Explored"). It is indeed intriguing that a metaphysical painter like Stratis started off as a jeweler. However, when the moment came out in the world Stratis naturally gave up material wealth for the salvation of his soul through art. He was born on 24 May 1963 in Kokkinia, of a family with roots in Asia Minor . His grandmother, with a great love for the arts, sensitized him to matters of aesthetics. His earliest artistic memories were gathered in the Museum of Corfu . The need to become acquainted with world culture made him turn to books of art, through which he was deeply cultivated. In 1982 he chose to become involved with art. His studies at the Commerciale Artistico Grafico in Rome familiarized him with jewelry and photography. There he developed the sensitivity to identify mannerisms and to make intuitive choices. His indulgence with art became a mania and a way of life. At some stage he decided to put his hands on the act of making art. In 1993 he took a piece of carton and painted on it a figure using tempera. Alexander Papakonstantinou chose one of his works, which Hara Papatheodorou included in an exhibition entitled Masks in 1994 at the Cultural Center of the Municipality of Athens, alongside works by Dalí, Klee, Magritte, Picasso and Roualt. Such recognition convinced Stratis to dedicate himself on a daily basis to art.

STUDENTSHIP: The art of Stratis is quite a revelation. Though cherishing to see works by Kandylis, Tsarouchis and Parthenis or by Braque, de Kooning, Picasso and Chagall, his works are entirely independent. Of the great masters he sought not to imitate their mannerism, but rather to conquer the mechanisms by which to codify pictures. Memorable upon him was the influence of Michalis Kandylis (1909-1995) to whom he apprenticed irregularly. From him he was taught to represent the psychology of life. More importantly still he learned from him to paint with any material whatever he wanted. Notably his first works (1995-1997) were made by using the fingers directly as a tool. The absolute need for expression impelled Stratis to paint in every alternative manner, creating artworks on stone, wood, and kitchen paper, using a great spectrum of materials whose imprint could yield color - show varnish, cosmetics; wax; oxides; cigarette ashes; plants; and earth.

MANNERISM: Stratis' creations - distantly originating in the artistic movements of cubism; surrealism; and expressionism - are beyond conventional categories. This being so because Stratis does not have any particular telos in mind and therefore has not got the faintest idea in advance as to the ensuing result. He only feels an absolute need to express himself. The only element there is at the time of creation is the agony for the visual outcome. He is driven exclusively by the unconscious instinct, which Stratis calls 'God'. Stratis wishes his work to have power and vigor, beauty being of secondary importance. He is interested in the picture's vibration, the gesture's pulse, and the design's vivacity. The works of Stratis constitute a psychographical testament. He is concerned with bringing out the world inside. He wants the white surface to be charged by the inner throbbing of life itself.

CREATION: Stratis confesses his incapability to explain how his works are produced. He admits not considering himself to be a painter and underlines that he uses color only because he cannot do otherwise. There is a religious dimension in the refusal of his indisputable capacity as an artist, and the parallel recognition of his absolute need to paint. When he finds himself in a condition of inwardness, he feels at the same time weak and strong. He experiences an unsafe security - infallible evidence of metaphysical agony. He prays to God to enlighten his soul so that he may bring about an artwork with throbbing quality. At the moment of inspiration he communes 'in excelsis'. When he enters the mode of creation he undergoes transubstantiation. At that moment time ceases to exist and the work becomes manifest in an incredible flash. Stratis is led directly by an indeterminable inner need to covey something indescribable and indefinable from the depths of his soul. Stratis paints not as he sees with his eyes, but as he feels with his soul. His desire is not simply to represent but to express the essence of his vision. The colors are applied not intentionally, but automatically. Stratis believes deeply that the essence of art flows out of the soul alone. His works synchronize a complex of various 'psycho-diagrams' that are diffused in an indefinite time-space continuum.

CONTENT: The content of Stratis' works - though immediately recognizable - remains indescribable and indefinable. In the speed of their execution the works go through various conditions, creating a palimpsest of pictures, a capsule of memory. Thus a landscape becomes a figure and a face becomes a map of metaphysical locations. The final stage of the works retains the quality of the transubstantial process of the abstract and the godly. The works compose a communicational net, which is traversed by a sincere iconography rendered by the heart, whose de-codification is humanely natural. Stratis' works without exception are legible not by logic, but by the soul. For this reason they are intended to appeal to the viewer that wills not to understand them, but to feel them. The artist is present in every dimension of his work - in the creativeness, the plasticity and its expressiveness. His works - sometimes appearing to convey anger, at other times humor - compose conditions that are an antidote to the nowadays' social solitude, to today';s splintering of morals and values. This is evident in the direct communicability of the work's pure titles. All of Stratis' works breed in their nucleus the seed of optimism - the hopeful message that the spirit shall prevail over materialism.

TIME: The works of Stratis - notwithstanding the moment in which they were created - share the quality of timelessness, encapsulating as much the memories from cave painting as the anticipations for the evolution of painting in the future. For this reason it is not important for Stratis to appreciate his works in the conventional chronological order of their creation. Besides time is an artificial solution unbecoming the dimension of the soul. The case is for the works to communicate within a mutual universe, where everyday living appears foreign and the dream homely. Stratis' works reveal an archetypal condition and an oneiric disposition. As a matter of fact they seem to have existed before being accomplished, even before being born.

MULTIPLICITY / ONENESS: The inspiration for Stratis' works was anything that was worth noticing from the distillation of everyday life. However, while the rendering of figures by other artists usually follows a common denominator and does not deviate in appearance, in the art of Stratis every work is self-referential , and does not repeat itself. The artist himself is shocked before his admitted inability to reproduce any of his own works. Nevertheless, despite the variety amongst them, the hand of Stratis is remarkably recognized with clarity in every one of his pictures. However, through their apparent variety, Stratis’ works share the space of the same universal sphere. Though the works are differentiated in their external composure, when de-codified their mutual origin is revealed in the womb that gave birth to them. All the works in their variety express the 'Oneness' in its absolute naturalness. Whatever form Stratis' works take, the 'Oneness' of creation prevails. These works embody the universal perception that one plus one equals one (1+1=1). If the esoteric truth of such a metaphysical equation becomes manifest, then it may be perceived that the 'Oneness' is but the universe and by extension God.

CREATOR: There is an excellent sincerity in Stratis' declaration that he is insignificant and unable in relation to the act of creation. He recognizes that God is the one to empower him and to lead him - which is reminiscent of "by the hand..." of religious painters. All of Stratis' works share an intimate relation to God. He admits characteristically: "in every work I plead God for His support". God, who directs the hand of Stratis, is a universal manifestation. His works result from the need to unite man with God. Such works reveal that art is neither brushes nor paint tubes, but a need to confirm the eternal relationship of man with the universe – a condition that brings the beholder before God.

VIEWER: It is apparent that the title of the present exhibition - Welcome to My World - is inspired by the viewer himself. Stratis cares to communicate his feelings to the viewer, to transpose him into the 'other' longitudes and latitudes of his world. In Stratis' works the viewer hears the voice of the universe. The viewer may confirm the communicability of the metaphysical dimension of artistic creation. Stratis' desirable result is to touch the viewer and to move him. For Stratis it is enough if the work comes out of it materiality and to inhabit the viewer, if the viewer feels the experience the work expresses and leaves with it. Stratis motivates the viewer to search for the essential nature of the works that will make him appreciate the oxymoron truth – that life is complicatedly simple. In the end, the viewer feels near the works of Stratis a surprising security and familiarity. His works offer a life-giving and soul-filling energy. They touch the viewer and wonderfully strike within him transworldly universal chords.

[Megakles Rogakos 01/2008]

BIBLIOGRAPHY:
ROGAKOS, MEGAKLES Giannis Stratis: Welcome to My World 2007 Alex Marathianakis Down Town Art Gallery, Athens